Από τότε που ιδρύθηκε η ελληνική κοινωνία ως πολιτική οντότητα εντάχθηκε στο «παράδειγμα» του πολιτικού διαφωτισμού. Ως πολιτική μορφή ζωής, όπως αποδεικνύεται από τα συνταγματικά κείμενα, οργανώθηκε με βάση τις θεμελιώδεις αρχές της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας. Κατά την πολιτική ιστορία των δύο αιώνων συνέβησαν πολλά γεγονότα, τα οποία είτε υπονόμευσαν την αρχή της αντιπροσώπευσης είτε κατήργησαν τη δημοκρατική αρχή. Πολλές φορές το υφιστάμενο πολίτευμα τροποποιήθηκε και άλλες φορές επιβλήθηκαν δικτατορικά καθεστώτα. Με λίγα λόγια, η πολιτική και το πολιτικό στοιχείο ως προς τη δομή και το περιεχόμενό του γνώρισαν ποικίλες εκδοχές, εντός των πραγματολογικών ορίων όμως του «παραδείγματος» του πολιτικού διαφωτισμού πάντοτε.
Στις μέρες μας, η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει βαθιά οικονομική κρίση, της οποίας οι επιπτώσεις στον καθημερινό κοινωνικό βιόκοσμο έχουν μεταφραστεί σε «κοινωνικό κακό». Ολοι μιλάμε για ανθρωπιστική κρίση και για μία κοινωνία η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως φτωχή κοινωνία εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.). Η οικονομική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας είναι αντιπαραγωγική και η παραγωγή πλούτου είναι σχεδόν μηδενική. Το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί και η διαχείρισή του έχει καταστεί το πρώτιστο πολιτικό ζήτημα.
Με τις προτάσεις αυτές περιγράφεται η κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων στην ελληνική κοινωνία. Σ’ αυτές τις προτάσεις θα προσθέσουμε μία ακόμη: η διαχείριση και η μέθοδος για να επιλυθεί το πρόβλημα του κρατικού χρέους δεν είναι πολιτική, αλλά τεχνοκρατική. Πράγμα που σημαίνει ότι οι πολιτικοί δρώντες μεταμφιέζονται σε τεχνοκράτες για να επιλύσουν ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα όπως το ζήτημα του χρέους. Εγκλωβίζονται στο καθεστώς των μνημονίων, το οποίο οι πολιτικοί δρώντες προώθησαν και επέβαλαν με κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Παγιδεύονται στο καθεστώς των τεχνοκρατικών διαπραγματεύσεων, τις οποίες επινόησαν και επί πέντε χρόνια υπερασπίζονται σαν τη βασιλική οδό που οδηγεί στη «σωτηρία της χώρας»!
Ας τονιστεί, για ακόμη μία φορά, ότι η ρητορική των πολιτικών δρώντων (του πρωθυπουργού, των υπουργών, των κυβερνητικών φορέων) καταφεύγει με μεγάλη ευκολία στις μεταφορές (π.χ. φως στο τούνελ, το καράβι περνάει τον κάβο κ.ά.), επειδή μ’ αυτόν τον γλωσσικό τρόπο επιδιώκουν να αποφύγουν τη νοηματική γύμνια των αποφάσεών τους και των πράξεών τους. Με τη μεταφορική αφήγηση μπορούμε να υπερασπιστούμε πράγματα τα οποία η λογική επιχειρηματολογία δεν μπορεί ούτε στοιχειωδώς στο εμπειρικό επίπεδο να τεκμηριώσει. Εάν δεχτούμε π.χ. ότι έχει επιτευχθεί το δημοσιονομικό πλεόνασμα ως μακροοικονομικό μέγεθος, αυτό ανάγεται στη δυσχερή καθημερινή κατάσταση του ατόμου ως μέγεθος της πραγματικής οικονομίας. Το ερώτημα που διατυπώνεται είναι το εξής: πώς ένα μακρο-οικονομικό μέγεθος μπορεί να συσχετιστεί μ’ ένα μέγεθος της πραγματικής οικονομίας, που είναι η οικονομική εξαθλίωση του ατόμου;
Η απάντηση στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα δεν μπορεί να είναι τεχνοκρατική, ούτε λογιστική, ούτε γραφειοκρατική και όμως οι πολιτικοί δρώντες εδώ και πέντε χρόνια αντί να λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις και να εκτελούν πολιτικές πράξεις υλοποιούν διοικητικές και γραφειοκρατικές αποφάσεις.
Για παράδειγμα: λαμβάνουν την απόφαση να περικόψουν τις συντάξεις με στόχο να μειώσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα ή να συγκεντρώσουν χρήματα για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Στην πολιτική όμως (Αριστοτέλης, Max Weber, Habermas κ.ά.) και όσοι εμπλέκονται σ’ αυτή δεν κάνουν πράξεις γραφειοκρατικές και λογιστικές αλλά πράξεις αναστοχασμού και αυτοπροσδιορισμού της ίδιας της κοινωνίας.
Επομένως το κριτήριο για τον πολιτικό ή τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα της απόφασης ή της πράξης θα πρέπει να αναζητηθεί στο ευρύτερο πραγματολογικό πλαίσιο, το οποίο ορίζεται από τις δύο θεμελιώδεις ιδέες του πολιτικού διαφωτισμού που δεν είναι άλλες από την ιδέα της ελευθερίας και την ιδέα της δικαιοσύνης. Στην περίπτωση των συντάξεων και των μειώσεών τους εάν δεν ενταχθούν οι ρυθμίσεις αυτές στην ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης τότε βρισκόμαστε μπροστά σε τεχνοκρατικές λύσεις. Μπορούμε να απαριθμήσουμε πολλές περιπτώσεις αποφάσεων και πράξεων των πολιτικών δρώντων που τελικά δεν είναι παρά διοικητικές και γραφειοκρατικές πράξεις.
Η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων διαμόρφωσε τις συνθήκες για να σχηματιστεί η πολιτική σε τεχνοκρατία. Η εγκαθίδρυση του καθεστώτος των μνημονίων δεν είναι απλή γραφειοκρατική διαδικασία. Είναι ριζική πράξη μετασχηματισμού της πολιτικής σε τεχνοκρατική διαδικασία. Μέσω αυτής της διαδικασίας οι πολιτικοί δρώντες αυτοκαταργούνται. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν χρειάζονται οι συνταγματάρχες. Δεν χρειάζεται στρατός. Η ίδια η πολιτική μετατρέπεται σε τεχνοκρατία. Διατηρείται, εννοείται, σε λειτουργία και η αρχή της αντιπροσώπευσης και η δημοκρατική αρχή όπως προβλέπεται από το «παράδειγμα» του πολιτικού διαφωτισμού. Αλλά τελικά στο «τέλος του τούνελ» προβάλλει και το τέλος της πολιτικής. Οταν όμως η ελληνική κοινωνία ως συνειδησιακή συλλογικότητα αντιληφθεί ότι μπορεί ενδεχομένως να έχει λύσει σε τεχνοκρατικό επίπεδο το πρόβλημα του δημοσίου χρέους, αλλά θα έχει θυσιάσει την πολιτική οντότητά της, τότε θα είναι πολύ αργά.
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας