«Ο τίτλος είναι όπως μια εικόνα», λέει η Κατερίνα Δρομπούρα. «Αυτοί που έφυγαν από τα βουνά της Δεσκάτης, που έχουν υψόμετρο πάνω από 1.000 μέτρα, κατέβηκαν στα ανθρακωρυχεία σε βάθος των 1.000 μέτρων.
Από τον καθαρό αέρα, από μια κορυφή κοντά στον ουρανό και τον ήλιο πήγαν στο βάθος το κατάμαυρο, στο κάρβουνο, στα βάθη της γης, σκοτεινά και επικίνδυνα. Ολοι τους δούλεψαν στο βάθος, κόβοντας κάρβουνο και αναπνέοντας σκόνη. Υστερα μερικοί πήγαν στα εργοστάσια.
Παρ’ όλα αυτά το θεωρούσαν ευλογία, γιατί έτσι βγήκαν από τη φτώχεια και την ανέχεια με ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον».
Με αυτά τα λόγια της η Κατερίνα Δρομπούρα τα λέει όλα. Και όσοι από τους 89 Δεσκατιώτες, στην πλειονότητά τους αγρότες που μετανάστευσαν από το 1957 έως το 1970 στο Βέλγιο, κατέβηκαν από το υψόμετρο των 860 μέτρων, από το χωριό, τότε, το κρυμμένο στο κενό που αφήνουν οι οροσειρές των Χασίων και των Καμβουνίων, μιλούν αβίαστα, σεμνά και ταπεινά σε έναν δικό τους άνθρωπο για μια αβίωτη ζωή που τους ανάγκασε να κατέβουν στις στοές, στα 500, 800 και βάλε μέτρα κάτω από τη γη. Εκεί που «ζει» ο άνθρακας, το κάρβουνο, το επίδικο που έφερε το Βέλγιο στην καρδιά δύο παγκόσμιων πολέμων.
Οι άνθρωποι, η φτωχολογιά από ένα χωριό, ανάμεσά τους πολλοί αριστεροί, «σταμπαρισμένοι» για τις σχέσεις
τους με τους αντάρτες, μίλησαν στην Κατερίνα Δρομπούρα όπως μιλούν σε έναν δικό τους άνθρωπο. Γιατί η συγγραφέας είναι δικός τους άνθρωπος.
«Η ιδέα μού ήρθε αβίαστα και αυθόρμητα», λέει στην «Εφ.Συν.» η Κατερίνα. «Ενιωσα την ανάγκη να περπατήσω στα βήματα των γονιών μου που έφυγαν όπως τόσοι άλλοι από ένα ορεινό χωριό, τη Δεσκάτη, για το Βέλγιο. Συνάντησα συνομήλικους των γονιών μου, μεγάλης ηλικίας τώρα, και ήθελα να ακούσω τις ιστορίες τους. Ηθελα και να τις μοιραστώ. Ετσι γεννήθηκε η ιδέα να γίνει βιβλίο για να μείνει ένα αποτύπωμα αυτών των ανθρώπων.
Να μαθευτεί τι απέγιναν, πώς έζησαν, πώς τα κατάφεραν, πως πάντα είχαν μια βαθιά επιθυμία να κρατήσουν τις ρίζες τους στο χωριό. Αυτό τους έδινε κουράγιο να συνεχίσουν, να ονειρευτούν, να ελπίζουν. Μέσα από τις διηγήσεις τους έκαναν έναν απολογισμό της ζωής τους, τον μοιράστηκαν με σκοπό να μαθευτεί. Πήρε αξία η ζωή και ο αγώνας επιβίωσής τους στην ξένη χώρα».
Γεννήθηκε στο Βέλγιο το 1958 από Δεσκατιώτες που έφτασαν εκεί το 1957. Μεγάλωσε στο Αουτάλεν (Houthalen) στο Λιμβούργο, φλαμανδόφωνη περιοχή του Βελγίου, όπου μια παράγκα περίμενε κάθε μια οικογένεια όταν έφτανε ύστερα από μήνες και η μάνα με τα παιδιά από το χωριό. Ο ένας έφερνε τον άλλον. Πάντα κάποιος τους περίμενε.
Οι περισσότεροι έφτασαν ύστερα από ταξίδι ημερών (Δεσκάτη - Αθήνα για τους γιατρούς κι από εκεί στο Μπρίντιζι με καράβι, ύστερα με τρένο στη Λιέγη κι από εκεί στο Βερβιέ). Από τα 89 άτομα, τα 40 επέστρεψαν στη Δεσκάτη αρκετά γρήγορα, επειδή δεν άντεξαν τις συνθήκες εργασίας στο βάθος ή επειδή δεν είχαν την οικογένειά τους μαζί και έπρεπε να γυρίσουν να τη φροντίσουν. Αλλοι ρίζωσαν εκεί. Μεγάλωσαν και σπούδασαν τα παιδιά τους και επέστρεφαν στο χωριό «με την κούρσα και δώρα» για συγγενείς. «Σαράντα εννέα άτομα έμειναν στο Βέλγιο πάνω από 10 χρόνια... Εξι από τα 19 ζευγάρια άφησαν ένα ή και δύο παιδιά στη Δεσκάτη, σε παππούδες και γιαγιάδες.. 24 άτομα δεν ζουν πια...»
Λιτές και δυνατές οι 58 μαρτυρίες του βιβλίου, στην πλειονότητά τους γυναικών, μια και οι περισσότεροι άνδρες έχουν πεθάνει.
Πρώτη μαρτυρία αυτή της Γιαννίτσας Δρομπούρα, μητέρας της Κατερίνας. Λόγια που συνθέτουν τη μαγιά σεναρίου για ντοκιμαντέρ. Συγκινητικές οι εικόνες στις οποίες οδηγούν οι αφηγήσεις, όχι τόσο για τα βάθη στις στοές, τη μαυρίλα, τον φόβο στις γαλαρίες ή την αμηχανία και μοναξιά στα ξένα, αλλά για τα κινηματογραφικά πλάνα που αβίαστα σκηνοθετεί ο αναγνώστης όταν «βλέπει» τη ζωή των ανθρώπων στη Δεσκάτη.
Κι ίσως σε αυτό βρίσκεται η ιδιαιτερότητα αυτής της συγγραφικής προσπάθειας: δεν είναι ο στόχος της να καταγράψει τη ζωή στο Βέλγιο, όσο τη διαδρομή από το χωριό, τις συνθήκες ζωής στις αρχές της δεκαετίας του 1960, την ορφάνια και την ανέχεια που έκανε τη δουλειά στις στοές να μοιάζει με ξέφωτο, κι ας ήταν όλα τόσο σκοτεινά κάτω από τη γη.
«Στα χαμηλά, μικρά σπίτια, τα περισσότερα λασπόσπιτα. Χωρίς νερό, χωρίς ρεύμα, και η τουαλέτα μια γούρνα έξω». Είναι σαν να είσαι εκεί, στη Δεσκάτη. Στους γάμους τους «οι βέρες ήταν ψεύτικες... Κανονικές βέρες αγόρασαν πολύ αργότερα στο Βέλγιο». Στον χωρισμό με τα παιδιά τους που τα μεγάλωναν οι γιαγιάδες στο χωριό. Στα προξενιά που περίμεναν τις αδελφές που έφταναν στο Βέλγιο, «την Κυριακή πήγα και την Τετάρτη μού έφεραν τον γαμπρό».
Γιατί «στα είκοσι έξι της δεν είχε ακόμη παντρευτεί». Στο χωριό «ήθελαν προίκα και ο πατέρας μου δεν είχε ούτε μουλάρι ούτε λίρες ούτε χωράφια. Οταν οι γονείς είχαν ένα αρνί, μια κατσίκα, τα άλλαζαν και μπορούσαν να παντρέψουν την κόρη τους. Οσοι δεν είχαν, τα κορίτσια έμεναν ανύπαντρα»... Μια περιφερειακή Ελλάδα μετεμφυλιακή, στεγνή από ευκαιρίες για εκείνους που δεν είχαν κτήματα, ζώα ή αναγκάστηκαν κατατρεγμένοι από το κυνήγι των πιστοποιητικών φρονημάτων να φύγουν.
Ενα κουμπί στο χέρι
«O πατέρας του Σωκράτη ήταν ράφτης, είχαν μελίσσια, πρόβατα. Βρίσκονταν καλά. Στον εμφύλιο τους τα έκαψαν όλα, καταστράφηκαν. Ο πατέρας του έφυγε στη Ρωσία, όπου και πέθανε. Η μάνα του και ο αδελφός της πήγαν φυλακή στη Μακρόνησο... Ο Σωκράτης και η Τσιβούλα αρραβωνιάστηκαν το 1958...
Ο γάμος έγινε στο σπίτι του Σωκράτη. Το πρωί, όταν ήλθαν οι συγγενείς και οι γειτόνισσες να πάρουν πίσω αυτά που δάνεισαν για το τραπέζι, δεν έμεινε τίποτε. Μόνο μια κατσαρόλα και τέσσερα πιάτα. Αυτά ήταν τα γαμήλια δώρα. Τη Δευτέρα μετά τον γάμο, κάναμε τραπέζι στους κουμπάρους και οι συγγενείς έδιναν κέρματα για κέρασμα. Ενας μπάρμπας μου μού έβαλε ένα κουμπί στο χέρι, δεν είχε τίποτε άλλο να δώσει».
(Ο Σωκράτης Ράτζας γεννήθηκε στη Δεσκάτη το 1936 και απεβίωσε στις Βρυξέλλες τον Φλεβάρη του 2012.)
Μαρτυρίες
Και ο φόβος; Πού χάθηκε ο φόβος στα έγκατα της γης;
«Αν φοβόμουν που κατέβαινα; Eνα περίεργο πράγμα! Χτυπούσες και δεν πονούσες! Οταν κατέβαινες κάτω, το μυαλό σαν να χανόταν, σαν να ζαλιζόσουν. Ηταν το αέριο που έβγαζε. Ερχονταν συχνά επιστάτες να ελέγξουν. Οταν αναβόσβηνε το φως σήμαινε ότι είχε πολύ αέριο και τότε μας έβγαζαν έξω και περιμέναμε να φύγει το αέριο». (Ο Ηλίας Βάσσος γεννήθηκε στη Δεσκάτη το 1937. Στην οικογένειά του ήταν πέντε παιδιά.)
- «Oταν δούλεψα στα νταμάρια στον Τύρναβο, ήταν πιο επικίνδυνα. Πολλοί έπεφταν, τραυματίζονταν ή σκοτώνονταν. Τότε ήμασταν χειρότερα, ήμασταν άπλυτοι, νηστικοί, στο κρύο, χωρίς προστασία, χωρίς ασφάλιση. Στο ανθρακωρυχείο είχαμε γάντια, κράνος, στολή, πλενόμασταν κάθε μέρα επιτόπου, είχαμε καλό μεροκάματο. Στο σπίτι είχαμε φως, νερό, καθαριότητα... Γιατί να φοβηθούμε; Αν είναι να σε βρει, σε βρήκε!» (Ο Γιώργος Ντόβας έφυγε για το Βέλγιο το 1962 με σκοπό να μείνει λίγα χρόνια. Δούλεψε 23 χρόνια στο ανθρακωρυχείο του Αουτάλεν. Απεβίωσε τον Νοέμβριο του 2018 σε ηλικία 88 ετών. Πρόλαβε κι έκανε τις τελευταίες διακοπές του στο χωριό που τόσο λαχταρούσε.)
«Κάτω ήταν χάος και η δουλειά σου ήταν να σκάβεις. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτε. Δεν φοβήθηκα. Ολοι έλεγαν να μείνουν λίγα χρόνια και να φύγουν. Εγώ είπα δε φεύγω από εδώ. Πού να πάω να δουλέψω με τον ντενεκέ;» (Ο Χρόνης δούλεψε 20 χρόνια στο... βάθος.)
«Φοβόμουν που κατέβαινε στο βάθος. Είχε σκοτωθεί και ο “Tζάργκας” [Βασίλης Στέφος]. Ηταν πολύ επικίνδυνη η δουλειά. Γι’ αυτό φύγαμε»... (Ο Mίμης Διαμαντής... «Με παρότρυνση του πατέρα μου αποφάσισε να πάει να δουλέψει στο Βέλγιο το 1962... Τελικά έμεινε 18 μήνες».)
Με φούστα από σακιά
«Ευτυχώς μπορέσαμε και φύγαμε για το Βέλγιο». Την κάλεσε ο αδελφός της ο Επαμεινώνδας να έρθει στο Βέλγιο, στο Βερβιέ, μια μικρή πόλη κοντά στη Λιέγη. Εφυγε το 1963, 6 μήνες μετά τον Επαμεινώνδα, μαζί με την Ελένη Καμπούρη, ελεύθερη κι αυτή, η οποία πήγαινε κι αυτή στον αδελφό της, που έμενε στο Σαρλερουά. Η Ελένη είχε μια διεύθυνση πού να πάει, εγώ δεν είχα. Μου πρότεινε να πάω μαζί της και μετά κάπου θα ρωτούσαμε να μάθουμε πού μένει ο Επαμεινώνδας. Μα ποιον να ρωτήσουμε; Tι ήταν; Δεσκάτη - Πιτσούγκια;.
Oταν φτάνει το τρένο στη Λιέγη, ο Επαμεινώνδας την περιμένει στην αποβάθρα. Ανεβαίνει κι αυτός στο τρένο...
Η βαλιτσούλα που είχε πάρει μαζί της ήταν ήδη σκισμένη. Μέσα είχε και μια φούστα. Το ύφασμα ήταν από σακιά στα οποία τοποθετούσαν τη ζάχαρη που πούλαγαν χύμα στο μπακάλικο του χωριού. Αγόρασε δυο σακιά, ξέβαψε τα γράμματα που είχε απέξω, έβαψε τα σακιά κόκκινα και τα έδωσε στη μοδίστρα. Εγινε μια ωραία φούστα! Eνα χρώμα! Τι να σου πω! Με τσέπες! Με κουμπιά!» (Από την αφήγηση της Δέσποινας Δάσκαλου. Γεννήθηκε στη Δεσκάτη το 1936 και ζει στο Βέλγιο.)
Ποια είναι

H Κατερίνα Δρομπούρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βέλγιο και εργάστηκε εκεί ως κοινωνική λειτουργός. Είναι μητέρα δύο κοριτσιών και σήμερα ζει στην Αυλίδα. Ο σύζυγός της, Γιώργος Ντάσσης, υπήρξε μετανάστης και συνδικαλιστής των βελγικών συνδικάτων για πολλά χρόνια.
Μια μνήμη από την επίσκεψη στο ανθρακωρυχείο «Bois du Cazier»
Tην άνοιξη του 2017, η Ελληνική Κοινότητα Βρυξελλών διοργάνωσε μια επίσκεψη στο ανθρακωρυχείο «Bois du Cazier», που ιδρύθηκε στις αρχές του 1800. Στην περιοχή, που είναι στα όρια της πόλης του Charleroi, είχε εντοπιστεί και το μεγάλο κοίτασμα του Λιμβούργου κι ήταν εκεί που τον Αύγουστο του 1956 σε μια πρωτοφανή τραγωδία, που στοίχισε τη ζωή σε 262 ανθρακωρύχους, έχασαν τη ζωή τους και έξι Ελληνες.
Είχα την ευκαιρία να βρεθώ σε εκείνη την επίσκεψη που μετουσιώθηκε σε ένα προσκύνημα για τους μετανάστες του ευρωπαϊκού Νότου που έψαχναν διέξοδο από την ανείπωτη φτώχεια των πόλεων και χωριών τους, να δω τις ράγες και τα βαγονέτα και να νιώσω έστω και για λίγα λεπτά την αγωνία αυτών που κατέβαιναν στις γαλαρίες. Μαζί μας ήταν και δυο παλιοί ανθρακωρύχοι.
Δεν συγκράτησα τα ονόματά τους, με την αυταπάτη ότι κάποτε θα συνέχιζα το ρεπορτάζ. Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ την αφήγηση του ενός εκ των δύο για τα μέτρα προφύλαξης. «Κάτω στις στοές είχαμε καναρίνια. Εάν τα καναρίνια έδειχναν ζαλισμένα, σήμαινε ότι υπήρχε διαρροή αερίου. Και τα ποντίκια. Εάν έτρεχαν τρελαμένα, καταλαβαίναμε ότι υπήρχε πρόβλημα με το αέριο. Ομως, πολλές φορές έτρωγαν το φαΐ μας. Παίρναμε ταρτίνες με λίπος και αχλάδι».
Χρ. Κ.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας