Ο πολυ-αναμενόμενος «Αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου είναι η καλύτερη ταινία του, εκείνη που τον εξελίσσει ως δημιουργό. Σε τραβά μέσα της, προσιτή, φιλόξενη και τρυφερή. Και ο Κόλιν Φάρελ βρήκε σαφέστατα τον ρόλο της καριέρας του.
Ο Αστακός
- σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
- ηθοποιοί: Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Λεά Σεντού, Τζον Σι Ράιλι, Μπεν Γουίσο, Αριάν Λαμπέντ, Αγγελική Παπούλια, Ολίβια Κόλμαν
Αν το ώς τώρα σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου, στην «Κινέττα», τον «Κυνόδοντα», τις «Αλπεις», έχει χαρακτηριστεί ως παράξενο, δυσνόητο, αλλόκοτο, το «The Lobster», βραβευμένο στις Κάνες με το Βραβείο της Επιτροπής, είναι η πιο προσιτή, τρυφερή, ζεστή, αν και πικρή, ταινία του Ελληνα δημιουργού. Μια ιστορία αγάπης, αλλά περισσότερο μια ιστορία για την αγάπη, για όλους εκείνους τους κανόνες και τα όρια που υποτίθεται ότι την εξασφαλίζουν, αλλά στην πραγματικότητα τη διώχνουν μακριά, μια και η αγάπη βρίσκεται μόνο στην τομή των ορίων, στο ανάμεσα, στο «μισό» που ψάχνει πού θα κολλήσει.
Ο Ντέιβιντ, ο ήρωας του Κόλιν Φάρελ, ζει σε μια κοινωνία στην οποία κανείς οφείλει να είναι μέρος ενός ζευγαριού για να λειτουργήσει κανονικά. Αν το ένα μέλος του ζευγαριού αποχωρήσει ή πεθάνει, το άλλο είναι αναγκασμένο να περάσει 45 μέρες σ’ ένα ειδικό ξενοδοχείο με την ελπίδα εκεί να βρει ένα νέο ταίρι. Αν δεν τα καταφέρει, θα μεταμορφωθεί σ’ ένα ζώο της επιλογής του, έχοντας έτσι επιπλέον πιθανότητες να… ζευγαρώσει.
Αντίκρυ στο ξενοδοχείο βρίσκεται ένα δάσος, όπου ζουν οι Μοναχικοί, στρατευμένοι επαναστάτες που μπορούν μεν να περνούν τις μέρες τους ελεύθερα, αλλά αποκλείουν κάθε είδους ερωτική ζωή ή συντροφικότητα. Ο Ντέιβιντ θα δοκιμαστεί στο ξενοδοχείο κι όταν οι μέρες του κοντεύουν να τελειώσουν ανεπιτυχώς, αντί να γίνει αστακός -το ζώο της επιλογής του- θα προτιμήσει να το σκάσει για το δάσος. Τι κρίμα που εκεί θα βρει τον έρωτα, ο οποίος είναι όμως πια απαγορευμένος.
Το «The Lobster» χωρίζεται σε δυο ίσα μέρη. Το πρώτο, εκείνο του ξενοδοχείου, είναι το πιο συναρπαστικό κι επίσης το πιο αστείο, μ’ ένα κυνικό, υπονομευτικό χιούμορ που ισοπεδώνει όλες τις νόρμες και τα στερεότυπα περί όμορφων και αρμονικών σχέσεων («αν με τον σύντροφό σας αρχίσετε να τσακώνεστε, θα σας ανατεθεί ένα παιδί, συχνά αυτό βοηθάει»). Είναι ένα μέρος με αυστηρούς κανόνες, όπου δεν επιτρέπεται ό,τι δεν είναι απολύτως συγκεκριμένο, ό,τι βρίσκεται στο μεταίχμιο, όπως η αμφισεξουαλικότητα ή το… νούμερο 45 και μισό παπούτσι.
Το δεύτερο μέρος, εκείνο του δάσους, των μοναχικών singles που και εκείνοι κατευθύνονται από εξίσου απαράβατους κανόνες, χάνει ελαφρώς τον ρυθμό και τη δύναμή του, σαν σεναριογράφος και σκηνοθέτης να μην μπορούν ν’ απογειώσουν το love story με τον βαθύ ρομαντισμό του και τους χωροταξικούς περιορισμούς του. Ωστόσο η ταινία οδηγείται σ’ ένα βαθιά συγκινητικό φινάλε, που αποζημιώνει με το παραπάνω.
Η σκηνοθεσία του Λάνθιμου είναι μεν χαρακτηριστικά δική του (και ευτυχώς, γιατί ως δημιουργός έχει μια έντονη και διακριτή προσωπικότητα), αλλά είναι και πολύ πιο φιλόξενη: τα κάδρα του αγκαλιάζουν, αντί ν’ ανατέμνουν, τους ήρωές του, η μελαγχολία του είναι τρυφερή και όχι αποξενωτική, η φωτογραφία του Θύμιου Μπακατάκη, σε μπλε και γκρίζους φυσικούς φωτισμούς, είναι λυρική μ’ έναν δικό της, ειλικρινή και ενδοσκοπικό τρόπο. Οι ηθοποιοί του είναι ένα αληθινό ensemble, με τον Κόλιν Φάρελ να ξεχωρίζει στον σαφέστατα καλύτερο ρόλο της καριέρας του (φτιαγμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του σεναριογράφου Ευθύμη Φιλίππου;) και οι μουσικές επιλογές (και από το ελληνικό ρεπερτόριο) υπέροχες εκπλήξεις που καλό είναι να έρθουν στον θεατή ως τέτοιες.
Ακόμα περισσότερο ο Γιώργος Λάνθιμος κάνει μια ταινία που σε τραβά μέσα της αντί να σε κρατά απέναντί της. Ισως γιατί το θέμα και οι ήρωές του είναι τέτοια που ο θεατής εύκολα (ή έστω διστακτικά) καθρεφτίζεται μέσα τους. Είναι δύσκολο να είσαι μόνος, είναι δύσκολο και ν’ αγαπάς. Τα ζευγάρια και οι singles έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, το καθένα με την ξεκάθαρη στρατηγική του. Κι ανάμεσά τους, αν πέσει σαν βόμβα το πού θα έφτανες για να κρατήσεις έναν έρωτα, κανείς δεν ξέρει ποιο ακριβώς κιτάπι να συμβουλευτεί.
Κι αυτήν την τόσο προσωπική και τρυφερή αλήθεια ο Λάνθιμος κι ο Φιλίππου την αποτυπώνουν οπωσδήποτε στιλιζαρισμένα, αλλά χωρίς η διαλογική, υποκριτική ή σκηνοθετική επιτήδευση να πλακώνει την ουσία, σαν ένα ευαίσθητο φιλμ που σκηνοθέτησαν μαζί ο Γουες Αντερσον με τον Λαρς Φον Τρίερ κι αυτός ο συνδυασμός είναι συναισθηματικά και εικαστικά εκρηκτικός. Μπορεί ο «Κυνόδοντας» να ήταν λοιπόν το φιλμ που έφερε τον Γιώργο Λάνθιμο στο παγκόσμιο προσκήνιο, αλλά το «The Lobster» είναι η καλύτερη ώς τώρα ταινία του και εκείνη που τον εξελίσσει ως δημιουργό.
Πορφυρός λόφος
- σκηνοθεσία: Γκιγέρμο ντελ Τόρο
- ηθοποιοί: Μία Γουασικόφσκα, Τζέσικα Τσαστέιν, Τομ Χίντλστον, Τσάρλι Χάναμ
Αν νιώσει κανείς μια ελαφριά απογοήτευση βλέποντας τον «Πορφυρό Λόφο», θα οφείλεται μόνο στο ότι η ταινία δεν είναι το απόλυτο αριστούργημα που θα μπορούσε να κάνει ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο, του «Λαβύρινθου του Πάνα», με το υλικό των ονείρων του. Αλλά φτάνει πολύ κοντά.
Αντλώντας από τη στερεοτυπική πλοκή των κλασικών ταινιών γοτθικού τρόμου, από τη Hammer ώς τον Ρότζερ Κόρμαν, ο Ντελ Τόρο παρακολουθεί την εύθραυστη ηρωίδα του, την Ιντιθ, ορφανή πια, που εγκαταλείπει την ασφάλεια της μεγαλοαστικής Νέας Υόρκης για να εγκατασταθεί στη ζοφερή, παρακμάζουσα έπαυλη του νέου της Βρετανού συζύγου, του μυστηριώδους αλλά γοητευτικού Τόμας, που ζει εκεί μαζί με τη σκιαχτική αδελφή του Λουσίλ. Το σπίτι, που μοιάζει σταδιακά ν’ αποσυντίθεται, είναι χτισμένο πάνω σ’ έναν λόφο από κόκκινο άργιλο, ο οποίος, σαν αίμα, το τροφοδοτεί και ρέει από κάθε οπή του.
Με εμφανείς κινηματογραφικές αλλά και λογοτεχνικές αναφορές, στη Μέρι Σέλεϊ, στον Εντγκαρ Αλαν Πόε, ο Ντελ Τόρο γράφει γι’ αυτήν την ταινία «στοιχειωμένου σπιτιού» ένα σενάριο συγκριτικά αδύναμο: όχι επειδή η πλοκή είναι τόσο προβλέψιμη, αυτό σε μια ταινία homage είναι ακόμα και συγκινητικό, αλλά επειδή την μπολιάζει μ’ ένα αμήχανο χιούμορ, χωρίς πραγματικά να υπονομεύει το είδος του, που θα είχε ενδιαφέρον, αλλά ούτε και να φτάνει στον τρόμο και την αγωνία, χάνοντας έτσι την ένταση της ιστορίας.
Το καστ του, εμπνευσμένα επιλεγμένο, με κορυφαία την Τζέσικα Τσαστέιν, που αγκαλιάζει την Τζόαν Κρόφορντ μέσα της, ξεπερνά τους διαλόγους του και το γενικό νόημα ότι «τα φαντάσματα είναι αληθινά», ότι το παρελθόν ζει μαζί μας, αναπόφευκτα προσθέτει μια γόνιμη μελαγχολία.
Οι εικόνες όμως που πλάθει ο Ντελ Τόρο, με τις συνθέσεις, τα σκηνικά και τα κοστούμια του, τα εξαϋλωμένα, σαν καπνό, φαντάσματα, τα χρώματα βγαλμένα από μπαρόκ κοσμήματα, τη στείρα φύση, το ίδιο το σπίτι που, γκρεμισμένο στην κορυφή, αφήνει τις νιφάδες του χιονιού και τα ξερά φύλλα να πέφτουν στο χολ από ψηλά και να στροβιλίζονται σε αυθύπαρκτες χορευτικές φιγούρες, είναι διαδοχικά ζωντανά ταμπλό που δεν χορταίνεις να βλέπεις, να μελετάς, να σε τραβούν μέσα τους. Σαν γνήσιο fanboy ο Ντελ Τόρο δίνει μορφή στο σκοτεινό παραμύθι και το σινεμά που αγαπά, τόσο πλούσια και τέλεια, που αφοπλίζει τις όποιες αδυναμίες και σκορπά ανεπανάληπτη ομορφιά.
Παν
- σκηνοθεσία: Τζο Ράιτ
- ηθοποιοί: Λίβαϊ Μίλερ, Χιου Τζάκμαν, Ρούνεϊ Μάρα, Γκάρετ Χέντλαντ
Μετά την «Αννα Καρένινα», ο Βρετανός σκηνοθέτης καταπιάνεται με τον αντίποδα της κλασικής λογοτεχνίας. Ο δικός του «Παν» αφηγείται πώς ο μικρός, ορφανός Πίτερ ταξίδεψε από το Λονδίνο του Β’ Παγκόσμιου, μ’ ένα ιπτάμενο πειρατικό καράβι, στη Χώρα του Ποτέ, όπου γνώρισε τον στυγερό Μαυρογένη, τον Τζέιμς Χουκ πριν γίνει Καπετάνιος, την ατίθαση Τάιγκερ Λίλι και το δικό του, μαγικό πεπρωμένο. Μεταφέροντας το μήνυμα ότι αν ξεπεράσεις τους φόβους σου μπορείς να καταφέρεις τα πάντα, ο Τζο Ράιτ φτιάχνει μια ταινία περισσότερο παιδική, χωρίς ένταση στη δράση, χωρίς ανατροπές και χωρίς χιούμορ ή σημαντική συγκίνηση, τουλάχιστον για τους ενήλικες. Ωστόσο οι άφθονες ποπ μουσικές και κινηματογραφικές αναφορές, από τους Pink Floyd ώς τον Mad Max, τα θεαματικά ψηφιακά εφέ και η εγγενής γοητεία της ιστορίας προσθέτουν πόντους διασκέδασης.
Love
- σκηνοθεσία: Γκασπάρ Νοέ
- ηθοποιοί: Αομί Μιόκ, Καρλ Γκλισμάν, Κλάρα Κριστίν
Hardcore ερωτική ταινία, τυλιγμένη με το περίβλημα ενός αδιέξοδου ρομαντικού τριγώνου. Ο Γκασπάρ Νοέ του «Irreversible» αποδεικνύει για άλλη μια φορά τόσο ότι γνωρίζει βαθιά τη δύναμη της εικόνας, την αισθαντική, γεμάτη πάθος σκηνοθεσία, τα πυκνά κάδρα και την ανθρώπινη ένταση, όσο κι ότι σεναριακά έχει μείνει στην παιδική ηλικία, αυτή που ενθουσιάζεται με την πρόκληση-φούσκα. Ωστόσο είναι αληθινό κρίμα που το εγχείρημα του σκηνοθέτη να παρουσιάσει ένα τρισδιάστατο πορνό (με αισθηματικές αποχρώσεις) δεν εκπληρώνεται στην Ελλάδα, όπου η ταινία δε θα έχει καμιά τρισδιάστατη προβολή.
Ακούσια
- σκηνοθεσία: Ρούμπεν Εστλουντ
- ηθοποιοί: Μαρία Λούντκβιστ, Λέιφ Εντλουντ, Ολε Λίζας
Πέντε ξεχωριστά περιστατικά καταδεικνύουν, με κυνικό χιούμορ και συναισθηματική σκληρότητα, την ανθρώπινη ανικανότητα για αλληλεγγύη, κατανόηση και αποδοχή. Παλαιότερη ταινία (η δεύτερη μεγάλου μήκους) του Σουηδού δημιουργού που ενθουσίασε πέρσι με το «Force Majeur» («Ανωτέρα βία»), λιγότερο στιλιζαρισμένη σκηνοθετικά, ακόμα πιο επιθετική προς την ανθρώπινη φύση σεναριακά.
Ξενοδοχείο για Τέρατα 2
- (Hotel Transylvania 2, 2015, ΗΠΑ)
- σκηνοθεσία: Γκέντι Ταρτακόφσκι
με τις φωνές των: Ανταμ Σάντλερ, Αντι Σάμπεργκ, Σελίνα Γκόμες, Κέβιν Τζέιμς, Στιβ Μπουσέμι / στα ελληνικά: Βασίλη Χαραλαμπόπουλου, Κωνσταντίνου Τζούμα, Στεφανίας Φιλιάδη, Αγγελου Λιάγκου, Μελίνας Χατζηγεωργίου, Αρη (REC) Λουμάκη
Ενώ το Ξενοδοχείο έχει ανοίξει τις πόρτες του και στους κοινούς θνητούς, ο Δράκουλας αγωνίζεται να εμπνεύσει τη… δρακουλοσύνη στον 5χρονο εγγονό του, που μοιάζει ν’ αγκαλιάζει περισσότερο την ανθρώπινη φύση του προς φρίκη του παππού. Μετά την τεράστια εμπορική επιτυχία της διασκεδαστικής πρώτης ταινίας, το σίκουελ έρχεται πάντα ως υπεράσπιση της διαφορετικότητας, πάντα χαριτωμένα ατίθασο κι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, αστείο.
Ο σεφ που έπαιζε με τη φωτιά
- σκηνοθεσία: Τζον Γουέλς
- ηθοποιοί: Μπράντλεϊ Κούπερ, Ντάνιελ Μπρουλ, Σιένα Μίλερ, Ομάρ Σι, Μάθιου Ρις, Ρικάρντο Σκαμάρτσιο
Γαστριμαργική κομεντί με τον Μπράντλεϊ Κούπερ σε ρόλο μπουκιά και συχώριο. Ενας τέως φέρελπις σεφ, που καταστράφηκε από τα ναρκωτικά και τις γυναίκες, επιστρέφει αποτοξινωμένος κι αποφασισμένος να αναμετρηθεί ξανά με τη φήμη και το ταλέντο του και να κερδίσει τα 3 αστέρια Μισελέν. Σχηματικό σενάριο, απολαυστικές σκηνές μαγειρικής αλλά και της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί σε μια επαγγελματική κουζίνα, σε μια ταινία ανάλαφρη σαν σουφλέ.
Επιστροφή στην Ιθάκη
- σκηνοθεσία: Λοράν Καντέ
- ηθοποιοί: Χόρχε Περουγορία, Ιζαμπέλ Σάντος, Νέστορ Χιμένες, Φερνάντο Ετσεβαρία, Πέδρο Χούλιο Ντίαζ Φεράν
Ο Γάλλος σκηνοθέτης υπέροχων ταινιών σαν το «Ελεύθερος ωραρίου» και το «Ανάμεσα στους τοίχους» εγκαθίσταται στην Αβάνα και, με τη βοήθεια του Λεονάρντο Παδούρα στο σενάριο, καταγράφει μια φέτα ζωής της σημερινής Κούβας.
Πέντε φίλοι περνούν ένα βράδυ σε μια ταράτσα μιλώντας, πίνοντας, χορεύοντας, δακρύζοντας, κοιτάζοντας με πικρία «πίσω», στα χρόνια της «Ειδικής περιόδου» της ανέχειας, με θυμό «δίπλα» στον έναν της παρέας που έφυγε για την Ισπανία και με αγωνία «μπροστά» στο αύριο που δεν έχουν ούτε γνώση, ούτε εμπιστοσύνη τι θα τους φέρει. Συγκινητική, πηγαία αφήγηση σε μια ταινία με βάθος στο κείμενο, όπου ωστόσο ο Καντέ παραμένει «τουρίστας», καταγράφοντας διαλόγους χωρίς αντίδραση και μ’ έναν ελαφρύ διδακτισμό.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας