«Mank» (ΗΠΑ, 2020, 131΄)
● αστεράκια: 4
● ΗΠΑ (2020, 131΄)
● σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φίντσερ
● ηθοποιοί: Γκάρι Ολντμαν, Αμάντα Σάιφριντ, Τσαρλς Ντανς, Λίλι Κόλινς, Τομ Μπερκ
Ο Ντέιβιντ Φίντσερ, ακόμα κι αυτό το τρομερό παιδί που από τη δεκαετία του 1990 αποθεώνει την εικόνα, τη χειριστικότητά της και παίζει αισθαντικά στα χέρια του το κοινό, οδηγώντας το σ’ ένα σκοτεινό ταξίδι από το «Se7en» στο «Fight Club», στο «Zodiac», στο «Social Network», για ν’ αναφέρουμε κάποια μόνο από τα αριστουργήματά του, ακόμα κι αυτός ο παιχνιδιάρης εικονολάτρης, ωρίμασε, μαζί με το σινεμά του και φτάνει, το 2020, στα 57 χρόνια του, με παραγωγό το Netflix, να κάνει τη λιγότερο συναρπαστική, αλλά περισσότερο σοφή και ουσιαστική, μελαγχολική και πανέμορφη ταινία του.
Η ιστορία είναι διάσημη στους σινεφίλ, λίγο γνωστή στο ευρύ κοινό κι αυτή, ακριβώς, είναι η σημασία της. Το 1941, ο νεαρότατος Ορσον Γουέλς, ένα golden boy εν τη γενέσει, υπέγραψε ένα χωρίς προηγούμενο συμβόλαιο με τη RKO που του επέτρεπε να κάνει την πρώτη του ταινία στο σινεμά (ώς τότε είχε αναδειχθεί στο θέατρο και στο ραδιόφωνο), με απόλυτη δημιουργική ελευθερία.
Ο Γουέλς ανέθεσε την πρώτη γραφή του σεναρίου στον Χέρμαν Μάνκιεουιτς, ή Μανκ, τέως script doctor της MGM, κατεστραμμένο από το αλκοόλ και τον τζόγο, γοητευτικό loser και, ταυτόχρονα, έναν από τους πιο οξυδερκείς, εύγλωττους, χαρισματικούς γραφιάδες της εποχής. Η ταινία θα είναι ο «Πολίτης Κέιν», θα γράψει παντοτινή Ιστορία, όμως ο καθοριστικός ρόλος του Μανκ στη δημιουργία της δεν θ’ αναγνωριστεί ποτέ ικανοποιητικά.
Η ταινία ξεκινά με μια κάρτα, που εξηγεί πώς ο Ορσον Γουέλς, στην αρχή της μαγικής πορείας του στον κινηματογράφο, ήταν 24 χρόνων. Τελειώνει με μια άλλη κάρτα, που αναφέρει ότι ο Μανκ πέθανε στα 55 χρόνια του, από επιπλοκές του αλκοολισμού του, έντεκα χρόνια μετά τα γεγονότα της ταινίας, χωρίς να έχει ξαναγράψει πρωτότυπο σενάριο. Η ταινία δεν έχει να κάνει με τον Ορσον Γουέλς, ούτε με το πώς έγινε ο «Πολίτης Κέιν», η ορισμένως καλύτερη ταινία που έγινε ποτέ στο σινεμά. Εχει να κάνει με άλλα πράγματα, ακόμα πιο μεγάλα, όπως είναι ο χρόνος, η δημιουργία, η υποκρισία, ο καπιταλισμός, το σινεμά – όπως και ο «Πολίτης Κέιν».
Ο Φίντσερ κάνει, στην πραγματικότητα, μια ταινία για την αρχή του σινεμά – όχι με την έννοια της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, παρότι εκτυλίσσεται τότε, ή μια ανάσα μετά, όταν τα στούντιο προσπαθούσαν να επιβιώσουν από το μεγάλο Κραχ του ’39. Αλλά με την έννοια του σεναρίου, εκείνου από το οποίο ξεκινούν όλα, βασισμένος σ’ ένα σενάριο που έγραψε ο πατέρας του, Τζακ Φίντσερ.
Η ταινία κυλά σε ενότητες που αρχίζουν με σεναριακές οδηγίες (εσωτερικό - σπίτι Μανκ - νύχτα) και ξεδιπλώνεται με διαδοχικά φλας μπακ, μεταξύ του «παρόντος» του 1941, όταν ο Μανκ, με εντολή του Γουέλς, απομονώνεται σε μια καλύβα στην έρημο της Καλιφόρνιας, με σπασμένο πόδι μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, χωρίς αποσπάσεις, χωρίς αλκοόλ, με μια νοσοκόμα και τη Βρετανίδα γραμματέα του που δακτυλογραφεί όσα εκείνος εμπνέεται και της υπαγορεύει.
Και του 1934, όταν ο Μανκ αρχίζει ν’ ασφυκτιά στο στούντιο της MGM, παρατηρεί χωρίς να συμμετέχει την προεκλογική εκστρατεία του ρεπουμπλικάνου και του σοσιαλιστή υποψήφιου Γερουσιαστή της Καλιφόρνια και σχετίζεται με τον βαθύπλουτο εκδότη –και χρηματοδότη του στούντιο– Ράντολφ Χερστ και τη δεύτερη γυναίκα του, τη χρυσομαλλούσα τραγουδίστρια Μάριον Ντέιβις, τα πρόσωπα, δηλαδή, στα οποία βασίστηκαν οι ήρωες του «Πολίτη Κέιν».
Το σενάριο του μπαμπά Φίντσερ είναι αριστοτεχνικό – το ίδιο κι ο τρόπος με τον οποίο το μεταχειρίζεται ο Ντέιβιντ. Ο σκηνοθέτης που ανέκαθεν καταπιανόταν με την εικόνα, που δεν έχει γράψει κανένα από τα σενάριά του, συγκεντρώνεται στις λέξεις, στη δομή, σ’ έναν διάλογο πνευματώδη, πυκνό και ατακαδόρικο, σε ιδέες φιλοσοφικές και υπαρξιακές, στο κυνικό χιούμορ του ήρωά του. Παίζοντας με τον χρόνο σ’ ένα αποσπασματικό κολάζ, βγαλμένο από τον ρυθμό του «Πολίτη Κέιν».
Με διευθυντή φωτογραφίας τον επίσης σχετικά νέο Ερικ Μέσερσμιτ, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στην τηλεοπτική σειρά «Mindhunter», ο Φίντσερ δημιουργεί μια ταινία ασπρόμαυρη, χωρίς τα κιαροσκούρο του Γκρεγκ Τόλαντ και του Ορσον Γουελς, αλλά με μια γκάμα που απλώνεται από το υπερφωτισμένο της χολιγουντιανής λάμψης στο ρομαντικό λυκόφως της νύχτας στην Καλιφόρνια, στο ζεστό σκοτάδι του σπιτιού όπου ο Μανκ, κρεβατωμένος με τον γύψο του, καπνίζοντας ασταμάτητα, δημιουργεί.
Κι αν ο σκηνοθέτης δεν αντιστέκεται κατά στιγμές στα κόλπα του (όπως το cigarette burn πάνω δεξιά στο κάδρο, δείγμα της αλλαγής πράξης και μπομπίνας του φιλμ σε μια παραδοσιακή κινηματογραφική προβολή, εδώ ειρωνικά ενσωματωμένο σε μια ταινία απολύτως ψηφιακή που προβάλλεται στη διαβόητη online πλατφόρμα), το δικό του ασπρόμαυρο, πεντακάθαρο, με βάθος πεδίου, αχνό σαν ανάμνηση, μοιάζει να μην το έχουμε ξαναδεί – όπως ακριβώς το ασπρόμαυρο του «Πολίτη Κέιν».
Παιχνίδι με τον χρόνο, σενάριο, μοντάζ, φωτογραφία, αναφορά σε υπαρκτά πρόσωπα, ο Ντέιβιντ Φίντσερ χρησιμοποιεί την έμπνευση του ρηξικέλευθου Ορσον Γουέλς, ό,τι εκείνος δίδαξε σε όλους τους σκηνοθέτες του σινεμά που ακολούθησαν, ώς τώρα, κάνοντάς την, όμως, με αγάπη, απολύτως δική του. Κι ο φόρος τιμής δεν σταματά εκεί.
Ποτίζει και τις θεματικές της ταινίας. Το ανελέητα καπιταλιστικό και ασυνείδητο στουντιακό σύστημα του Χόλιγουντ είναι το γενικό πεδίο, η άρνηση ενός πολέμου που έρχεται, ιδιαίτερα από τους ως επί το πλείστον Εβραίους Αμερικανούς επικεφαλής παραγωγούς. Η εμπλοκή του κινηματογράφου στην πολιτική ζωή και η συμμετοχή του στην προπαγάνδα, τα πρώτα fake news.
Το φευγαλέο του ίδιου του κινηματογράφου – όπως λέει ο Λούι Μπι Μέγιερ, ο πελάτης πληρώνει εισιτήριο μόνο για μια ανάμνηση, το προϊόν, η ταινία, εξακολουθεί ν’ ανήκει σ’ αυτόν που του την πούλησε. Και στο «παρόν» του Μανκ, η τόσο εύστοχα τοποθετημένη ιστορία της Βρετανίδας γραμματέως που αγωνιά για τον αγνοούμενο αεροπόρο άντρα της – την ώρα που η Καλιφόρνια μοιάζει να ζει σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, όπου δεν υπάρχει πόλεμος, εκτός αν γίνεται με σκηνικά και κοστούμια.
Μια σειρά από σεκάνς ανθολογίας, μια πρόσκληση σε πρωινό γύρισμα, δυο επίσημα τραπέζια στην έπαυλη του Χερστ, ένα... ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος, ένα συνειδησιακής έκρηξης, μια βόλτα που κάνουν ο Μανκ και η Μάριον, βράδυ, στον κήπο του πραγματικού Ζαναντού, όπου κουβεντιάζουν για τη διαφθορά του στούντιο ενώ τα ζώα, ζευγάρια από ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις, μαϊμουδάκια, τους κοιτούν, αξιοπερίεργους ανθρώπους σε δικά τους κλουβιά. Κι αυτά με τη συνοδεία του συγκλονιστικού σάουντρακ που απρόσμενα έγραψε ο Τρεντ Ρέζνορ των Nine Inch Nails και ο Ατικους Ρος, σταθεροί συνεργάτες του Φίντσερ μεν που, όμως, εδώ φτιάχνουν ένα σάουντρακ με πρωτότυπα τζαζ κομμάτια αλλά και μελωδίες που αλήθεια συναγωνίζονται σε ύφος και συναίσθημα τη μουσική του Μπέρναρντ Χέρμαν για τον «Πολίτη Κέιν».
Η Αμάντα Σάιφριντ είναι λαμπερή και σύνθετη ως Μάριον Ντέιβις, ο Τσαρλς Ντανστ έχει μια οσκαρική σκηνή που δίκαια θα τον οδηγούσε στο Β΄ Ανδρικό, η Λίλι Κόλινς έχει την ταιριαστή συστολή ενός μικρού αλλά καθοριστικού χαρακτήρα, ο Τομ Μπερκ προσπαθεί (όχι πολύ πετυχημένα) να πιάσει την εκρηκτικότητα, την αλαζονεία, το μοναδικό εκτόπισμα του Ορσον Γουέλς στις δυο σκηνές του.
Είναι, όμως, ο Γκάρι Ολντμαν που ξεπερνά τον ίδιο τον εαυτό του στον ρόλο του Μανκ. Καμία ένταση, καμία έκρηξη, ένας αποτυχημένος κυνικός άντρας που παραμένει πεισματικά αξιοπρεπής, ακόμα κι όταν ξερνά σε ακριβά χαλιά, τρυφερός, απαλός, με την καλοσύνη του πνεύματος, τη σύγκρουση στο βλέμμα του και την αποστασιοποίηση στον καλοδουλεμένο, πολύπλοκο λόγο του.
Τι κρίμα εάν ο Ολντμαν, που κέρδισε ως Τσέρτσιλ το Οσκαρ του πριν δυο χρόνια στο αδύναμο, επιφανειακό «Η πιο σκοτεινή ώρα» του Τζο Ράιτ, δεν το κερδίσει φέτος για τον Μανκ, αυτός, το πάλαι ποτέ κόκνεϊ πανκιό που επιβάλλεται με τόση χάρη στον, ίσως, δυσκολότερο στους χαμηλούς τόνους του, ρόλο της καριέρας του.
Το «Mank» δεν είναι ένα making of του «Πολίτη Κέιν», είναι, όμως, το πιο εμπνευσμένο «ευχαριστώ» προς τη μνημειώδη ταινία. Οπως κι ο Φίντσερ δεν είναι ο Ορσον Γουέλς, γιατί κανείς δεν είναι και γιατί ούτε η εποχή είναι η ίδια πια, είναι όμως κι αυτός μυθικά επίμονος, σχολαστικός, λεπτομερής, μονομανής, ο άνθρωπος που γύρισε μια σκηνή της ταινίας, το πρώτο δείπνο, στην κυριολεξία με 200 λήψεις.
Μόνο που ο Φίντσερ είχε τον χρόνο και την ψυχραιμία να ωριμάσει, να μεγαλώσει και να κάνει ένα φιλμ, κατά κάποιον τρόπο, γι’ αυτό. Οχι μόνο μ’ έναν κομψό παραλληλισμό στη σημερινή υποκρισία της πολιτικής ζωής στην Αμερική, ούτε μόνο μ’ έναν από καρδιάς ύμνο διαχρονικά στην τέχνη του κινηματογράφου και στη βαρύτητα της δουλειάς των σεναριογράφων. Κι αυτά χωρίς μελόδραμα, χωρίς νοσταλγικό συναίσθημα, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που, αν η ταινία έχει ένα μειονέκτημα, είναι πως δεν παρασύρει συγκινησιακά, παρά μόνο εγκεφαλικά τον θεατή.
Είναι, κυρίως, μια ταινία για την εσωτερική συντριβή ενός ανθρώπου πολύ έξυπνου, που ηττημένος κατάλαβε ότι στη ζωή του δεν είχε κάνει τίποτα σπουδαίο, δεν είχε ανταποκριθεί στις δυνατότητες του μυαλού του κι όταν έκανε κάτι όντως σπουδαίο, δεν μπορούσε να το υπογράψει. Για τη ματαιότητα της επιτυχίας, για την άρνηση της ανθρώπινης μονάδας και τη διακήρυξη ότι μια ταινία είναι, πάντα, εξορισμού, ένα έργο ομαδικής τέχνης.
(Το «Mank» προβάλλεται στο Netflix με ελληνικούς υπότιτλους)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας