Ο,τι δεν μας επιτρέπει να τη «βρίσκουμε» στον τόπο της λησμονιάς, στον «Κάτω Κόσμο», δηλαδή ό,τι διακινείται στον παρόντα ως «α-λήθεια». Αλλη φορά θα επιμείνω σ’ αυτήν την πρακτική των «λογογράφων». Νομίζω ότι δεν βλάπτει τους οργανωτές του «επιτελικού κράτους» μια άσκηση σε δυο-τρία παραθέματα. Σε ποιον οφείλεται το πρώτο: «Χρὴ τοίνυν καὶ τὴν ἱστορίαν οὕτω γράφεσθαι σὺν τῷ ἀληθεῖ μᾶλλον πρὸς τὴν μέλλουσαν ἐλπίδα ἤπερ σὺν κολακείᾳ πρὸς τὸ ἡδὺ τοῖς νῦν ἐπαινουμένοις»;
Εκτενώς το δεύτερο: γιατί η «επιστημονική αλήθεια» εμφανίζεται «πάντοτε παράδοξη»; Συνεχίζω για να βοηθηθούν: αν το κριτήριο είναι η «καθημερινή εμπειρία», τότε αυτό που συλλαμβάνεται είναι «μόνο» η «απατηλή επίφαση των πραγμάτων». Και για τούτο «φαίνεται παράδοξο και αντίθετο προς την καθημερινή παρατήρηση», όσο «παράδοξο» είναι ότι η γη «κινείται γύρω από τον ήλιο». Κι αν το πρώτο είναι των αρχικών μεταχριστιανικών χρόνων, το δεύτερο είναι έτους 1865… Να συνεχίσω με βασιλικό «παρακέντημα» ή με παραμίλημα των «θεολόγων της κρίσης» που αποφαίνονται ότι «αἱ πᾶσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν»; Εδώ θα συνεχίσουμε με ό,τι αφορά τον Fr. Fukuyama (βλ. «Εφημερίδα των Συντακτών», 4-5.3.2023).
Γράφεται κάποτε ότι «από το 1970 και μετά» ζήσαμε «το τέλος της ιδεολογίας». Ή ότι στη «δεκαετία του 1980 ανακοινώθηκε η άποψη για το τέλος των “μεγάλων αφηγήσεων”». Επιπλέον, ότι κατά τα «τελευταία 30 χρόνια» αποκόπηκαν οι «τεχνοκράτες» από τους «διανοούμενους», προσφέροντας «τεχνικές συμβουλές στην εξουσία». Ετσι λοιπόν: 1970, 1980, 1986: πότε εγκαινιάζεται το ενιαίο «συμβάν» που υπονοείται με τις τρεις αυτές χρονολογήσεις; Ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι τον Ιανουάριο του 1975, ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Freie Universitӓt του Δυτ. Βερολίνου, έγραψα σε αθηναϊκή εφημερίδα για τη «μετα–βιομηχανική κοινωνία» και το ιδεολογικό της υπόβαθρο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα δημοσίευσα το βιβλίο μου «Θέματα κριτικής ιδεολογίας» (1979), με εκτενές κεφάλαιο: «Ιδεολογία και στρατηγική του μέλλοντος».
Τι ήταν αυτό που είχε προβληθεί (πολύ πριν το «1989» και την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού») ως επιχειρηματολογία που ονομάσθηκε «End of ldeology»; Είχε αρχίσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος όταν ο James Burnham θα υπογραμμίσει την άνοδο των «managers» στον έλεγχο της βιομηχανίας: «Οι διευθυντές θα ασκούν τον έλεγχό τους πάνω στα όργανα παραγωγής και θα προτιμηθούν στην κατανομή των προϊόντων... Το κράτος θα είναι η ιδιοκτησία των διευθυντών. Και τούτο θα είναι επαρκέστατο για να τους τοποθετήσει στη θέση της άρχουσας τάξης» (1941). Ο Αμερικανός δημοσιολόγος τούς ταύτιζε με τη «γραφειοκρατική elite» του σοβιετικού κράτους.
Είναι γνωστή άλλωστε η σχέση του (θα αναφερθεί σε άλλο του έργο στους «μακιαβελικούς» του σύγχρονου ολοκληρωτισμού) με τον πολέμιο του σταλινισμού, τον Τρότσκι (μολονότι ο τελευταίος δεν θα συμφωνούσε μ’ αυτήν την ανάλυση). Η διάκριση σε ιδιοκτήτες (που παραμένουν ανώνυμοι και απροσπέλαστοι) και σε διοικητικά στελέχη των γιγάντιων μετοχικών εταιρειών (π.χ. της General Motors ή της Lockheed) είναι πλασματική. Γιατί έχουν μια ομότροπη κοινωνική συμπεριφορά που δεν επιτρέπει τη σύγκρουση ή την αυτονόμηση των διοικητικών παραγόντων από τους κατόχους των παραγωγικών μέσων.
Ο C.Wright Mills, ταυτόχρονα με την εξονυχιστική παρουσίαση του αμερικανικού «military - industrial complex», θα τονίσει εμφατικά: «Οι ανώτατοι διευθυντές και οι βαθύπλουτοι δεν αποτελούν δύο ευδιάκριτες και καθαρά ξεχωριστές ομάδες. Συγχέονται ανάμεσά τους μέσα στον επιχειρηματικό κόσμο των περιουσιών και των προνομίων» (1956).
Επίσης –σήμερα και για το άμεσο μέλλον– δεν έχει αρθεί η διαφορά ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία. Βέβαια, οι παραδοσιακές της συνθήκες (στη χώρα μας η «δουλειά» σχετίζεται με τη «δουλεία» και στη Γαλλία το «travail» με το μεσαιωνικό «tripalium» που σημαίνει μέσο βασανισμού) φαίνεται να ξεπερνιούνται μέσα στην τεχνολογική κοινωνία, χωρίς αυτό να υπονοεί και την κατάργηση της αποξένωσης και της εκμετάλλευσης που συνεπάγεται η μισθωτή εργασία. Τελικά στο συνολικό δυναμικό της παραγωγής δεν ξεχωρίζουν οι «διανοούμενοι» σαν ο καθοριστικός παράγοντας που θα πραγματώσει την επικείμενη αλλαγή.
Η γνωστή θέση για τη «meritocracy» (που υποτίθεται πως ανανεώνεται χάρη στην κοινωνική κινητικότητα και την εκπαίδευση) που εκφράζει την «ποιότητα της ζωής» (Bell 1973) έχει διπλή αναφορά: από τη μια πλευρά εκθειάζει την αυτονομία των λειτουργών του πνεύματος στις διαρθρωτικές μεταβολές που θα επιζητούσαν κι από την άλλη ξεπέφτουν έτσι στα μάτια της «κοινής γνώμης» (ή της «σιωπηλής πλειοψηφίας»), όταν επαναστατούν και η δύναμή τους αποδείχνεται ανύπαρκτη ή περιορισμένη. Ο τεράστιος, πραγματικά, αριθμός των μηχανικών, των ερευνητών και των εκπαιδευτικών, των ιδιωτικών και των δημοσίων υπαλλήλων –ο Bell για το 1980 τους υπολογίζει στο 70% του ενεργού πληθυσμού των Ενωμένων Πολιτειών (1973)– δεν σημαίνει και ποιοτική μεταβολή στην παραγωγική και την κοινωνική διαδικασία, αλλά ξαναθέτει με βάση τα καινούργια δεδομένα το είδος και την ένταση των ταξικών αντιθέσεων.
Μερικές φορές τονίζεται πως έγινε πραγματικότητα η απαίτηση του Francis Bacon να ταυτιστεί η γνώση με τη δύναμη. Μόνο που η πρώτη δεν ξεπέρασε τη δεύτερη, αλλά μεταβλήθηκε σε βασικό όργανο για την εμπέδωση και τη συνέχιση της πολιτικής εξουσίας. Ηταν πρόσφατη η εξέγερση του Πανεπιστημίου του Berkeley, όταν ο H.J. Morgenthau έκανε σύγχυση ανάμεσα στο «δέον» των διανοουμένων και την πρακτική τους δραστηριότητα: «Η αλήθεια φοβάται τη δύναμη και η δύναμη φοβάται την αλήθεια... η αλήθεια αποκαλύπτει τους σκοπούς της δύναμης, ξεκαθαρίζει τις υπάρχουσες δυνάμεις, γιατί απαιτεί την πνευματική και ηθική νομιμοποίηση της δύναμης. Και ακόμη αμφισβητεί τους σκοπούς και τις διαδικασίες της δύναμης και έτσι απειλεί το σύστημα μέσα στο οποίο ενεργεί η δύναμη» (16-11-1966).
Αυτή όμως η απειλή ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, μια και η «πνευματική τεχνολογία» τις περισσότερες φορές διαμορφώνει τις επιλογές που συντηρούν τα καθιερωμένα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια. Ο μαθηματικός υπολογισμός και όχι ο κοινωνικός οραματισμός, η τεχνική λύση και όχι το πολιτικό πρόβλημα, η ρεαλιστική τοποθέτηση (ο «θετικισμός είναι η φιλοσοφική τεχνοκρατία»· Horkheimer 1947) και όχι η ιδεολογική ανίχνευση μιας κατάστασης (ο Burnham δήλωνε κιόλας πως η τεχνοκρατία είναι η ιδεολογία της «διευθυντικής κοινωνίας»· 1941) οδήγησαν στο συμπέρασμα για την «αποϊδεολογικοποίηση» της συμπεριφοράς των πολιτών γενικά ενός τεχνολογικού κράτους. Ο απολογητής της «μετα-βιομηχανικής κοινωνίας» ήταν ο ίδιος που επιχείρησε να καταξιώσει θεωρητικά και το «τέλος των ιδεολογιών». Με στόχο φυσικά ξεκάθαρο: «...υπήρξαμε μάρτυρες της εξάντλησης των ιδεολογιών του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα του Μαρξισμού» (Βell 1960). Για την πληρέστερη τεκμηρίωση βλ. Προς την «Τέταρτη βιομηχανική επανάσταση», Αθήνα 2020, σ. 218-227, 264-271, 284-304.
*Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας