Φέτος η Επίδαυρος δεν είναι αφιερωμένη στον Αριστοφάνη, τον Σοφοκλή και Ευριπίδη, αλλά στον σκηνοθέτη. Είναι η χρονιά που ο τελευταίος επιβάλλει στο αρχαίο θέατρο και στο κοινό την προσωπική του άποψη, το όραμα και τη δραματουργία του, παίρνοντας σαν αφορμή -ή απλώς σαν ευκαιρία...- το κλασικό έργο. Αυτή η ξαφνική μετακίνηση, «ξαφνική» γιατί σάμπως να μην την αντιληφθήκαμε σε τέτοιο βαθμό μέχρι σήμερα στο αργολικό θέατρο, είναι που προκαλεί αντιδράσεις και διενέξεις, θέτοντας κατά κύριο λόγο θέμα αρμοδιότητας αλλά και ιδιοκτησίας.
Αυτό είδαμε το τελευταίο διήμερο στην Επίδαυρο στα «Βατράχια» της Εφης Μπίρμπα -ένα θέατρο σκηνοθέτη, τέτοιο που να αψηφά και να θαμπώνει όλα τα άλλα: το ίδιο το έργο, τον συγγραφέα του, τους ρόλους, ακόμα και τους ηθοποιούς στη διανομή. Τα «Βατράχια» ήταν ένα βαρύ εξπρεσιονιστικό ανέβασμα (ένα υπερ-προσωπικό βλέμμα και μια υπερ-προσωπική μεταφορά) του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, γεμάτη με Μπίρμπα και με όλες τις προηγούμενες δουλειές της εν είδει υποσημείωσης. Οποιος τις έχει παρακολουθήσει, αντιλήφθηκε πως τα τωρινά «Βατράχια» της δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό βιβλίο, αλλά ένα νέο κεφάλαιο στη δημιουργική μέχρι σήμερα πορεία της.
Το πρώτο που επηρεάζει αυτή η προσωπική προσέγγιση είναι βέβαια το ίδιο το γένος των αριστοφανικών «Βατράχων». Τους ξέραμε για «κωμωδία» -και αληθινά και μόνο για την ικανότητά τους να σε κάνουν να γελάς, έστω και στα 405 π.Χ., στον τελευταίο χρόνο πριν από την κατάρρευση της πόλης σου, έστω βλέποντας τους πεθαμένους και νιώθοντας τα χάλια μας... το ότι σε κάνουν να γελάς εν μέσω μιας τέτοιας κοινής τραγωδίας, ναι, είναι ο βασικός λόγος που έγιναν διάσημοι... Στη θέση τους τα «Βατράχια» της Μπίρμπα είναι ένα μεταφυσικό έργο γεμάτο βαρύθυμη ποίηση και ακόμα πιο βαρύθυμη αίσθηση των ανθρωπίνων, ένα κατά βάθος και κατά πεποίθηση αγέλαστο αστείο, που άντε να σου θυμίσει Μπέκετ, πάντως κωμωδία δεν είναι.
Αυτά τα «Βατράχια» όμως παρουσιάζουν το αγαπημένο μοτίβο της σκηνοθέτριας: τη διαδρομή προς τα κάτω, μια Νέκυια κατά την οποία ο άνθρωπος και η λογική αποδομούνται και αναδομούνται πάλι ποιητικά, αυτή τη φορά με μια νέα τάξη υπερρεαλιστικής ελευθερίας. Οι «Βάτραχοι» της το προσφέρουν αυτό, είναι αλήθεια. Γι’ αυτό στην παράσταση είδαμε το «πρώτο μέρος» της σκοτεινής κατάβασης και περιπλάνησής τους στον Αδη διογκωμένο και τονισμένο με απόκοσμες εικόνες και αισθήσεις, βάζοντας όμως το «δεύτερο μέρος», του αγώνα των δύο ποιητών, σε ελλειπτική μοίρα, σφόδρα περικομμένο αλλά και δοσμένο κάπως σαν υποχρέωση.
Γιατί ο στόχος, όπως είπαμε, ήταν εξαρχής άλλος. Να τονιστεί η πορεία του ανθρώπου προς τα κάτω, προς το πηγάδι της αυτογνωσίας, σε μια δαντική (ή δονκιχωτική...) πορεία προς την κόλαση του εαυτού, που οδηγεί ωστόσο στην έξοδο της αυτογνωσίας και της σωτηρίας. Νομίζω μάλιστα πως στην οπτική της Μπίρμπα ο αληθινός πρωταγωνιστής της πορείας ήταν και το μόνο ανθρώπινο μέλος της: ο δούλος Ξανθίας. Μα ας πάρουμε ξανά τα πράγματα από την αρχή...
Η είσοδος του Διόνυσου στο θέατρο (παρατραβημένη κάπως σκηνικά θα έλεγα, αλλά ας είναι) σαν ντελάλης λουλουδιών σημαίνει την είσοδο στο θέατρο της οντολογικής του μαρτυρίας. Ο Διόνυσος είναι ο γυρολόγος της Ανοιξης και ο θεός της ενσάρκωσης, του διαμελισμού και της αναγέννησης, των στοιχείων δηλαδή που συνιστούν το θέατρο. Με αυτόν ξεκινά το θέατρο -ή μάλλον, με τη δική του ενσάρκωση ξεκινά η συγκεκριμένη παράσταση. Με ένα ρόλο που χωράει πολλούς άλλους και διάφορα θεατρικά είδη, που όμως γίνεται στο τώρα και ενώπιόν μας.
Ο Διόνυσος διαλέγει λοιπόν ενώπιόν μας για λογαριασμό του το ένδυμα ενός γελοίου, φαφλατά, «αντιθεού» Διόνυσου (κατά το: «αντιήρωα») για να σύρει από πίσω του στην περιπέτειά τον έναν αυτόν Ανθρωπο. Κι αυτός είναι ο διαρκώς φοβισμένος Ελπήνορας της αριστοφανικής Νέκυιας, ο δούλος Ξανθίας, που πρέπει να διασχίσει τον δρόμο πεζός, να κουβαλήσει τον μπόγο, να υποστεί αληθινά τον πόνο και να υπηρετήσει το αλλοπρόσαλλο ταξίδι στον άλλο κόσμο, όταν για τον θεό όλα είναι ένα περαστικό παιχνίδι και για τους νεκρούς όλα είναι μακρινά. Στο τέλος όμως η κατάληξη της περιπέτειας και το δώρο του Θεού -του αληθινού Διόνυσου, του πνευματοποιημένου στις μεταμορφώσεις του- σε εκείνον θα είναι να ξετυλίξει για λογαριασμό του τον μπόγο για να φανερωθεί τι τελικά κουβάλησε στην εσχατιά της ύπαρξης: μια πελώρια ανθρώπινη καρδιά, το κέντρο του ανθρώπου που δεν σκέφτεται αλλά νιώθει τη ζωή και τους άλλους. Αν τα «Βατράχια» είναι ένα έργο για την ποίηση, είναι γιατί καταλήγουν στην ποίηση που ανακαλύφτηκε για να μας εγκαρδιώνει καθώς προχωράμε στα σκοτεινά.
Δεν είναι αυτό το νόημα των αρχικών «Βατράχων», το ξέρω, όμως είναι και έτσι ακόμη ένα όμορφο και δυνατό νεύμα του θεάτρου μας. Η παράσταση δεν είναι διόλου εύκολη∙ δεν είναι διάφανη και σίγουρα δεν είναι «λαϊκή». Ο δικός της Αριστοφάνης δεν είναι ούτε ακριβώς πολιτικός, μα ούτε και καθαρά «ποιητικός». Πρόκειται για έναν Αριστοφάνη που διαρρέει στη δημιουργική φαντασία του σύγχρονου καλλιτέχνη, μπολιάζοντας την Επανάσταση με Ανοιξη και αντιστρόφως. Σαν τα συνθήματα του Μάη του ’68.
Γνωρίζω λοιπόν ότι η παράσταση απιστεί με πεποίθηση απέναντι σε πολλά που συγκροτούν την «παράδοση», όπως λέγεται, του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο. Ομως μια αναφορά στην ποίηση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου πώς αλλιώς θα έβρισκε τον δρόμο να ακουστεί; Και πώς αλλιώς θα «επέστρεφε» μέσω του Διόνυσου πίσω στο φως όπου ανήκει;
Ναι, είναι μια μελαγχολική και, όπως είπαμε, βαρύθυμη πρόταση. Που μας στερεί μεγάλο μέρος του κεφιού που μας έχει συνηθίσει ο αρχαίος κωμικός. Και μας ξαφνιάζει με την απόδοση των ρόλων από τους ηθοποιούς. Περιέργως δύσκολα αναγνωρίζει κανείς ακόμα και τον Αρη Σερβετάλη στον Διόνυσο, καθώς αυτός διαλύεται σωματικά και ακροβατεί κάνοντας το σώμα του διάφανο. Στη θέση του Διόνυσου μάλλον βλέπουμε έναν περφόρμερ που παίζει με τον «διάφανο» εαυτό του. Ο Μιχάλης Σαράντης φέρει τον καημό του Ανθρώπου που ζεύτηκε την καρδιά του και τη σεργιανάει στον Κάτω Κόσμο. Χαίρεται και αστειεύεται με τα χαζά αστειάκια του, ονειρεύεται με τα μικρά όνειρά του και παίζει εν ου παικτοίς το παιχνίδι των θεών. Ομως είναι αυτός που θα σκαρφαλώσει στο τέλος πάνω στην καρδιά σαν φύλακας στα τείχη. Και είναι εκείνος που θα υπερβεί το θέατρο για να διαφύγει από αυτό. Ετσι είναι, από αυτόν τον «δούλο» ξεκινά η Σωτηρία μας.
Οι υπόλοιποι είναι μέρη του ολικού θεάτρου και κατά κάποιον τρόπο τα αόρατα μέλη του. Ο «Αισχύλος» του Ξάφη και ο «Ευριπίδης» του Λιάτσου ανήκουν στο δεύτερο μέρος, του αγώνα, που όπως είπαμε δυστυχώς υπολείπεται δραματουργικά (οι ίδιοι υποστηρίζουν και τους ρόλους του Αιακού και του Ηρακλή αντίστοιχα). Ο «Χάροντας» του Μιχάλη Θεοφάνους είναι ικανοποιητικός. Η Ηλέκτρα Νικολούζου σαν «Αγγελιοφόρος» των «Βακχών» και η Μαίρη Μηνά σαν «Κλυταιμνήστρα» στον «Αγαμέμνονα» είναι κι οι δύο απόλυτα επαρκείς, έστω και αν η ερμηνεία τους βρίσκεται εντός ενός μάλλον άχαρου «ρεσιτάλ» ερμηνείας. Χορός κανονικός δεν υπάρχει. Στη θέση του βρίσκεται ένας θίασος, ο οποίος κάνει άλλοτε τα βατράχια, άλλοτε τους μύστες του Βάκχου κι άλλοτε τη διαιρεμένη σε πολλαπλά είδωλα «Πλαθάνη». Αυτός αναλαμβάνει να επιτελέσει το Μυστήριο: Αργύρης Ξάφης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Εκτορας Λιάτσος, Μιχάλης Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη και Κυριάκος Σαλής.
Και το Μυστήριο αυτό λέει: ταξίδι προς τα κάτω, στο απόλυτο σκοτάδι. Και μετά έξω στο φως. Ενας Διόνυσος οδηγεί τον δούλο του Κυρίου. Και εκείνος σώζει τον Διόνυσο με την καρδιά του. Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Σύσσημον.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας