«Αισθάνομαι τον εαυτό μου όλο και περισσότερο Βραζιλιάνα. Θέλω να γίνω η ζωγράφος της χώρας μου. Πόσο ευγνώμων είμαι επειδή πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία στο αγρόκτημα. Οι μνήμες αυτών των χρόνων έγιναν πολύτιμες για μένα. Θέλω, στην τέχνη μου, να είμαι το μικρό κορίτσι από το Σάο Μπερνάρντο, να παίζω με κούκλες από άχυρο, όπως στο τελευταίο έργο στο οποίο εργάζομαι... Μη νομίζετε ότι αυτή η τάση αντιμετωπίζεται αρνητικά εδώ. Αντιθέτως. Αυτό που θέλουν εδώ είναι ο καθένας να φέρνει τη συμβολή της χώρας του. Αυτό εξηγεί την επιτυχία του ρωσικού μπαλέτου, των ιαπωνικών γραφικών και της μαύρης μουσικής. Το Παρίσι είχε αρκετή παρισινή τέχνη από μόνο του».
Αυτά έγραφε ενθουσιασμένη από την Πόλη του Φωτός στην οικογένειά της στη Βραζιλία τον Απρίλιο του 1923 η Tarsila do Amaral (1886-1973).
Είναι η εποχή που αναπτύσσει το μοναδικό στιλ της και περνά μέσα στις γραμμές της και στο χρώμα της τον αέρα και την αύρα της χώρας της.
Ζούσε εκείνη την εποχή στο Παρίσι, κοινωνικά προσβάσιμο σε καλλιτέχνες και συγγραφείς που βρίσκονταν στην πρωτοπορία του πολιτισμικού μοντερνισμού. Από πλούσια οικογένεια είχε το προνόμιο να μιλά γαλλικά σαν πραγματική Γαλλίδα.
Ηταν πολύ όμορφη και μοντέρνα και με ευκολία βρήκε πρόσβαση σε γιγάντιες μορφές όπως ο Πικάσο, ο Μπρανκούζι και ο Κοκτό.
Οταν μάλιστα επέστρεψε στη Βραζιλία, πραγματικά πήρε τη θέση της ως ζωγράφος της χώρας της, δημιουργώντας ένα πρωτοποριακό καλλιτεχνικό μανιφέστο της βραζιλιάνικης αισθητικής ανεξαρτησίας.
Η Tarsila, που είναι γνωστή σ’ ολόκληρο τον κόσμο απλώς με το όνομά της, αυτή την εποχή κατακτά τη Νέα Υόρκη με την πρώτη ατομική-αναδρομική έκθεσή της, για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Με τίτλο «Tarsila do Amaral: Inventing Modern Art in Brazil» (Εφευρίσκοντας τη μοντέρνα τέχνη στη Βραζιλία) αποπνέει γοητεία και προβληματισμό σε ίσο μέτρο.
Τα 120 έργα της απλωμένα στις γκαλερί του δευτέρου ορόφου προσμένουν μέχρι τις 3 Ιουνίου να μαγέψουν το κοινό.
Θα απολαύσουν οι επισκέπτες ολοκληρωμένα σχέδια και σκίτσα που απεικονίζουν τοπία, πόλεις και χωριά, αλλά επίσης ζώα και ανθρώπινες φιγούρες που έχουν την απλότητα να δίνουν εικονογραφικά ολοκληρωμένες αφηγήσεις.
Η περιήγηση είναι χρονολογική και δίνεται η δυνατότητα να εξερευνηθεί όλη η σταδιοδρομία της κορυφαίας δημιουργού.
Ετσι καθώς οι ιδέες της έπαιρναν φόρμα και αποκτούσαν βαρύτητα οι γραμμές της από τα χρωματιστά σχέδια μεταπηδούν στους πολύχρωμους καμβάδες και γίνονται ανήσυχα καλλιτεχνήματα προξενώντας προβληματισμούς για τη φυλή και την κοινωνική τάξη στην καθημερινή ζωή όλων μας.
Η έκθεση δηλώνει απερίφραστα τη διάθεση της δημιουργού που, παρά την πλούσια καταγωγή της, την εκπαίδευση και την κοσμοπολίτικη ζωή της, προβληματίζεται και δεν εφησυχάζει. Ωσπου έρχεται εκείνη η στιγμή που αποφασίζει να γίνει όπως λέει «η ζωγράφος της χώρας μου», σε μια πατρίδα όμως που έχει μια οδυνηρή ιστορία καταπίεσης, δουλείας, με τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες.
Γεννήθηκε στο Capivari, μια μικρή πόλη στην ύπαιθρο που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του Σάο Πάολο, σε μια πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων με φυτείες καφέ.
Οι γυναίκες στα τέλη του 19ου αιώνα στη Βραζιλία δεν ενθαρρύνονταν να σπουδάσουν και να ανεξαρτητοποιηθούν, παρ' όλα αυτά η Tarsila με την υποστήριξη της οικογένειάς της σπουδάζει πιάνο, γλυπτική και ζωγραφική, αποκτώντας πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Εφηβη ακόμα ταξιδεύει στη μακρινή Ισπανία με τους γονείς της και εντυπωσιάζει τους ανθρώπους εκεί, αφού έχει μαζί της σχέδια καλλιτεχνημάτων από τα μουσεία που επισκέπτεται αφού ήδη τα είχε ζωγραφίσει από τα αρχεία του σχολείου της.
Το 1920 φτάνει για πρώτη φορά στο Παρίσι και εγγράφεται στην «Academie Julian», μια ιδιωτική σχολή πολύ δημοφιλή εκείνη την εποχή στους ξένους φοιτητές (ο Τόμας Χαρτ Μπέντον και ο Γκραντ Γουντ ήταν μεταξύ των Αμερικανών που μελετούσαν τότε εκεί) και η οποία ήταν σημαντικά πιο προοδευτική στην αισθητική της από την καθιερωμένη Εθνική Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (Ecole des Beaux-Arts).
Σπούδασε με δασκάλους τούς André Lhote, Albert Gleizes και Fernand Léger, εκπληρώνοντας αυτό που ονομάζει «στρατιωτική θητεία στον κυβισμό», καταλήγοντας τελικά στο στιλ της υπογράφοντας αισθησιακά σχέδια, ζωντανά τοπία και καθημερινές σκηνές.
Ταξιδεύει συνεχώς στην πατρίδα της και από το 1922 γίνεται μέλος της ομάδας των πέντε «Grupo dos Cinco» με τους Anita Malfatti (ζωγράφος), Menotti Del Picchia (ποιητής, δημοσιογράφος και ζωγράφος), Mario de Andrade (ποιητής, μυθιστοριογράφος, μουσικολόγος, ιστορικός τέχνης και φωτογράφος) και τον πρωτοπόρο ποιητή σύντροφό της Oswald de Andrade.
Ολοι μοντερνιστές, ενδιαφέρθηκαν να αλλάξουν το συντηρητικό πνεύμα στη Βραζιλία ενθαρρύνοντας έναν ξεχωριστό τρόπο σύγχρονης τέχνης και σκέψης προωθώντας τον πολιτισμό της χώρας μέσα από τη χρήση αυτόχθονων μορφών. Απορροφούσαν το ενδιαφέρον του κόσμου για τον πρωταρχικό-παραδοσιακό χαρακτήρα και την αφρικανική τέχνη συνυφασμένο με τον μοντερνισμό εκείνης της εποχής.
Ανάμεσα στα ταξίδια της μεταξύ Γαλλίας και Σάο Πάολο μέσω του Ρίο ντε Ζανέιρο η Tarsila εκτέθηκε στον κυβισμό, τον φουτουρισμό, τον εξπρεσιονισμό και τον σουρεαλισμό.
Το 1923 ζωγράφισε το «A Negra», μια γυναικεία φιγούρα με υπερβολικά χείλη και ένα προεξέχον, σαν εκκρεμές, δεξί στήθος, που κάθεται βαριά στο έδαφος με σταυρωμένα ποδιά.
Τότε είναι που περνά η τέχνη της σε ένα άλλο επίπεδο, βρίσκοντας την έμπνευση στην ποικιλία του ιθαγενούς πολιτισμού της πατρίδας της. Από κει και πέρα τα έργα της επαινούνται και ονομάζονται εξωτικά, πρωτότυπα, εγκεφαλικά με φωτεινά χρώματα και τροπικές εικόνες, ενσωματώνοντας το σουρεαλιστικό ύφος στην «εθνικιστική» τέχνη της.
Το 1926 παντρεύεται με τον Oswald de Andrade και γυρίζουν στη Βραζιλία προσπαθώντας να υιοθετήσουν κατάλληλες ευρωπαϊκές μορφές και επιρροές για να αναπτύξουν τρόπους και τεχνικές που θα ενσωματωθούν στην τέχνη της χώρας.
Το 1928 ζωγραφίζει το περίφημο «Adaporu», που χάρισε στον Andrade για τα γενέθλιά του χωρίς τίτλο όμως.
Μια μεγάλη στιλιζαρισμένη ανθρώπινη φιγούρα με τεράστια πόδια, που κάθεται στο έδαφος δίπλα σε έναν κάκτο με έναν ήλιο σαν φέτα λεμονιού να παρακολουθεί πίσω. Ο Andrade επέλεξε τον τίτλο που σημαίνει στα ινδικά «ο άνθρωπος που τρώει».
Το 1929 ζωγράφισε το «Anthropophagy» όπου η μορφή του «Adaporu» μαζί με τη γυναικεία φιγούρα τού «A Negra» συμπλέκονται σε ένα τοπίο με κάκτους και ένα φύλο μπανανιάς ενώ ο ήλιος-φέτα λεμονιού επιμένει στο βάθος.
Οι τρεις πίνακες για πρώτη φορά επανασυνδέονται στην έκθεση του ΜοΜΑ.
Τα έργα έδωσαν την έμπνευση στον Oswald να συντάξει το περίφημο «Cannibal Manifesto» (Μανιφέστο της Ανθρωποφαγίας) με επιχείρημα ότι η ιστορία της Βραζιλίας με τον «κανιβαλισμό» άλλων πολιτισμών είναι η μέγιστη δύναμή της.
Το πρωταρχικό ενδιαφέρον των μοντερνιστών για τον «κανιβαλισμό» ως φυλετική ιεροτελεστία γίνεται ένας τρόπος για να μπορέσει η Βραζιλία να καταπολεμήσει την ευρωπαϊκή πολιτιστική κυριαρχία μετά την περίοδο της αποικίας και να βρει τη δική της ταυτότητα.
Ουσιαστικά το κεντρικό νόημά του είναι πως το μεταμορφωτικό καλλιτεχνικό κίνημα επιδιώκει πάντα να χωνέψει τις εξωτερικές επιρροές και να παράγει μια τέχνη για την ίδια τη Βραζιλία.
Το 1930 το ζευγάρι χωρίζει. Η Tarsila το 1931 ταξιδεύει στη Μόσχα και επισκέπτεται μουσεία σ’ ολόκληρη τη Σοβιετική Ενωση.
Το ταξίδι αυτό έχει μεγάλη επίδραση στη ζωή και το έργο της. Επιστρέφει στη χώρα της και από το 1932 συμμετέχει στη «Συνταγματική Αντίσταση του Σάο Πάολο» ενάντια στη δικτατορία του Getulio Vargas. Μαζί με άλλους αριστερούς συλλαμβάνεται και φυλακίζεται.
Στο υπόλοιπο της καριέρας της επικεντρώθηκε σε κοινωνικά θέματα. Ενα έργο του 1933 με τίτλο «Operários (Workers» (Εργάτες) έχει πλήθος ανθρώπων κοντά ο ένας στον άλλον, μια ιδιαίτερη τεχνοτροπία που συναντά κανείς στους Μεξικανούς καλλιτέχνες του μουραλισμού.
Επίσης τότε άρχισε να γράφει μια εβδομαδιαία στήλη τέχνης και πολιτισμού για το «Diario de Sao Paulo». Χωρίς διακοπή συνέχισε να γράφει και να ζωγραφίζει μέχρι τον θάνατό της το 1973.
Με τη γόνιμη φαντασία της και την τεράστια ευκολία στην έκφρασή της η Tarsila do Amaral έφερε με τα έργα της την ευαισθησία μέσα από μια αίσθηση μελαγχολίας και μοναξιάς, καθώς οι παραμορφωμένες φιγούρες της κοιτάζουν από τον καμβά.
Ισως να υπάρχει στα έργα της μια μορφή αυτοπροσωπογραφικής ψυχολογικής ανάλυσης, ωστόσο αναδεικνύονται οι γέφυρες ανάμεσα στον μοντερνισμό και την καλλιτεχνική παράδοση αυτής της «ποικιλόχρωμης» τεράστιας χώρας.
Info
«Tarsila do Amaral: Inventing Modern Art in Brazil», 2ος όροφος, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜοΜΑ), Νέα Υόρκη. Μέχρι 3 Ιουνίου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας