Σκέφτηκα τον σημερινό τίτλο, καθώς, ξεφυλλίζοντας την «Εφ.Συν.» αυτών των ημερών, βλέπω μέσα από τα φύλλα της να ξεπετιούνται αφισούλες υπομνηστικές του Μάη του ’68 (αντίγραφα αυθεντικών). Τότε που ήμασταν μισόν αιώνα νεότεροι, και με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο μιας απίστευτης, σκληρής δικτατορίας, προσπαθούσαμε, συνωμοτικά, να μάθουμε τι κάνουν και τι λένε τα δικά μας παιδιά, εκείνες οι ωραίες φοιτητικές, μετά και εργατικές, συντροφιές που, ξεκινώντας από το Παρίσι, απλώνονταν σε όλη την ελεύθερη Δυτική Ευρώπη, αναζητώντας την άμμο της θάλασσας θαμμένη κάτω από την άσφαλτο.
Θυμάμαι, ενδεικτικά, την πρώτη πρώτη ενημέρωση. Πρωτοβουλία μιας συντροφιάς, που όλοι μας είχαμε γνωριστεί σε δύσκολες ώρες, να μάθουμε τι τρέχει οι λιγότερο ενήμεροι (κυρίως λόγω γλώσσας) από τους πιο ενήμερους, που παρακολουθούσαν ξένο ραδιόφωνο και διάβαζαν ξένες εφημερίδες.
Ημουν ο νεότερος και ήμασταν, με μιλημένο τον καταστηματάρχη που, συγχρόνως, σερβίριζε και βαστούσε τσίλιες, στο πατάρι μικρού ζαχαροπλαστείου στην Ακαδημίας, πλάι στη στοά της Οπερας. Δεν ήμασταν παραπάνω από τέσσερις-πέντε· αλλιώς θα κινούσαμε υποψίες ως πολυάριθμοι και σε πατάρι του κέντρου… Μιλούσαμε δυνατά για άσχετα και σβήναμε τις φωνές για τα σπουδαία.
Θυμάμαι λοιπόν τους δύο από τους, ίσως, τέσσερις, εάν ο πέμπτος είναι ο επιγραφόμενος: Τον Γιώργο Κουπαρούσο, φαρμακοποιό, που ήταν και ο «εισηγητής» σ’ αυτή την αυτοσχέδια, πηγαία, ενημέρωση, καθόσον πολύγλωσσος και τον Φίλιππο Βλάχο (ολογράφως, για τους δικούς του, Φιλιππόβλαχο), ηθοποιό, που μόλις ξεκινούσε το εκδοτικό του πέταγμα με τα «Κείμενα», στο οποίο διέπρεψε. Από χρόνια απόντες αμφότεροι, είπα να τους αφιερώσω αυτές τις ελάχιστες μνήμες νεότητας. Αυτό άλλωστε είναι, πιστεύω, ο Μάης του ’68: μια διαρκής νεότητα.
Σχόλια