Είναι μόνο 28 χρόνων, το «Δικαστήριο» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του κι έχει αποσπάσει 23 διεθνείς διακρίσεις: ο λόγος για τον Τσαϊτάνια Ταμάν, που συστήθηκε στον κόσμο στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας κι έφυγε με το Βραβείο των Οριζόντων, το Βραβείο Λουίτζι ντε Λαουρέντις πρώτης ταινίας κι ένα «συμβόλαιο» με το κινηματογραφικό σύμπαν ότι θα συνεχίσει να του χαμογελά.
Σε μια χώρα σαν την Ινδία, που παράγει περίπου 1.000 ταινίες τον χρόνο, τεράστιες παραγωγές με σημαντικές εμπορικές επιτυχίες που καλύπτουν την ανάγκη του κοινού για σινεμά, το να κάνεις μια μικρή, καλλιτεχνική ταινία είναι ούτως ή άλλως κατόρθωμα. Πόσω μάλλον αν η ταινία καταφέρει να διακριθεί διεθνώς, να αποτελέσει την πρόταση της Ινδίας για τα Οσκαρ και να πουληθεί σε όλες σχεδόν τις αγορές του κόσμου. Ακόμα δυσκολότερο, όταν η ταινία αυτή θίγει ένα βαθύ πρόβλημα της χώρας, το νομικό της σύστημα, το ταξικό της σύστημα και την κρατική προκατάληψη.
Το «Δικαστήριο» παίρνει αφορμή από τη (μυθοπλαστική) δίκη ενός ακτιβιστή τραγουδοποιού, του Ναραγιανάν Καμπλέ, που κατηγορείται ότι οδήγησε έναν εργάτη του αποχετευτικού δικτύου σε αυτοκτονία. Η ταινία κινείται από το εσωτερικό του δικαστηρίου στον τεράστιο κόσμο έξω από αυτόν, στην πολύβουη, μη τουριστική πλευρά της Μουμπάι, μέσα από την καθημερινότητα, τις ιδιωτικές ζωές του δικηγόρου και της δημόσιας κατηγόρου, καταδεικνύοντας το πώς η προσωπικότητα εκείνου που ερμηνεύει τον νόμο διαμορφώνει και το αποτέλεσμα μιας δίκης – και το αντίστροφο.
Ο Ταμάν εμπνεύστηκε την υπόθεσή του από την πραγματικότητα: από την ιστορία του Τζιτέν Μαραντί, ενός ακτιβιστή τραγουδιστή από τη βόρεια Ινδία, που κατηγορήθηκε άδικα και καταδικάστηκε σε θάνατο, κι από τις αληθινά φρικτές συνθήκες εργασίας των εργατών του αποχετευτικού δικτύου, που κάνουν την επιβίωσή τους άθλο. Τα υπόλοιπα, τα συμπλήρωσαν η ζωντανή φαντασία του, τα βιώματά του και η τόλμη του πρωτάρη.
Ο σκηνοθέτης είναι γέννημα-θρέμμα της Μουμπάι και, όπως μας λέει, το να δείξει την εικόνα της πόλης όπως την ξέρουν οι ντόπιοι αλλά ποτέ δεν την ανακαλύπτουν οι τουρίστες ήταν ένας από τους βασικούς στόχους του. «Η Μουμπάι είναι μια πολυάσχολη, χαοτική πόλη, γι’ αυτό κι είναι πολύ ακριβό και πολύ δύσκολο να κάνεις γύρισμα εκεί» εξηγεί ο Ταμάν. «Ομως αποφάσισα ότι γι’ αυτήν την ταινία χρειαζόμασταν, όσο δύσκολο κι αν είναι, να έχουμε τον απόλυτο έλεγχο των πραγματικών τοποθεσιών όπου εκτυλίσσεται η ιστορία.
Ηταν μια ευκαιρία να δείξουμε την αληθινή Μουμπάι, όχι τα “γραφικά” σημεία της μόνο. Εχω μεγαλώσει σ’ αυτήν την πόλη και τη γνωρίζω από μέσα κι απ’ έξω. Ξέρω την ποικιλία της, ξέρω πώς αλλάζει διαρκώς, κάθε μέρα - κτίρια φεύγουν, άλλα έρχονται στη θέση τους, κάποιες γειτονιές της χάνονται για πάντα.
Διαλέξαμε πολύ συγκεκριμένα τις περιοχές και, ιδιαίτερα, το χρώμα τους: ο κόσμος της δημόσιας κατηγόρου είναι χρωματιστός, ποπ, γιατί είναι η λαϊκή Μουμπάι του σήμερα, έτσι όπως τη γνώρισα κι εγώ μεγαλώνοντας με τις βόλτες που με πήγαινε η μητέρα μου, να ψωνίσουμε, να με πάει στο σχολείο. Ο κόσμος του δικαστηρίου είναι η Μουμπάι του ’90. Αυτό που κάναμε ήταν ότι περιπλανηθήκαμε πολύ με την κάμερα, τραβούσαμε υλικό της πόλης και μετά το ταιριάζαμε στην κατάλληλη σκηνή. Το μόνο για το οποίο χρησιμοποιήσαμε σκηνικό ήταν το εσωτερικό του δικαστηρίου, η αίθουσα όπου εκδικάζεται η υπόθεση».
Παρότι στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται η κριτική για το καφκικό, ανεδαφικό νομικό δίκαιο, ένα ξεκάθαρο πολιτικό σχόλιο, η ανάπτυξή της κινείται στους ρυθμούς όχι του κατηγορούμενου, αλλά των δύο δικηγόρων. Ενώ η τάση του θεατή, αρχικά, είναι να σταθεί δίπλα στον υπερασπιστή του Καμπλέ, τα ομορφότερα κομμάτια του παζλ συμπληρώνει η ζωή της δημόσιας κατηγόρου τις ώρες που δεν δουλεύει.
«Η αρχική μου ιδέα ήταν η δημόσια κατήγορος να είναι άντρας» εξηγεί ο Ταμάν. «Συνειδητοποίησα σταδιακά όμως ότι η ταινία γινόταν πολύ “αντρική”, δεν ήταν αυτή η αίσθηση που ήθελα να δώσω και την άλλαξα, την έκανα γυναίκα. Κι άλλαξε μαζί της κι όλη η υφή της ταινίας. Οι γυναίκες έχουν έναν εκπληκτικό συνδυασμό λογικής, πραγματισμού, μαζί με μεγάλη ευαισθησία κι ενσυναίσθηση, έναν συνδυασμό πολύ δυνατό, που τον έζησα κι από τη μητέρα μου. Μια τέτοια προσωπικότητα κάνει ένα σενάριο πιο σύνθετο, πιο πλούσιο».
Μέσα στον δαίδαλο της υπόθεσής του, ο Ταμάν δεν χάνει ευκαιρία να παρεισφρήσει με αιχμηρό χιούμορ: «Η ταινία έχει χιούμορ, γιατί προτιμώ κι εγώ να βλέπω τον κόσμο με χιούμορ. Επιπλέον, όσο επισκεπτόμουν τα δικαστήρια, κάνοντας έρευνα για την ταινία, διαπίστωσα ότι επικρατούσε μια κατάσταση του παραλόγου, να φανταστείτε, είδα και σκηνές που παραήταν αστείες για να τις συμπεριλάβω στο σενάριο! Για τους ανθρώπους που βρίσκονται σ’ αυτές τις αίθουσες, είναι απλώς η καθημερινότητά τους. Αλλά αν κάνεις ένα βήμα πίσω και παρατηρήσεις όσα συμβαίνουν από απόσταση, βλέπεις το παράλογο και γελάς πικρά».
Το «Δικαστήριο», μια ταινία αμιγώς ινδική στην κατασκευή της και στην ψυχή της, βρήκε τον τρόπο να συναντήσει τους θεατές από κάθε άκρη του κόσμου, πράγμα που, όπως λέει, προκάλεσε έκπληξη και στον ίδιο τον Τσαϊτάνια Ταμάν: «Το “Δικαστήριο” είναι γεμάτο αναφορές στον δικό μας πολιτισμό, στην ταξική κοινωνία μας, τόσο πολύ που ειλικρινά πίστευα ότι εκτός Ινδίας οι θεατές θα την έβρισκαν υπερβολική ή ακατανόητη. Φαίνεται, όμως, μια και μοιάζει να αρέσει στο εξωτερικό, ότι η κοινωνική διάρθρωση σε όλες τις χώρες έχει έναν ικανό βαθμό παραλόγου ώστε να μπορεί να ταυτιστεί ο καθένας!»
Ιnfo:
«Το Δικαστήριο» προβάλλεται στις αίθουσες από την One From the Heart.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας