Έξι χρόνια μετά την κυκλοφορία του τελευταίου μυθιστορήματος του, ο Τούρκος νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, επισκέφτηκε την Αθήνα, με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου που έχει τίτλο «Κάτι παράξενο στο νου μου» (εκδόσεις Ωκεανίδα) και έδωσε διάλεξη τον περασμένο Δεκέμβρη στο Μέγαρο Μουσικής.
Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας με τον έντονο πολιτικό λόγο που δεν χρησιμοποιεί ποτέ υπολογιστή και λατρεύει τους περιπάτους στην Πόλη συνομίλησε με τη δημοσιογράφο Εύη Κυριακοπούλου και αναφέρθηκε στο σύνολο του έργου του.
Οι μεγάλες πολεοδομικές και οικιστικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην Κωνσταντινούπολη τα τελευταία 40 χρόνια με την αύξηση του εσωτερικού μεταναστευτικού ρεύματος από την Ανατολία και η αναπόληση παλιότερων δεκαετιών πρωταγωνιστούν στο βιβλίο και την συζήτηση, μαζί με τον κεντρικό ήρωα, τον Μεβλούτ, έναν πλανόδιο πωλητή, που τριγυρνάει συνεχώς για χρόνια κυρίως τις νύχτες στους δρόμους της Πόλης πουλώντας ένα οθωμανικό ποτό, τον μποζά.
Η ζωή είναι μια συνεχής επιλογή
«Η ευτυχία και η δυστυχία εξαρτώνται από τις επιλογές που κάνουμε στη ζωή» λέει ο Ορχάν Παμούκ. «Αποφασίζω με ποια γυναίκα θα είμαι, ποιο βιβλίο θα διαβάσω, ποιο μέρος θα επισκεφτώ, ποιον θα συναντήσω. Η ζωή είναι μια συνεχής επιλογή, όπως το έθεσαν και οι Γάλλοι υπαρξιστές τις δεκαετίες '60 και '70.
Το βιβλίο μου θέτει το ζήτημα του να παντρευτείς το κατάλληλο πρόσωπο σε αγόρια και κορίτσια που δεν συναντώνται πριν από τον γάμο. Σύμφωνα με στατιστικές μελέτες, το 54% των γάμων στην Τουρκία (κυρίως στην Ασιατική) είναι προαποφασισμένοι. Δεν υπάρχει ελεύθερη επιλογή (και αυτό ισχύει και στο βιβλίο).
Στο βιβλίο μου γράφω: «Να τον παντρευτείτε πρώτα, γιατί όταν τον γνωρίσετε δεν θα θέλετε να τον παντρευτείτε». Στο βιβλίο υπάρχουν δυο τρόποι αγάπης: Ή να μην γνωρίζεις τον άλλον, ή να είσαι τυφλός. Ο πρωταγωνιστής Μεβλούτ πάει σχολείο ερωτεύεται την ακατάλληλη γυναίκα, αλλά παντρεύεται κάποια άλλη».
Το βιβλίο των 700 σελίδων ξεκίνησε σαν νουβέλα, αλλά-όπως αναφέρει ο Παμούκ- και ο Τζέιμς Τζόις άρχισε τον «Οδυσσέα» σαν νουβέλα. Η διαδικασία ταύτισης του συγγραφέα με κάποιους από τους ήρωες του βιβλίου του ήταν αναπόφευκτη και κράτησε πήρε 6 χρόνια.
Στο «Κάτι παράξενο στο νου μου» ο Παμούκ θέλησε να ταυτιστεί με την κατώτερη τάξη, που είναι η λιγότερο ευνοημένη στη μυθιστοριογραφία, μέσα σε έναν ραγδαία εξελισσόμενο κόσμο. Αυτή η επιλογή περιγραφής της κατώτερης τάξης στο βιβλίο του έχει για τον ίδιο ιδιαίτερη σημασία.
«Στη σημερινή Ιστανμπούλ οι πλανόδιοι πωλητές χάνονται» αναφέρει. Δημιουργήθηκαν νόμιμες παραγκουπόλεις που είναι ίδιες με τις φαβέλες της Βομβάης από φτωχούς που μετοίκησαν στην Ιστανμπούλ της οποίας ο πληθυσμός από 1 εκατομμύριο ανήλθε στα 15».
Ο συγγραφέας αναπολεί, ανατρέχει σε γραφικές λεπτομέρειες, στη διάρκεια στρατιωτικών χρόνων : στην παιδική του ηλικία, όπου δεν υπήρχαν συσκευασμένα προϊόντα, στην δεκαετία του ’60, όπου ο πλανόδιος πωλητής κουβαλούσε το γιαούρτι με κοντάρι.
Μποζάς, το οθωμανικό ποτό
Όσο για τον περίφημο μποζά του βιβλίου, που έλκει τις ρίζες του στα οθωμανικά χρόνια, είναι ένα ζυμωμένο οινοπνευματώδες ποτό από σιτάρι, καλαμπόκι και κρασί: 3 ποτήρια μποζά ισοδυναμούν με ένα ποτήρι μπύρα.
«Οι σουλτάνοι υπήρξαν ελαστικοί με τον μποζά, καθώς έπιναν και οι ίδιοι» τονίζει ο συγγραφέας. « Όταν θέλησαν να ελέγξουν την κατανάλωση, έκλεισαν τα οινοποιεία που πουλούσαν μποζά.
Μετά το κοσμικό κράτος του Ατατούρκ τις δεκαετίες ’30 και ’40, αλλά κυρίως την δεκαετία του ’70, όταν η Ιστανμπούλ σπαρασσόταν από τον εμφύλιο Αριστεράς-Δεξιάς, η πώληση μποζά ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής».
Συνομιλώντας με πωλητές μποζά, ο Παμούκ, αποκόμισε την εντύπωση πως οι άνθρωποι προτιμούν το ποτό κυρίως για το τελετουργικό και όχι τόσο για τη γεύση.
«Όταν ήμουν παιδί, υπήρχε ησυχία στο σπίτι, είχαμε μόνο ραδιόφωνο και ο ήχος από τον δρόμο «Ολά, ολά, μποζά, μποζά» μας συνάρπαζε» θυμάται. «Ο πωλητής ανέβαινε στο σπίτι, ο φτωχός αυτός άνθρωπος που πουλούσε αυτό το περίεργο ποτό, που το συνδέαμε με τα παλιά οθωμανικά χρόνια».
Εμείς επινοούμε την παράδοση
Τον Ορχάν Παμούκ ενδιαφέρει ιδιαίτερα το θέμα της εθνικής ταυτότητας, και αναρωτιέται τι την διαμορφώνει. Βασίζεται στη θρησκεία ή στην Ιστορία; Υπάρχουν υπόγεια ρεύματα στην φιλοσοφία και την ιστορία για το ζήτημα του «να ανήκεις», επισημαίνει. Αναρωτιέται αν οι εικόνες δημιουργούν μόνο οπτικό πεδίο ή και διανοητικό, παρατηρώντας πως η ρομαντική φαντασία αναπτύσσει περίεργο χαρακτήρα και νου.
Τα μυθιστορήματα του Ορχάν Παμούκ που δεν δίδαξε ποτέ στην Τουρκία- μόνο στο Columbia University των ΗΠΑ- διατρέχει η παράδοση της χώρας του.
Ωστόσο όπως διαπιστώνει: «Η παράδοση είναι κάτι που εμείς επινοούμε. Σε κάθε έργο μου κάνω συνδέσεις με μεγάλα γεγονότα. Κάποιες φορές οι ήρωες μου είναι άνθρωποι καθημερινοί (όπως στον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι).
Δεν υπάρχει συνδετική παράδοση, υπάρχει ολισθηρή χρήση της ταυτότητας. Δημιουργώ όλα μου τα έργα για να αλλάξει ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο. Απαλλάσσομαι από τα δεσμά της Ιστορίας με την φαντασία. Ξεχάστε τη λέξη παράδοση. Τίποτα δεν έχει αλλάξει: Οι κακές συμπεριφορές των ανδρών, κάποιοι που λατρεύουν την ισχυρή κυβέρνηση, το κάλλος του Βοσπόρου, η σχέση με την Ευρώπη, τίποτα δεν έχει αλλάξει».
Ο συγγραφέας της Ιστανμπούλ
Ο Παμούκ ομολογεί πως στόχος του ήταν να γράψει για την ανθρωπότητα. Το μυθιστόρημα του καλύπτει 40 χρόνια, μαζί με όλες τις αλλαγές που σημάδεψαν το οικιστικό σώμα της Πόλης.
«Στην αρχή είχαν κατασκευαστεί αυθαίρετα σπίτια (από ανθρώπους που είχαν έρθει από την Ανατολία στην Ιστανμπούλ)» λέει. «Οι μαφιόζοι νομιμοποίησαν τα αυθαίρετα, οι τιμές ανέβηκαν, η εσωτερική μετανάστευση ανέπτυξε πολύ την Πόλη.
Μετά από 40 χρόνια υπάρχουν ουρανοξύστες δίπλα σε παραγκουπόλεις και παράνομα αυθαίρετα. Στις δεκαετίες ’20, ’50 υπήρχαν μικρά διαμερίσματα σε πολυκατοικίες με πισίνα, δίπλα στις παραγκουπόλεις», αναφέρει, τονίζοντας πως η ίδια η έννοια της ταυτότητας (και της Πόλης) έχει μεταλλαχθεί.
Ο ίδιος αποδέχεται με χαρά τον τίτλο του «συγγραφέα της Ιστανμπούλ» που του αποδίδουν οι ξένοι κριτικοί.
Το πνεύμα του βιβλίο διάκειται νοσταλγικά για την Πόλη, παρόμοια με το πρόσωπο του πρωταγωνιστή του, του Μεβλούτ, που προέρχεται από ένα χωριό της Ανατολίας, όπου δεν υπάρχει γυμνάσιο. Πάει σχολείο στην Πόλη, μετά σε εργοστάσιο, στη συνέχεια γίνεται πλανόδιος πωλητής.
Ο ίδιος ο Παμούκ εστιάζει στην αισιοδοξία που διακατέχει το βιβλίο, καθώς - όπως επισημαίνει- ο Μεβλούτ είναι ευτυχής. Αυτό το θεωρεί την μεγάλη πρόκληση του βιβλίου: Να μην είναι μελοδραματικό, παρόλο που αναφέρεται σε έναν πλανόδιο πωλητή της κατώτερης τάξης. «Όχι δάκρυα για τον Μεβλούτ» μας προτείνει ο Παμούκ. « Να τον αντιμετωπίσουμε σαν προσωπικότητα πλήρως αναπτυγμένη».
Κάτι παράξενο στο νου μου
Αναφερόμενος στον τίτλο του βιβλίου: «Κάτι παράξενο στο νου μου», τονίζει πως προέρχεται από ένα ποίημα.
«Όλοι μου έλεγαν πάντα: «Έχεις έναν παράξενο νου» επισημαίνει ο συγγραφέας. «Ο Μεβλούτ έχει φαντασία, μνήμη, χαρά. Αυτός περπατάει για να πουλάει, εγώ περπατάω για να συγγράφω.
Για τα μυθιστορήματα μου περπατάω πολύ, σε συνοικίες, σοκάκια. Κάθε Κυριακή με τη φίλη μου επισκέπτομαι συνοικίες, τρώω, επιστρέφω με σημειώσεις».
Ωστόσο, ο συγγραφέας της Ινσταμπούλ αρνείται τον ρόλο του «πρεσβευτή της Τουρκίας» και αποκαλύπτει πως παρόλο που δεν αισθάνεται να απειλείται στην Τουρκία και έχει το προνόμιο να κυκλοφορεί ελεύθερα, έχει έναν σωματοφύλακα: « Δυστυχώς με έχει αναλάβει. Είχα 3, τώρα έχω έναν. Η Τουρκία προοδεύει» αναφέρει με χιούμορ.
Τα ερημωμένα σπίτια των Ρωμιών της Πόλης
Το βιβλίο του στοιχειώνουν τα ερημωμένα σπίτια των Ρωμιών της Πόλης: «Όταν επέστρεψαν να τα δουν, οι Τούρκοι δεν τους υποδέχτηκαν καλά» τονίζει. « Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο μισός πληθυσμός ήταν μη μουσουλμανικός. Ο Μεβλούτ από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως το 2000 ζει σε παράγκα πουλώντας την πραμάτεια του στους δρόμους.
Με βάση την έρευνα που έκανα, η δράση του Μεβλούτ αφορά την περιοχή που είναι ανάμεσα στο Φερικιόι, και το Ταρλάμπασι, όπου ζούσαν πολλοί μη μουσουλμάνοι (Έλληνες, Αρμένηδες, Εβραίοι).
Η περιοχή αστικοποιείται, είναι μια πολύ φτωχή συνοικία με άδεια σπίτια Ελλήνων που ζουν στην Ελλάδα. Τώρα ζει πολύς κόσμος που έχει καταφθάσει από την Ανατολία. Μετά το 1964 έφυγαν οι Έλληνες της Πόλης και από το Ταρλάμπασι.
Προσπαθώ να αντιμετωπίζω τις πολιτικές τραγωδίες συζητώντας με τους κατοίκους, να δω πως σκέφτονται οι άνθρωποι. Στο Ταρλάμπασι μου λένε πως οι Έλληνες ήταν πιο καλοί. Οι νέοι κάτοικοι που έρχονται καταστρέφουν τις παλιές κατοικίες».
Ο Παμούκ προσεγγίζει μια πόλη, την πόλη του με ιδέες που χάθηκαν, ενώ τον διακατέχει άγχος σχεδόν μεταφυσικό να καταλάβει τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί.
Ο ίδιος είναι καθαρόαιμος Πολίτης: Επί 63 χρόνια ζει στο Ταξίμ, την πιο κεντρική συνοικία της Πόλης. Νοσταλγικά ομολογεί πως υπήρξε πιο ευτυχισμένος στα 40 και στα 50 του , εποχή που όπου γνώριζε και την παραμικρή λεπτομέρεια των δρόμων που περιδιάβαινε.
42 χρόνια συγγραφέας, γράφει ακόμη με το χέρι δηλώνοντας «χαρούμενος» που δεν χρησιμοποιεί υπολογιστή και «γραφομανής», καθώς γράφει ασταμάτητα ημερολόγια.
Το μυθιστόρημα δεν θέτει ερωτήσεις
Υπάρχουν πολλοί λόγοι και κίνητρα για να γράψεις ένα βιβλίο τονίζει ο Ορχάν Παμούκ. Αφορμή για να γράψει το βιβλίο του «Χιόνι» (1995-2000), υπήρξε το γεγονός πως 65%-75% των γυναικών που συναντούσε φορούσε μαντίλα.
«Στις φοιτήτριες απαγορευόταν να φορούν μαντίλα και το 65% δεν μπορούσε να σπουδάσει» λέει. «Αυτό άνοιξε τον δρόμο για το πολιτικό Ισλάμ». Και ισχυρίζεται πως σκοπός ενός μυθιστορήματος δεν είναι να θέτει ερωτήσεις:
«Ο Νίτσε λέει πως οι μικρό-ιστορικοί γράφουν τα απομνημονεύματα τους σαν Ιστορία. Έτσι είμαι κι εγώ Μεβλούτ που λέει πως «σκέφτομαι μόνο περπατώντας» βαδίζοντας διαρκώς -κάποτε σε ένα άδειο νεκροταφείο, όπου σκιές, σκυλιά αναδύονται, στιγμές όπου ρομαντικά φαντάσματα συνδέονται με την Ιστορία.
Είμαι εδώ για να γράφω μυθιστορήματα, δεν θέλω να τοποθετηθώ φωνασκώντας. Γράφω ερευνώντας, επινοώντας ήρωες με αποκλίνουσες απόψεις. Αναπτύσσονται επιχειρήματα με πολλές οπτικές. Η άποψη μου δεν πρέπει να είναι εμφανής».
Ο ίδιος αναγνωρίζει πως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει εστιάζονται όχι στα βιβλία του, αλλά στις συνεντεύξεις, όπου του θέτουν ερωτήματα πολιτικής υφής.
«Δεν θέλω να είμαι συγγραφέας που δίνει πολιτικές απαντήσεις» δηλώνει. «Εγώ είμαι για να γεφυρώνω τις διαφορές. Υπάρχουν υπόγεια ρεύματα ανάμεσα στις προθέσεις της καρδιάς και τις προθέσεις των λόγων. Αυτή είναι η ισλαμική ρητορική: «Αυτό που θέλει η καρδιά και αυτό που θέλουν τα λόγια».
Πιστεύουμε κάτι και λέμε κάτι άλλο, θέλουμε κάτι και αποκτούμε κάτι διαφορετικό. Στην Τουρκία προτιθέμεθα να κάνουμε κάτι άλλο από αυτό που τελικά κάνουμε. Είναι η ολισθηρή πλευρά του εαυτού μας. Κι αυτό μ’ αρέσει» ομολογεί.
Μουσείο της Αθωότητας
Το 2012, ο συγγραφέας άνοιξε ένα πραγματικό μουσείο, το μουσείο της αθωότητας, με αφορμή το ομότιτλο βιβλίο.
«Στην πραγματικότητα, το Μουσείο της Αθωότητας που έγραψα το 2008 είναι ένα μυθιστόρημα αγάπης» λέει.
«Για το μουσείο είχα συλλάβει την ιδέα στο βιβλίο κι εκεί εξηγείται η ανάγκη. Στο Μουσείο εκτίθενται αντικείμενα από την εποχή του Κεμάλ, της ανώτερης τάξης από συνοικίες που στην παιδική μου ηλικία είχαν κάποιες ιδιαιτερότητες.
Όλα τα εκθέματα του Μουσείου, όλα τα αντικείμενα αναφέρονται στο βιβλίο. Από το 1950 μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα (τηλεοράσεις, ρούχα, εισιτήρια, οδοντόβουρτσες της δεκαετίας του ’60, παλιά ρολόγια, σπίρτα). Πρόκειται και για εφήμερα αντικείμενα. Συνέλεξα αυτά τα αντικείμενα για να αναδείξω τα ανθρώπινα στοιχεία» αναφέρει ο Παμούκ.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας