«Το ’χω αυτό το κουσούρι», μου λέει και γελάει. «Γιατί κουσούρι είναι. Αυτά που γράφω μόνο βιωματικά μπορεί να είναι. Για να πείσουν πρώτα εμένα και μετά τον κόσμο».
Ο Τάσος Μπουλμέτης επιστρέφει στο σινεμά δώδεκα χρόνια μετά την «Πολίτικη κουζίνα», τι ευχάριστη είδηση. Και δεν έχει αλλάξει καθόλου. Εχει την απλότητα που τον διέκρινε και πριν από την επιτυχία. Και την ειλικρίνεια και αμεσότητα που σίγουρα τη γέννησε.
Δεν είναι εύκολο πράγμα να επιβάλλεις από μόνος σου μια ολόκληρη κινηματογραφική σχολή που εμπλέκει το συναίσθημα και υπολογίζει το ταμείο. Ούτε να γυρίζεις έτσι ξαφνικά, προερχόμενος από το σινεμά τέχνης (θυμηθείτε το ντεμπούτο του με την πρωτοποριακή τεχνολογικά «Βιοτεχνία υλικών»), μια ταινία για την Πόλη, από την οποία κατάγεσαι, την οικογένεια, τον παππού σου, την Ιστορία, τον έρωτα, την κουζίνα και τα μπαχαρικά. Που βγάζει από τις τσέπες χαρτομάντιλα, επιβάλλει τραγούδια και παραμένει νέα και σημαντική όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη στα γυρίσματα του «Νοτιά», έτσι λέγεται η νέα του ταινία. Ηρωάς της ένα αγόρι, ο Σταύρος, που μεγαλώνει και αναζητά την ταυτότητά του τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Ο δρόμος που διαλέγει με πείσμα δεν είναι άλλος από τη φαντασία και την επινόηση ιστοριών. Απίστευτων ιστοριών. Θα μας αποκαλύψει μερικές ο Τάσος Μπουλμέτης στη συνέχεια, όπως φυσικά και το ότι ο Σταύρος έχει πολλά στοιχεία από τον εαυτό του.
«Το σενάριο της ταινίας με ταλαιπώρησε», παραδέχεται. «Μεγάλη περιπέτεια. Είχα διαλέξει, βλέπετε, δύσκολο δρόμο, βασιζόμουν σε μια ιδέα, αυτό που λέμε high concept, πάνω στην οποία έπρεπε να χτίσω μια ιστορία. Επειδή όμως δεν είμαι επαγγελματίας story teller, βασανιζόμουν. Ε, λοιπόν, η ταινία απέκτησε για μένα σάρκα και οστά, οι χαρακτήρες άνθησαν και όλα έγιναν πιο εύκολα όταν αποφάσισα να βάλω μέσα δικά μου, βιωματικά στοιχεία».
Δεν κρύβει ότι ο φαντασιόπληκτος και ευάλωτος Σταύρος της ταινίας θα γίνει στο τέλος κινηματογραφιστής. «Ερχεται κάποια στιγμή που όλοι οι σκηνοθέτες πρέπει να μιλήσουμε για την τέχνη μας», δικαιολογείται. Και συμπληρώνει γελώντας: «Εχω κάνει μόνο δύο ταινίες, έτσι θα μπορούσα να πω ότι ο “Νοτιάς” είναι το δικό μου “2 1/2”...».
Στο γύρισμα, που παρακολουθήσαμε, στη μεταμορφωμένη κυριολεκτικά «Στοά του Χόλιγουντ», στην πλατεία Κάνιγγος, ο μπαμπάς του Σταύρου (Ταξιάρχης Χάνος) εισβάλλει στο φωτογραφικό στούντιο οικογενειακού φίλου (Θέμης Πάνου). Του εξομολογείται την αγωνία του για τα καμώματα του μικρού. Μεταπολίτευση. Ο Σταύρος έχει μπλέξει με κομμουνιστές και βλέπει συνεχώς ταινίες.
«Υπάρχει μια μεγάλη αναφορά στο Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο συμμετείχα και ήμουν, μάλιστα, από τα ιδρυτικά μέλη του κινηματογραφικού του τομέα», εξηγεί ο Τάσος Μπουλμέτης. «Ο Σταύρος μπλέκει με φοιτητές που ασχολούνται με την τέχνη, ΚΚΕ και ΚΚΕεσ κυρίως, αλλά και κάποιους αριστεριστές. Ολο το κλίμα της εποχής είναι εδώ: ταινίες, αισθητικές διαμάχες, ο Γκοντάρ, η απόρριψη του Νέου Κύματος από τους πιο δογματικούς. Οι έφηβοι της μεταπολίτευσης θα τα πιάσουν όλα, ακόμα και τις ιδεολογικές αποχρώσεις, ποιος ψηφίζει τι... Ηθελα να κάνω ένα hommage στη γενιά μου, στη φουρνιά μου, τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες, αλλά και διακεκριμένοι, έντιμοι πολίτες και επαγγελματίες, που δεν αλλοτριώθηκαν και δεν χρησιμοποίησαν το πολιτικό σύστημα για να εδραιωθούν, πέρασαν από το Θεατρικό Τμήμα».
• Πόσο εύκολο ήταν να μπει σ’ αυτόν τον ρόλο, να καταλάβει μια παλιά και ιδιαίτερη εποχή ένας σημερινός νέος, ο πρωταγωνιστής σας Γιάννης Νιάρρος; Πώς τον καθοδηγήσατε;
Κατ’ αρχήν να πω ότι έμεινα έκπληκτος με την άγνοια που έχουν οι σημερινοί νέοι για κείνη την εποχή, τη Μεταπολίτευση και το κλίμα της. Του έδωσα να διαβάσει από Καγιέ ντι Σινεμά μέχρι Αλτουσέρ. Να δει από λόγους πολιτικών της εποχής μέχρι ένα οπτικοακουστικό υλικό, πραγματικό θησαυρό, από τις δραστηριότητες του Κινηματογραφικού Τομέα. Κάναμε ατέλειωτες κουβέντες και στο τέλος τον έβαλα να γράψει κι ένα ημερολόγιο, σαν να το κράταγε ο ήρωας της ταινίας. Τις σκέψεις του για τους άλλους χαρακτήρες, τα αισθήματά του για τις γκόμενες... Ο Νιάρρος, εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός, μπήκε εντελώς στην ουσία και τον ψυχισμό του Σταύρου. Αφοσιώθηκε στον ρόλο, ακόμα τον μελετάει».
• Και πώς θα χαρακτηρίζατε ακριβώς τον Σταύρο;
Εναν ονειροπόλο νέο, με εύθραυστο ψυχισμό, που για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του καταφεύγει στη φαντασία. Τις επιθυμίες του, όμως, τις ευνουχίζει πάντα με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Μη με κοιτάτε έκπληκτη, θα το καταλάβετε στην ταινία. Ακόμα και τις κοπέλες τού κλέβει το πολιτικό σύστημα. Και τότε έρχονται τα πάνω κάτω, αρχίζει και λέει περίεργα πράγματα, αλλόκοτες ιστορίες. Μέχρι εκεί μπορώ να σας πω...
• Εστω τότε μία μόνο από τις φαντασιώσεις του Σταύρου;
Φαντάζεται ότι βοηθάει τους Ελληνες στην Τροία, είναι δίπλα στον Αχιλλέα, τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα. Και η μεγαλύτερη ιδεοληψία του είναι ο Δούρειος Ιππος, έχουμε δηλαδή και τέτοιες σκηνές, ειδικά το πρώτο μέρος της ταινίας είναι ένας βομβαρδισμός από εντυπωσιακές σκηνές. Αλλά, φυσικά, όσα ψηφιακά εφέ κι αν έχουμε, ο «Νοτιάς» παραμένει σε σχέση με την «Πολίτικη κουζίνα» μια πιο ταπεινή, φτωχή ταινία.
• Και μία ακόμα ταινία σας που γυρνάει στο παρελθόν. Κάποια σχέση με το σήμερα βγαίνει;
Μα θεωρώ ότι το σενάριο της κρίσης που ζούμε, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 γράφτηκε. Μετά τον εμφύλιο αλλά και τη χούντα το πολιτικό σύστημα άρχισε να δίνει υποσχέσεις ευμάρειας, που τελικά ανέλαβε κυρίως το ΠΑΣΟΚ να ικανοποιήσει. Το σενάριο της κρίσης τότε γράφτηκε, όλο το υπόλοιπο ήταν η εκτέλεση παραγωγής.
• Σας βοηθάει αυτή η διαπίστωση στο να γίνει πιο καθαρή η ταινία σας;
Δεν μπορώ να πω ότι βοηθάει ιδιαίτερα σε κάτι. Ομως μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι εγώ και οι συνεργάτες μου, βυθισμένοι υποτίθεται στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, βιώνουμε καθημερινά μια απίστευτη επικαιρότητα. Τα συναισθήματα σήμερα, αυτός ο φόβος και η αίσθηση ότι προχωράμε σε αχαρτογράφητα νερά, υπήρχαν και τότε κι ας ήταν ο κόσμος φυσικά περισσότερο αισιόδοξος. Γι’ αυτό λέω ότι ο «Νοτιάς» είναι τελικά επίκαιρη ταινία.
• Μια και πιάσαμε το σήμερα, εσείς τι αισθήματα έχετε; Αισιοδοξείτε καθόλου;
Αυτό που με ξεγελάει είναι ότι κάνω μια ταινία χάρη στους υπέροχους συμπαραγωγούς και χορηγούς μου και με το καλύτερο τιμ συνεργατών. Οταν όμως ακούω ειδήσεις, δεν έχω καθόλου θετικά αισθήματα. Νιώθω μεγάλη αγωνία γιατί δεν βλέπω πού πηγαίνει ο ιδιωτικός τομέας. Οποιοσδήποτε προσπαθεί να δουλέψει, να παράξει έργο ή προϊόν, που θα πουληθεί για να βγει κέρδος και φόροι για να ζήσει το κράτος, έχει απέναντι του το τέρας, τον Μινώταυρο του κρατισμού. Που κατασπαράσσει οτιδήποτε παράγεται στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή θα σταματήσουν να μας δίνουν λεφτά οι ξένοι. Πώς θα βρεθούν; Πρέπει να τα παράξουμε, να δουλέψουμε εγώ κι εσείς. Κι αυτή η δικλίδα δεν υπάρχει.
• Αρα, η επιστροφή στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, τότε που γράφτηκε, όπως λέτε, το σενάριο της κρίσης, βγάζει αρνητικά αισθήματα;
Το αντίθετο. Ο «Νοτιάς» είναι, βέβαια, σαρκαστική κωμωδία, αλλά βγάζει νοσταλγία, αγάπη και πολύ γέλιο. Γελάς σε κάθε σκηνή και σε μια κλαις (τουλάχιστον κλαίω εγώ). Γιατί στο κέντρο της είναι άνθρωποι με αξία, με ανθρωπιά, με δύναμη. Που, αν και ηττημένοι και χαμένοι, έχουν τελικά τον τρόπο τους να διαχειρίζονται είτε κάτι που είχαν και τους έφυγε μέσα από τα χέρια είτε κάτι που ήθελαν και δεν απέκτησαν ποτέ.
• Φαντάζομαι ότι όλα αυτά τα χρόνια μακριά από το σινεμά δεν θα ήταν εύκολα. Ολοι απαιτούσαν από σας μια νέα ταινία, μια νέα «Πολίτικη κουζίνα».
Είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή με πήρε από κάτω. Φοβόμουνα κι εγώ να αναμετρηθώ με τον πήχη που είχα βάλει. Tώρα βέβαια που τα γυρίσματα προχωράνε και είμαι πολύ ικανοποιημένος από αυτό που βλέπω, ηρέμησα. Σκέφτομαι ακόμα ότι η αποδοχή της «Πολίτικης κουζίνας» ήταν κάτι πολύ συγκινητικό και μοναδικό, το έζησα, είμαι γεμάτος και χορτάτος, δεν επιδιώκω σώνει και καλά να το επαναλάβω, δεν θα μου λείψει. Εκτός κι αν απογοητεύσω εντελώς το κοινό... Πέρασα, όμως, χρόνια ψάχνοντας ιδέες. Ασχολήθηκα με πολλά βιβλία, που τελικά δεν μου έκαναν «κλικ». Ενα, όμως, εξακολουθώ να ονειρεύομαι να το κάνω ταινία, κι ας απαιτεί διεθνή παραγωγή και πολλά χρήματα. Είναι «Ο θείος Πέτρος και η Εικασία του Γκόλντμπαχ» του Απόστολου Δοξιάδη. Δεν είχα, πάντως, και τόσο πολλές προτάσεις και οι περισσότερες ήταν ή αφελείς του στιλ «έλα να κάνουμε ένα σίκουελ της “Πολίτικης Κουζίνας”» ή με κακά σενάρια, όπως μια μεγάλη παραγωγή στην Κίνα, που σκέφτηκα πολύ μέχρι να πω όχι. Αν και θα σας ομολογήσω κάτι, που τρέμω μην το παρεξηγήσετε, μην παραπλανήσω άθελά μου το κοινό. Μέσα μου ο «Νοτιάς», κι ας μην έχει καμιά απολύτως σχέση με Κωνσταντινούπολη, Τούρκους και φαγητό, είναι η συνέχεια της «Πολίτικης κουζίνας». Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Κάτι στους ήρωες, στην οικογένεια, στις σχέσεις, στα αισθήματα έρχεται κατευθείαν από την «Πολίτικη κουζίνα». Ισως γιατί είμαι εγώ ο ίδιος βαθιά μέσα και στις δυο ταινίες».
Στη Στοά του Χόλιγουντ
Ο Μπουλμέτης με ακουστικά στα αυτιά παρακολουθεί στη σκηνή στο μόνιτορ, ναι, αυτή η ταινία είναι ψηφιακή («μακριά από μένα η υστερία να σώσουμε το φιλμ, στην “Πολίτικη κουζίνα” κάποια στιγμή αναγκαζόμουνα να κάνω σκηνή και λήψη γιατί μου τελείωνε το φιλμ»). Η Μαργαρίτα Μαντά ξανάγινε βοηθός σκηνοθέτη ενώ η ταινία της, το υπέροχο «Για πάντα», πηγαίνει σε ξένα φεστιβάλ. Ο μετρ του ήχου Μαρίνος Αθανασόπουλος είναι εγγύηση. Η έμπειρη ενδυματολόγος Εύα Νάθενα δεν το κουνάει ρούπι κι ας έχει τυπικά η δουλειά της τελειώσει. Και ψηλά πάνω στη σκαλωσιά ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής τραβολογάει τον σκηνοθέτη, που πρέπει κι εμείς εν πάση περιπτώσει να απομονώσουμε.
Η Στοά του Χόλιγουντ, στην Κάνιγγος, εκεί όπου κάποτε χτύπαγε η καρδιά του ελληνικού κινηματογράφου με το Μέγαρο της Εβδομης Τέχνης, τη μέρα που πήγαμε στα γυρίσματα του «Νοτιά» είχε επιστρέψει στη δεκαετία του ’70. Ενα φωτογραφείο, ένα υπέρκομψο κατάστημα δερμάτινων ειδών, καφενεία, κομπάρσοι βιαστικοί ή αραχτοί. Ο Θέμης Πάνου και ο Ταξιάρχης Χάνος «πηγαίνουν» μια σκηνή. Και στους τοίχους της στοάς ακουμπισμένες μεγάλες πράσινες οθόνες, για τα ειδικά εφέ.
Ο Τάσος Μπουλμέτης επιμένει να γράψουμε το όνομα της Σωτηρίας Μαρίνη, που έκανε το κάστινγκ, και μιλάει για τους ηθοποιούς με πάθος (στέκεται ιδιαίτερα στη «μαμά» Μαρία Καλλιμάνη και τη Ζωζώ Σαπουντζάκη με τον μικρό της ρόλο). Ξαναβρέθηκε με χαρά με τον παραγωγό Κώστα Λαμπρόπουλο (View Master), ευγνωμονεί για την οικονομική στήριξη την OTE TV και νιώθει μεγάλη εμπιστοσύνη στη MAGIKON για τα ειδικά εφέ.
Και, ναι, ούτε γι’ αυτόν ήταν εύκολα τα πράγματα μέσα στην κρίση. «Στην “Πολίτικη κουζίνα” υπήρχαν χορηγοί που έδιναν 100 χιλ. ευρώ», λέει, «και τώρα αυτά τα χρήματα έπεσαν στις 10 και 20 χιλ. Πάλι καλά που υπάρχουν ακόμα γενναιόδωροι άνθρωποι για το ελληνικό σινεμά».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας