Μια μέρα σε ένα παλαιοπωλείο. Τρεις άνθρωποι ξεχασμένοι από όλους ζουν και δρουν στο κοινωνικό περιθώριο. Κάνουν τα πάντα για να πιάσουν «την καλή» με αφορμή ένα σπάνιο νόμισμα υποτιθέμενης μεγάλης αξίας, αλλά βυθίζονται στην απατηλή ματαιότητα του αμερικανικού ονείρου. Μιλούν για τη φιλία και τους άγραφους νόμους της μεταξύ ανδρών όπου απαγορεύεται κάθε ανθρώπινο συναίσθημα. Σατιρίζουν την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος. Σχεδιάζουν μια διάρρηξη η οποία δεν γίνεται ποτέ.
Μετά το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς, που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Εθνικό Θέατρο τον χειμώνα, ο Θανάσης Σαράντος αναμετριέται με ακόμη ένα εμβληματικό έργο που πραγματεύεται την αναζήτηση της επιτυχίας και την απατηλή ματαιότητα του αμερικανικού ονείρου. Ο περίφημος «Αμερικανικός Βούβαλος», το πιο δημοφιλές θεατρικό του Ντέιβιντ Μάμετ, έκανε πρεμιέρα στις 16 Μαΐου και για μόνο 15 παραστάσεις ανεβαίνει στο θέατρο «Φούρνος» στην αναθεωρημένη μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου.
Ο Μάμετ, σε αυτήν τη σύγχρονη τραγωδία που μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ, παρακολουθεί μία ημέρα τριών ανδρών (Χριστόδουλος Στυλιανού - Ντον, Πάρης Σκαρτσολιάς - Μπομπ, Θανάσης Σαράντος - Δάσκαλος) που ζουν εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμο του εύκολου κέρδους.
Κρατώντας την εποχή και την ατμόσφαιρα του έργου (είναι γραμμένο το 1975), σε ένα σκηνικό που μοιάζει βγαλμένο από ένα σκληρό, ρεαλιστικό παραμύθι, ο Θανάσης Σαράντος παραδέχεται πως πηγή έμπνευσής του υπήρξε η θρυλική παράσταση του Τάσου Μπαντή – που αργότερα έγινε δάσκαλός του. «Με αυτό το έργο τον γνώρισα. Με είχε τόσο γοητεύσει τότε που ήταν σαν να φοβόμουν να αναμετρηθώ μαζί του», λέει.
«Εβλεπα μια υπέροχη ατμόσφαιρα και μια ενδιαφέρουσα κοινωνία, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν καταλάβαινα τι ακριβώς σηματοδοτούν όλα αυτά. Εκτοτε συνειδητοποίησα πως πίσω από τη μάτσο συμπεριφορά των τριών αυτών πρωταγωνιστών κρύβονται μοναχικοί άνθρωποι με χίλια ανοιχτά θέματα. Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι με αυτή τη σημερινή παράσταση, που αφιερώνω στον Μπαντή, είναι σαν να κλείνω τους λογαριασμούς με το παρελθόν».
Ο ίδιος έχει ζήσει από νεαρός την αμερικανική κοινωνία. Ξέρει πως μπορεί να σε γοητεύσουν οι προσδοκίες που σου δημιουργεί αλλά και να σε διαλύσουν οι ματαιώσεις της. «Επισκέφθηκα στα 18 πρώτη φορά την Αμερική και έπρεπε να κάνω δυο δουλειές για να πληρώσω απλώς το ενοίκιο και να επιβιώσω στοιχειωδώς, καθώς δεν υπήρχαν χρήματα από το σπίτι. Ηταν μια περίοδος που με ωρίμασε πολύ γρήγορα γιατί έπρεπε να ζήσω. Η Αμερική παραμένει με έναν τρόπο η χώρα των ευκαιριών, χωρίς να σημαίνει πως όσοι δουλεύουν σκληρά μπορούν να επιτύχουν. Είναι μια κοινωνία λοταρία που δεν ξέρεις αν θα σου κληρώσει».
● Πώς βλέπετε, λοιπόν, τους τρεις ήρωές σας;
Τρεις μικροαπατεώνες που μεταξύ τους έχουν συγκροτήσει μια ιδιότυπη οικογένεια, σε έναν χώρο που θυμίζει γιάφκα. Υπάρχουν λοιπόν αυτές οι τρυφερές σχέσεις που πολύ συχνά μετατρέπονται σε ζούγκλα και στο τέλος καταφέρνουν ξανά να συνυπάρχουν. Οπως ακριβώς και τα μέλη μιας οικογένειας.
● Εξω από αυτή την οικογένεια τι υπάρχει;
Χρονικά βρισκόμαστε αμέσως μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ, σε μια κοινωνία λαβωμένη από την ήττα που προσπαθεί να βρει τη φωνή της, σε μια εποχή που ο Μάμετ έπαιζε ο ίδιος χαρτιά σε μια λέσχη σαν αυτή που περιγράφεται στον «Αμερικανικό Βούβαλο». Ξέρει λοιπόν πολύ καλά το περιθώριο, τον τρόπο που μιλάνε, την αργκό τους, τον αγώνα επιβίωσης. Ηταν σαν να ζούσε σε αυτό το περιβάλλον τη δεύτερη ζωή του. Συχνά αισθάνομαι πως οι διάλογοι του έργου μοιάζουν με ηχογραφήσεις των περιπετειών του ή ότι βάλαμε αυτούς τους τρεις άνδρες σε αυτό το κλουβί, σαν ποντίκια που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε πειράματα.
● Ενας σημερινός «αμερικανικός βούβαλος» για ποιες ματαιώσεις θα μιλούσε;
Δεν έχει αλλάξει κάτι εδώ και 47 χρόνια. Ισα ίσα που θεωρώ ότι σε κάποια πράγματα είμαστε πολύ χειρότερα. Με τα ίδια πειράματα δεν θα μπορούσαν να κάνουν την επόμενη δουλειά τους οι μεγαλοεπιχειρηματίες σήμερα;
● Σας ήταν ποτέ ελκυστική αυτή η αναζήτηση ενός επαγγελματικού ονείρου;
Η ζωή μου δεν είναι πλέον επικεντρωμένη γύρω από την τέχνη του θεάτρου. Εχω φύγει από το τριπάκι αυτό. Προφανώς και κάθε φορά που ανεβάζω μια παράσταση θέλω να με γεμίζει και να με αφορά, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να μιλήσει σε κανέναν. Αλλά νιώθω πλέον τρομερά ξεπερασμένο να είσαι καριερίστας, όταν γύρω σου η κοινωνία δεν ελπίζει σε τίποτα. Αυτό το αέναο κυνήγι της επιτυχίας στέρησε πολλά χαμόγελα και ουσιαστική ποιότητα από τη ζωή μας.
● Το θέατρο δεν είναι ένα αντίβαρο σε όλα αυτά;
Για μένα ναι, αλλά ποτέ δεν πίστεψα ότι ανεβαίνω επάνω στη σκηνή για να δώσω λύσεις για τη ζωή κάποιου. Θέτουμε ερωτήματα κι ενδεχομένως δίνουμε το ερέθισμα για να σκεφτεί κάποιος τη ζωή του. Μόνο όμως αν θέλει εκείνος να την αλλάξει, και θα βρει τη λύση.
● Η επικρατούσα πολιτική ορθότητα πώς επηρέασε αυτή τη σχέση;
Δυστυχώς έχει σχεδόν επιβληθεί, με την έννοια ότι αν κάποιος τολμήσει να έχει διαφορετική άποψη οδηγούμαστε στο cancel culture. Το κοινωνικό σύνολο όπως και τα social media δεν μπορούν να αποφασίζουν για τις τύχες των ανθρώπων. Αφενός γιατί δεν μπορούν οι άνθρωποι να παραδίδονται στον όχλο, αφετέρου γιατί συχνά γίνονται πράγματα με μια επίφαση απόλυτα υποκριτική.
● Η θύελλα του #ΜeΤoo που χτύπησε το ελληνικό θέατρο τι αποτύπωμα άφησε;
Ηταν ένα βήμα απολύτως απαραίτητο, με την έννοια ότι από κανέναν δεν ήταν αποδεκτή αυτού του είδους η πατριαρχία, ότι υπήρχαν δηλαδή κάποιοι κρυμμένοι πίσω από ένα ιερό όνομα ή έναν τίτλο τον οποίο όλοι αντιμετώπιζαν ως ιερή αγελάδα. Αυτό κάπως έχει ξεπέσει. Κι ευτυχώς. Από την άλλη, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε άλλες στρεβλές καταστάσεις.
Στο ελληνικό θέατρο, για παράδειγμα, υπάρχουν «πατριαρχίες» για τις οποίες δεν τολμάει κανείς να μιλήσει. Ανάμεσα σε αυτές και το γεγονός ότι όλα (από ευκαιρίες, παραστάσεις μέχρι κρατικά πόστα) ανακυκλώνονται γύρω από τους ίδιους 20-30 καλλιτέχνες. Και το λέω αυτό εγώ, που μόλις ολοκλήρωσα μία από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις φέτος στο Εθνικό Θέατρο. Νομίζω κάποια στιγμή πρέπει να ανοίξουμε αυτή την κουβέντα και να δούμε –αν μη τι άλλο– πόσες ευκαιρίες είχε καθένας μας σε αυτή την ελληνική θεατρική πραγματικότητα.
📌 ΙNFΟ: «Αμερικανικός Βούβαλος», του David Mamet. Θέατρο Φούρνος, Μαυρομιχάλη 168
Μετάφραση: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθεσία - Φωτισμοί: Θανάσης Σαράντος
Σκηνικό - Κοστούμια: Αση Δημητρολοπούλου
Μουσική - Ηχοι: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης.
Παίζουν με σειρά εμφάνισης: Χριστόδουλος Στυλιανού (Ντον), Πάρης Σκαρτσολιάς (Μπομπ), Θανάσης Σαράντος (Δάσκαλος)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας