Ο Λοράν Καντέ είναι ο σκηνοθέτης που, περισσότερο απ’ όλους της γενιάς του, ασχολήθηκε με την πολιτική και κοινωνική κρίση της Γαλλίας: με τα εργατικά δικαιώματα και την επαγγελματική ηθική στο «Ανθρώπινος Παράγοντας», με την ανεργία στο «Ελεύθερος Ωραρίου», με την εκπαίδευση, την οικογένεια, τη διαφορετικότητα στο «Ανάμεσα στους Τοίχους» (Χρυσός Φοίνικας του 2008).
Και τώρα είναι αυτός, ο τόσο Ευρωπαίος σκηνοθέτης, που αναλαμβάνει να μεταφέρει στον κόσμο την εικόνα της σημερινής, τωρινής Κούβας, με τη νέα του ταινία, «Επιστροφή στην Ιθάκη».
Η ταινία εκτυλίσσεται ολόκληρη σε μια ταράτσα στην Αβάνα: τέσσερις φίλοι, γύρω στα 50, συναντιούνται για να καλωσορίσουν, με κουβέντα, νοσταλγία, ποτά, χορούς και συγκίνηση, τον πέμπτο της παρέας, που έφυγε χρόνια πριν, αυτοεξόριστος στην Ισπανία.
Οι τέσσερις έζησαν την Αβάνα στην «Ειδική Περίοδο» της δεκαετίας του ’90, της ανέχειας, του φόβου και επιβίωσαν τραυματισμένοι.
Η επιφυλακτικότητα απέναντι στον Αμαντέο, που «τη γλίτωσε», δεν αργεί να βγει στην επιφάνεια. Μόνο που, συχνά, τα κίνητρα των ανθρώπων και οι αιτίες των πράξεών τους υπό πίεση δεν είναι αυτά που φαίνονται.
Το κινηματογραφικό ταξίδι του Λοράν Καντέ στην Κούβα δεν είναι απρόσμενο, ο σκηνοθέτης επισκέπτεται τη χώρα σταθερά εδώ και χρόνια, αλλά το 2012 δούλεψε κιόλας εκεί για τη δική του μικρού μήκους ταινία, «La Fuente», που εντάχθηκε στο σπονδυλωτό «7 Μέρες στην Αβάνα».
Τότε ήταν που γνωρίστηκε με τον Κουβανό συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα («Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», «Αιρετικοί») και η συνάντησή τους οδήγησε στην αίσθηση αναγκαιότητας να κάνουν αυτήν την ταινία μαζί συνυπογράφοντας το σενάριο:
«Δεν έχω την υπομονή ενός ντοκιμαντερίστα», λέει ο Λοράν Καντέ. «Δεν θέλησα ποτέ να καταγράψω μ’ αυτή τη ματιά, της τεκμηρίωσης, τη ζωή στην Κούβα. Επιπλέον, καμιά φορά υπάρχει μεγαλύτερη ειλικρίνεια σ’ ένα σενάριο. Κυρίως, ένας ηθοποιός νιώθει προστατευμένος πίσω από έναν ήρωα και τολμά περισσότερα. Ειδικά αν ο ήρωας μοιάζει κοντινός του».
Η «Επιστροφή στην Ιθάκη» έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βενετίας, πιο πρόσφατα στην Ελλάδα στις Νύχτες Πρεμιέρας και αυτές τις μέρες προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τη StraDa Films.
Ο Λοράν Καντέ, ομιλητικός, ζεστός, στοχαστικά αριστερός και αφοπλιστικά ανοιχτός, μας μίλησε για το σινεμά και την πολιτική, δυο πράγματα που, για κείνον τουλάχιστον, είναι πάντα ένα.
● Γιατί διαλέξατε να αναφερθείτε στον Οδυσσέα και την Ιθάκη του στον τίτλο της ταινίας σας;
Ο τίτλος άρεσε στον Λεονάρδο Παδούρα, εκείνος επέμενε σ’ αυτόν. Ηθελε αφενός να δώσει τη διάσταση της διήγησης του Οδυσσέα, ο οποίος επιστρέφει στο νησί του και πρέπει εκεί να ξαναβρεί τη θέση του, στο νησί του. Και κατά δεύτερον ήθελε να δώσει μια παγκοσμιοποιημένη διάσταση, ουσιαστικά τι σημαίνει η εξορία, τι σημαίνει το να λείπεις από κάπου και πώς μπορείς να επιστρέψεις και να ανήκεις στον τόπο σου, στους φίλους σου, στη ζωή σου.
Η εξορία, ή η μετανάστευση, είναι έννοια συνυφασμένη πια με την κοσμοθεωρία της Κούβας, αλλά το ίδιο αρχίζει να συμβαίνει και σε πολλούς Ευρωπαίους. Ολες μου οι ταινίες έχουν μια ματιά κοινωνικοπολιτική, είναι αυτό που μ’ ενδιαφέρει κι όταν είμαι ο ίδιος θεατής. Είναι σημαντικό για μένα οι ταινίες να μας δίνουν μια εικόνα της πολυπλοκότητας του κόσμου στον οποίο ζούμε. Αυτό ήθελα να πετύχω μέσα απ’ αυτήν την ταινία.
● Ζώντας στην Ευρώπη της κρίσης, αποφασίσατε να απομακρυνθείτε και να ασχοληθείτε με την κρίση στην Κούβα, γιατί;
Ταξιδεύω στην Κούβα εδώ και 15 χρόνια, στην Αβάνα αλλά και ολόγυρα, είναι μια χώρα που με εκπλήσσει διαρκώς. Νιώθω ότι ποτέ δεν τη γνωρίζω απόλυτα, κάθε φορά που νομίζω ότι την καταλαβαίνω, ανακαλύπτω κι έναν διαφορετικό κώδικα για να την καταλάβω. Αυτό είναι συναρπαστικό.
Οταν έμεινα για ένα διάστημα για να προετοιμαστώ για το «7 Μέρες στην Αβάνα», γνώρισα τον Λεονάρδο Παδούρα και συγκινήθηκα βαθιά: είχα διαβάσει όλα τα βιβλία του, ένιωθα ήδη κοντά του από τα κείμενά του και βρέθηκα μαζί του, να τον ακούω να μου μιλά για την Κούβα. Μοιράστηκε μαζί μου σκέψεις κι ανησυχίες που μπορούσα να νιώσω κι εγώ – την απογοήτευση, τις ελπίδες που προδόθηκαν.
Kι αμέσως ένιωσα ότι παρά τη γεωγραφική απόσταση και το τόσο διαφορετικό πολιτικό πλαίσιο ανάμεσα στις δύο χώρες μας, μου μιλούσε, σε μένα, ως ανθρώπινη ύπαρξη, γιατί στον λόγο του αγγίζει όλα τα ουσιαστικά στοιχεία της ζωής. Το ενδεχόμενο να δουλέψω μαζί του ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να κάνω αυτήν την ταινία.
Οσο γύριζα κι ετοίμαζα το «La Fuente», κουβεντιάζαμε ήδη την ιδέα της «Ιθάκης», είχαμε σχεδιάσει την κεντρική δομή, είχαμε συγκεντρώσει ακόμα και τους ηθοποιούς! Ετσι μόλις κι οι δυο βρήκαμε τον χρόνο, πιάσαμε δουλειά στην ταινία.
● Οι ηθοποιοί σας, στους οποίους βασίζεται τόσο η ταινία, μοιάζουν να μιλούν για τις δικές τους ζωές, πράγμα που ίσως είναι κι αλήθεια. Πώς τους επιλέξατε και πώς τους προετοιμάσατε;
Αναζητούσαμε τους ηθοποιούς της «Ιθάκης» ενώ κάναμε τη μικρού μήκους κι όσο ήδη γράφαμε τη μεγάλου. Ηθελα να δω πώς μπορούν οι ηθοποιοί να οικειοποιηθούν αυτές τις ιδέες, όπως τις διατύπωνε ο Λεονάρδο. Εκανα πολύ νωρίς κάστινγκ και γνώρισα τότε τρεις από τους τελικούς ηθοποιούς.
Συναντηθήκαμε σε μια ταράτσα, σαν αυτή που βλέπουμε στην ταινία και για ένα απόγευμα μόνο αφηγούμασταν την ιστορία χοντρικά, δώσαμε την αφετηρία κάποιων σκηνών κι εκείνοι ξεκίνησαν να αυτοσχεδιάζουν.
Ο,τι προσέθεταν ήταν εκπληκτικό, αλλά επιπλέον είχαν και μια σύγκλιση μεταξύ τους, μεταξύ αυτού που είχε γράψει ο Λεονάρδο, αυτού που τους ζητούσαμε να παίξουν και της δικής τους ζωής, των δικών τους προβληματισμών.
Για μισή μέρα τραβούσα με την κάμερα, άκουγα, κι όταν χωριστήκαμε κατάλαβα ότι ήταν μια ιστορία που έπρεπε να γίνει ταινία, ότι θα ήταν σημαντική για τους Κουβανούς.
Ετσι κι έγινε και «θρέψαμε» με βιώματα το σενάριο με το οποίο ξεκινήσαμε.
● Γιατί αποφασίσατε να δείξετε την Αβάνα από ψηλά, σταθερά από μια ταράτσα, «θεατρικά», αντί να περιπλανηθείτε στους δρόμους της πόλης;
Το σενάριο είναι τόσο πλούσιο, μαζί με όσα προστέθηκαν στον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών, που ένιωσα ότι στην ταινία χρειαζόταν κυρίως να ακούμε τις ιστορίες, να δώσουμε στους ήρωες χώρο για να τ’ αφηγηθούν όλα αυτά.
Είχα την εντύπωση ότι αν πηγαίναμε μια «βόλτα» στην Αβάνα θα χάναμε τη συγκέντρωσή μας.
Επιπλέον, εγώ αγαπώ πολύ να τραβώ τα πρόσωπα, νομίζω ότι λένε πολλά και το να ξεκινήσουμε από κάτι τόσο θεατρικό έχει ταυτόχρονα και κάτι ριζοσπαστικό.
Οι άνθρωποι που θέλουν να ακούσουν αυτούς στους οποίους δίνω τον λόγο στην ταινία, θα ακούσουν.
Αλλωστε απ’ αυτήν την ταράτσα, με την ανοιχτή θέα, βλέπεις τα πάντα, παίρνεις μια αίσθηση της Αβάνας, ψυχανεμίζεσαι ότι εκεί έξω, στο σκοτάδι, βρίσκεται η θάλασσα, ξέρεις ότι από πίσω από τα κτίρια είναι ένας άλλος κόσμος.
Κι έπειτα στην Αβάνα ο κόσμος των ταρατσών είναι αυτόνομος, είναι μια «γειτονιά» της πόλης όλο ζωή.
● Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε, με λίγα λόγια, τη σημερινή Αβάνα και τους ανθρώπους της;
Οι ήρωες της ταινίας, άνθρωποι γύρω στα 50, πέρασαν τα πιο δημιουργικά τους χρόνια παράλυτοι από τον φόβο: η μία σταμάτησε να ζωγραφίζει από φόβο, ο άλλος σταμάτησε να γράφει γιατί φοβόταν αυτά που θα έγραφε, όλοι πνίγονταν στον φόβο.
Εγώ πιστεύω ότι κανείς «αντέχει» να δει αυτήν την ταινία χάρη σ’ αυτό που λέει ο Αμαντέο στο τέλος: «Φοβόμουν, τώρα δεν φοβάμαι πια». Μπορεί στην Κούβα να μη φαίνεται ακόμα τι ακριβώς έχει αλλάξει και προς τα πού, αλλά όλοι ξέρουν ότι κάτι έχει αλλάξει.
● Είχατε βοήθεια από το κουβανικό κράτος στα γυρίσματα της ταινίας; Αντιμετωπίσατε δυσκολίες;
Ειλικρινέστατα, δεν είχαμε πρόβλημα να γυρίσουμε την ταινία στην Αβάνα. Το εκεί Κέντρο Κινηματογράφου μας βοήθησε, όχι οικονομικά, αλλά πρακτικά και τεχνικά, πέρασε εύκολα από τη λογοκρισία, δεν μας ζήτησαν να κόψουμε τίποτα.
Οι ηθοποιοί δεν είχαν ποτέ κανένα δισταγμό να πουν όσα έγραψαν, νιώσαμε ότι τίποτα δεν μας αντιστάθηκε.
Βέβαια, για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, το ότι γυριζόταν η ταινία το ξέραμε μόνο οκτώ άτομα μέσα στην πόλη, αλλά κάναμε ό,τι ακριβώς θέλαμε. Διανομή; Οχι, η ταινία δεν έχει ακόμα διανομή στην Κούβα.
Να διαχειριστούμε τις διαψεύσεις μας
● Πώς βρίσκετε ότι μια ταινία για την Κούβα τού σήμερα σχετίζεται με τα προβλήματα της Ευρώπης τού σήμερα;
Εκείνο που δείχνει η ταινία είναι άνθρωποι χαμένοι μπροστά σ’ έναν κόσμο χαοτικό κι αυτό είναι κάτι που μπορώ να παραλληλίσω με την Ευρώπη. Υπάρχει κι εδώ αυτό το αίσθημα του ιλίγγου, ζούμε σ’ έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα, ραγδαία και δεν ξέρουμε πού πάμε, δεν ξέρουμε τι θα συμβεί.
Η ταινία γυρίστηκε πριν ξαναϋπάρξουν σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κούβα, αλλά οι άνθρωποι ήδη ήξεραν ότι επίκειται μια μεγάλη αλλαγή, απλώς αναρωτιούνταν προς ποια κατεύθυνση θα είναι.
Ως Γάλλος που έζησα την ιστορία τους, ήθελα να το μοιραστώ αυτό με τον υπόλοιπο κόσμο. Γιατί το πιο παγκόσμιο θέμα της ταινίας είναι όλες αυτές οι απογοητεύσεις.
Πιστέψαμε σε τόσα πράγματα, ελπίσαμε, νομίζω ότι σήμερα, αυτή τη στιγμή, είμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα αδιέξοδο, με μια ακύρωση των ελπίδων μας.
Το θέμα είναι πώς θα διαχειριστούμε όλη αυτή τη ματαίωση που βρίσκεται μπροστά μας. Γιατί να την ανατρέψουμε, πια, δεν μπορούμε.
INFO:
Η ταινία «Επιστροφή στην Ιθάκη» του Λοράν Καντέ προβάλλεται στις αίθουσες από τη StraDa Films.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας