Λέγαμε στο προηγούμενο ότι, όπως επισημαίνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στο κλασικό δοκίμιο «Κριτική της Βίας», η βία θεμελιώνει αλλά και συντηρεί το δίκαιο. «Κάθε νομική πράξη δομείται με τη βία», λέει ο Ζακ Ντεριντά και ο μεγάλος Αμερικανός νομικός Ρόμπερτ Κάβερ συμπληρώνει: «Η νομική ερμηνεία εκτυλίσσεται σ’ ένα πεδίο πόνου και θανάτου».
Δεν υπάρχει νόμος αν δεν μπορεί να επιβληθεί, αν δεν αναλάβει η αστυνομία, ο στρατός και οι φύλακες να αποτρέψουν και να τιμωρήσουν τις παραβάσεις. Η δύναμη και η βία αποτελούν επομένως απαραίτητα συστατικά της έννοιας της νομιμότητας. Η βία θεμελιώνει τον νόμο αλλά ταυτόχρονα εγγυάται την επιβολή και διατήρηση του.
Η βία συντηρεί το δίκαιο
Η δικαστική κρίση και απόφαση είναι λόγος και πράξη. Ερμηνεύει το δίκαιο αλλά και επενεργεί στον κόσμο. Η καταδίκη και η απαγγελία της ποινής στο τέλος μιας ποινικής δίκης ολοκληρώνει τη νομική επιχειρηματολογία αλλά και εξουσιοδοτεί μια σειρά βίαιων ενεργειών. Ο κατάδικος οδηγείται στη φυλακή ή το ικρίωμα. Με αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους, στερούνται τα παιδιά τους και την περιουσία τους ή επιστρέφουν σε τόπους δίωξης και βασανιστηρίων.
Η θεμελιωτική και η συντηρητική βία του δικαίου διαπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται, καθώς η ερμηνεία των νόμων και η διαφύλαξη της έννομης τάξης επαναλαμβάνουν την πρωταρχική βία που δημιουργεί το δίκαιο. Η νομική ερμηνεία νομιμοποιεί το ενέργημα, η πρόταση την πράξη, το δηλωτικό εξουσιοδοτεί παρελθούσες ή μέλλουσες βίαιες ενέργειες.
Η βία εμφανίζεται σε κάθε επίπεδο της δικανικής πρακτικής. Η αρχιτεκτονική της αίθουσας του δικαστηρίου και η χορογραφία της διαδικασίας συμμαχούν για να περιορίσουν και υποτάξουν το σώμα του κατηγορούμενου. Για τον υπόδικο, η πρόσοψη τυπικότητας και αβρότητας της νομικής διαδικασίας εκφράζει μια ακατανίκητη συλλογική βία που στρέφεται εναντίον του.
Αλλά και ο σκεπτόμενος δικαστής δεν μπορεί να αποδεσμεύσει τη νομική ερμηνεία από τα βίαια αποτελέσματα της. Ο περιορισμός της αίσθησης δικαιοσύνης στο ερμηνευτικό μέρος και η παραμέληση του βίαιου μέρους της δικανικής κρίσης αποσκοπεί να προστατεύσει τους παράγοντες της δίκης από την ευθύνη για τα αποτελέσματα των αποφάσεών τους.
Η νομική κρίση εξαρτάται από τις συνθήκες επιβολής τους. Χωρίς αστυνομία, δεσμοφύλακες, φρουρούς, υπηρεσίες μετανάστευσης κ.λπ. η δικανική κρίση θα παρέμενε νεκρό γράμμα. Οι δικαστικές αποφάσεις ανήκουν τόσο σε ορίζοντα νοήματος όσο και σε οικονομία δύναμης. Η φιλοδοξία της φιλελεύθερης φιλοσοφίας να παρουσιάσει τη νομική επιχειρηματολογία ως συνεκτική και δίκαιη σκοντάφτει στην αναπόδραστη και τραγική γραμμή που διαχωρίζει όσους επιβάλλουν βία από αυτούς που την δέχονται.
Υπάρχει όμως και η βία της γλώσσας. Συχνά οι άνθρωποι κρίνονται σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουν. Ας πάρουμε τους αιτούντες άσυλο. Πρέπει να παρουσιάσουν τα βασανιστήρια που υπέφεραν σε γλώσσα που δεν μιλούν. Για τον Ζαν-Λικ Λιοτάρ, αυτή είναι η πιο ακραία μορφή αδικίας.
Η βλάβη που υπέστη το θύμα συνοδεύεται από την αποστέρηση των μέσων για να την διηγηθεί ή να την αποδείξει. Εδώ η γλώσσα αγγίζει το όριό της, καθώς οι δύο πλευρές δεν μοιράζονται κοινή ομιλία. Η πίστη ότι κάθε θύμα ή κατηγορούμενος μπορεί να μιλήσει τη γλώσσα του νόμου διαψεύδεται από τον ποιητή Tom Leonard:
Και οι δικαστές τους μίλησαν σε μια διάλεκτο,
Αλλά οι καταδικασμένοι είχαν πολλές φωνές.
Και οι φυλακές ήταν γεμάτες με πολλές φωνές,
Ποτέ όμως με τη διάλεκτο των δικαστών.
Και οι δικαστές είπαν:
Κανείς δεν είναι πάνω από τον νόμο.
Τι είναι η βία;
Δεν υπάρχει γενικός ορισμός της βίας, μιας λέξης που καλύπτει πολλές ασύνδετες καταστάσεις. Η βία της εκμετάλλευσης είναι διαφορετική από αυτήν του πολέμου, η βία της ανεργίας από αυτήν του δολοφόνου, η βία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από αυτήν των ΜΑΤ και του παιδιού με τις πέτρες. Η λέξη «βία» αποκτά νόημα μέσω των προσδιορισμών της –κρατική, εγκληματική, καπιταλιστική, επαναστατική– και της περιγραφής των αποτελεσμάτων της – σωματικός ή συμβολικός τραυματισμός, βλάβη της περιουσίας ή της αξιοπρέπειας κ.λπ.
Δεν υπάρχει λοιπόν μια κοινή ουσία που λέγεται «βία», αλλά ριζικά διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μια υπάρχουσα ισορροπία δυνάμεων διαταράσσεται από εξωτερική επέμβαση. Η χρήση της λέξης γενικά και αδιάκριτα και η «καταδίκη της βίας απ’ όπου προέρχεται» αποτελούν λόγια χωρίς νόημα, αλλά με ισχυρό κανονιστικό χαρακτήρα: κάθε βία είναι κακή, κάθε αντιβία καλή.
Η κυρίαρχη και κοινότοπη άποψη υιοθετεί τον ποινικό ορισμό της βίας. Προϋποθέτει ένα υποκείμενο (τον δράστη), μια πράξη (το έγκλημα) κι ένα θύμα (πρόσωπο ή περιουσία). Ο ορισμός επιτρέπει στο δίκαιο να αποδίδει κατηγορίες, να εξετάζει προθέσεις και αποτελέσματα και να επιβάλλει ποινές. Η συστημική βία της ανεργίας, της φτώχειας, της αρρώστιας και του απευκταίου θανάτου δεν έχει ταυτοποιημένο δράστη αλλά είναι συνέπεια πολλών άμεσων και έμμεσων παραγόντων. Η καταδίκη της «υποκειμενικής» βίας είναι υποκριτική όταν δεν καταδικάζεται και η συστημική βία.
Αλλά κάθε οργανωμένη δύναμη συναντά και συγκρούεται με μια αντι-δύναμη, κάθε δράση φέρνει αντί-δραση, κάθε ισορροπία εμπεριέχει δυνάμεις που προσπαθούν να την αποσυναρμολογήσουν. Η αντίσταση και η ανυπακοή δεν είναι εξωτερικά «ατυχήματα» ούτε κοινωνιολογικά απρόοπτα, αλλά αναπόφευκτες αντιδράσεις στην δράση της εξουσίας και στις εντολές του νόμου.
Πέντε θέσεις
1 Η αντίθεση μεταξύ βίας και νόμου είναι φαινομενική παρά πραγματική. Πρέπει να αντικατασταθεί από τη μελέτη του αμαλγάματος νόμου, εξουσίας και βίας, στο οποίο η βία παράγει και υπηρετεί τον νόμο, ενώ το δίκαιο χρησιμοποιεί την βία και αναπαράγει την εξουσία.
2 Η κρατική βία προστατεύει τα κυρίαρχα συμφέροντα και την ισορροπία δυνάμεων, αλλά ασκείται πάντα στο όνομα υψηλών αξιών όπως ο Θεός, το έθνος, η τάξη ή η ανθρωπότητα.
3 Κάθε εξουσία δημιουργεί αντι-εξουσία, κάθε βία αντι-βία, κάθε σχέση δύναμης οδηγεί σε αντίσταση. Η ιδεολογία μετατρέπει την κυρίαρχη βία σε άσκηση νόμιμης ισχύος και κάθε αντίσταση σε εγκληματική πράξη. Στη διαλεκτική εξουσίας - αντίστασης, η αιτιακή και χρονολογική συνέχεια αντιστρέφεται και το κρατικό «μονοπώλιο» βίας εμφανίζεται να αντικρούει μια πρωτογενή κοινωνική βία.
4 Οι αντιστάσεις δεν εφαρμόζουν αξίες και αρχές ούτε έχουν προβλέψιμο σημείο συμπύκνωσης. Δεν οδηγεί στην αντίσταση η ιδέα της δικαιοσύνης ή της ισότητας, αλλά η εμπειρία της αδικίας και το συναίσθημα της οργής. Η ισότητα και η δικαιοσύνη επιβιώνουν επειδή οι άνθρωποι αντιστέκονται.
5 Εχουμε δικαιώματα όχι γιατί το λένε οι νόμοι και τα συντάγματα, αλλά στο μέτρο που τα απαιτούμε και τα εφαρμόζουμε στην πράξη. Δικαιώματα διατηρούνται ή χάνονται ανάλογα με την ένταση και έκταση των αντιστάσεων.
* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας