«Θα σας φάνε τα παιδιά σας» λέει το παλιό αναρχικό σύνθημα που έγινε τραγούδι πριν από μερικά χρόνια από τον Τζιμάκο τον Πανούση.
Ετσι είναι: όταν οι «αναπτυγμένες» κοινωνίες της ακραίας εξατομίκευσης, της πολιτικής συνδιαλλαγής και της υποταγής στα μεγάλα συμφέροντα σπρώχνουν συστηματικά μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων στην α(ν)εργία, τις συμμορίες και τα ναρκωτικά και αντιμετωπίζουν κάθε κραυγή αγωνίας και κάθε κίνηση αντίστασης των δεκαεξάρηδων με τα ρόπαλα, τα δακρυγόνα και τις σφαίρες, τότε είναι αναπόφευκτο πως θα θερίσουν θύελλες.
Θύελλες κοινωνικές σαν αυτή που συνταράσσει αυτές τις μέρες συθέμελα τη Βαλτιμόρη, αλλά και σαν εκείνες -για να μην ξεχνάμε και τη δική μας «γειτονιά» της ανισότητας- που έκαψε το Λονδίνο το 2011, την Αθήνα το 2008 και το Παρίσι το 2005.
Ο σπινθήρας, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, ήταν ο ίδιος – η ανεξέλεγκτη αστυνομική βία και η αδικαιολόγητη δολοφονία νεαρών ανθρώπων, είτε αυτοί λέγονταν Αλέξης, είτε Φρέντι, είτε Μπερκίν: όμως το πιο σημαντικό δεν είναι η σπίθα, αλλά το μαζεμένο για δεκαετίες ταξικό προσάναμμα – η σωρευμένη οργή των παιδιών που νιώθουν πως η ζωή τους έχει υπονομευτεί πολύ πριν γεννηθούν, πως το μόνο μέλλον που τους επιτρέπεται στο πλαίσιο του νέου υψηλής τεχνολογίας μεσαίωνα είναι αυτό της αυτοταπείνωσης και του συμβιβασμού με τη σαπίλα που τους περιβάλλει.
Και, όταν κάποιο απότομο σοκ τα ξυπνήσει από το λήθαργο, εξεγείρονται – και τρώνε τους γονείς τους.
Σε αυτές τις απρόβλεπτες εκρήξεις νεανικής οργής τα οργανωμένα συστήματα εξουσίας δεν έχουν καμιά απάντηση, παρά μόνο την ένοπλη βία.
Χτες είδαμε το -ομολογουμένως συνταρακτικό- νέο πρωτοσέλιδο του περιοδικού «Time», που (εν μέσω νέων επεισοδίων και με 3.000 πάνοπλους εθνοφρουρούς να έχουν επί της ουσίας καταλάβει στρατιωτικά τη Βαλτιμόρη) θυμίζει ότι σχεδόν μισό αιώνα μετά τη δολοφονία του μαύρου ηγέτη Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τις άγριες φυλετικές συγκρούσεις που εκείνη πυροδότησε, ελάχιστα πράγματα έχουν επί της ουσίας αλλάξει.
Χρησιμοποιώντας τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες ενός νεαρού ερασιτέχνη, του Ντέβιν Αλεν, εικόνες που -αν εξαιρέσεις τα ρούχα των διαδηλωτών, τα αυτοκίνητα και την τεχνολογική «πρόοδο» στον κατασταλτικό εξοπλισμό των αστυνομικών- κάλλιστα θα μπορούσαν να έχουν τραβηχτεί το 1968, το «Time» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι 47 χρόνια μετά το φυλετικό μίσος παραμένει άσβεστο και οι πραγματικές κοινωνικές αλλαγές είναι μηδαμινές.
Τα γκέτο των μαύρων στη Βαλτιμόρη, λέει το «Time», έχουν τους δικούς τους άγραφους νόμους, μια «γλώσσα» της βίας, των όπλων και των ναρκωτικών, από την οποία μάταια προσπαθούν οι κάτοικοί της να ξεφύγουν. Αυτή η «γκετοποίηση» συνέβαλε, λέει, ώστε οι φυλετικές διακρίσεις να εξακολουθούν να «βράζουν» κάτω από την επιφάνεια.
Ομως η προσέγγιση του «Time» είναι -ως συνήθως- πολύ ρηχή και εκμεταλλεύεται το θυμικό και την εικόνα για να «κουκουλώσει» τα πραγματικά αίτια της εξέγερσης πίσω από το υπαρκτό, αλλά σε καμιά περίπτωση κυρίαρχο -πλέον- ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων.
Στην πραγματικότητα πάρα πολλά έχουν αλλάξει στη Βαλτιμόρη, μια κατεξοχήν «μαύρη» πόλη με 630.000 κατοίκους, αλλά και σε ολόκληρες τις ΗΠΑ σε αυτά τα 47 χρόνια.
Πέρα από το γεγονός ότι στον Λευκό Οίκο ζει εδώ και έξι χρόνια ένας μαύρος πρόεδρος με κενυατικό αίμα, η συγκεκριμένη πόλη έχει μαύρη δήμαρχο και μαύρο επικεφαλής της αστυνομίας, η οποία στελεχώνεται σε ποσοστό σχεδόν 50% από Αφροαμερικανούς!
Κάτι τέτοιο θα ήταν ανήκουστο στη δεκαετία του '60, όταν από τα δέντρα του Μισισίπι κρέμονταν ακόμα «παράξενα φρούτα» -για να θυμηθούμε και την Μπίλι Χολιντέι- και η Κου Κλουξ Κλαν έλεγχε ολόκληρες Πολιτείες.
Η αλήθεια λοιπόν είναι άλλη: η πόλη, η υπερδύναμη -κι ο κόσμος όλος που αυτή ασθμαίνοντας διαφεντεύει για χάρη μιας δράκας ζάπλουτων αφεντικών- παραμένει ακραία ταξικά διαχωρισμένη, με το φτωχό της τμήμα να βυθίζεται στην ανέχεια, την ανεργία και τη βία, ανεξαρτήτως χρώματος.
Για του λόγου το αληθές «κλέβω» δυο φράσεις από το εξαιρετικό προχτεσινό κομμάτι της Μαργαρίτας (Βεργολιά): «Η ζωή στη Βαλτιμόρη είναι η ιστορία δύο πόλεων» αναφέρει [ο λευκός αρθρογράφος Νταν Ντάιαμοντ στο «Forbes»]. «Εγώ μεγάλωσα στο καλό κομμάτι, όπου βρίσκεται το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, το Μουσείο Τέχνης και μισή ντουζίνα ιδιωτικά σχολεία. Είναι το τμήμα όπου κάποιος μπορεί όχι απλώς να κάνει μεγάλα όνειρα, αλλά και να πιστεύει ότι αυτά μπορεί να πραγματοποιηθούν. Ο Φρέντι Γκρέι πέθανε στο άλλο τμήμα, όπου το 1/4 των κατοίκων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, η ανεργία είναι πάνω από 19%, λιγότερο από το 60% των μαθητών τελειώνει το σχολείο και το μέσο προσδόκιμο ζωής είναι μικρότερο κατά τουλάχιστον 20 χρόνια»...
Αυτή είναι η πραγματικότητα στην υποτιθέμενη χώρα των ίσων ευκαιριών. Δεν έχει πια τόση σημασία αν είσαι μαύρος ή άσπρος - αυτό που μετρά είναι αν είσαι πλούσιος ή φτωχός, αν είχες πρόσβαση στα σωστά σχολεία και τις σωστές δουλειές, κι αν την «κακιά στιγμή» ήσουν στη «σωστή» ή τη «λάθος» μεριά της πόλης.
Τα υπόλοιπα είναι δικαιολογίες και δάκρυα των γραβατωμένων στρουθοκαμήλων και κροκόδειλων, των εύγλωττων ψιττακών υπηρεσίας, για να κρύβεται η αλήθεια...
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας