Στη Βουλή συζητήθηκε τη 2α Απριλίου προ ημερησίας διάταξης η διάθεση –και μέσω δανεισμού– 25 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση ενός Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Αμυντικών Εξοπλισμών (ΜΠΑΕ). Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μας διαφώτισε ότι «οι επενδύσεις στις αμυντικές μας δυνατότητες είναι επενδύσεις στην κυριαρχία μας, επενδύσεις που αφορούν την προστασία της εθνικής αξιοπρέπειας» (δες Γεωργία Σάκκουλα, «Οι εξοπλισμοί είναι επενδύσεις στην κυριαρχία μας». «Εφ.Συν.», 3 Απριλίου 2025, σελ. 5).
Μέχρι σήμερα, γνωρίζαμε ότι οι επενδύσεις είναι επενδύσεις των επιχειρήσεων σε κτιριακό εξοπλισμό και μέσα παραγωγής και επενδύσεις του Δημοσίου σε εγκαταστάσεις δημοσίων υπηρεσιών και σε υποδομές, όπως σιδηρόδρομοι κτλ. Και πράγματι έτσι έχει το πράγμα. Δεν υπάρχουν «επενδύσεις στις αμυντικές μας δυνατότητες», γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ούτε «επενδύσεις στην κυριαρχία μας, επενδύσεις που αφορούν την προστασία της εθνικής αξιοπρέπειας». Οι δαπάνες για εξοπλισμούς, για την άμυνα της χώρας, δεν είναι δαπάνες του Δημοσίου για επενδύσεις, αλλά δαπάνες του Δημοσίου για καταναλωτικά αγαθά –δεν είναι επενδυτικές, αλλά είναι καταναλωτικές δαπάνες.
Ο πρωθυπουργός ομιλεί για τις εξοπλιστικές δαπάνες του ΜΠΑΕ ως επενδύσεις και όχι ως αυτό που πράγματι είναι, δηλαδή ως κατανάλωση, προφανώς επειδή οι επενδύσεις έχουν θετικές, ενώ η κατανάλωση έχει αρνητικές συνδηλώσεις για το ευρύ κοινό στο οποίο απευθύνεται. Για τον ίδιο ακριβή λόγο επισημαίνει, δε, ότι αυτή η αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς, στην παραγωγή των οποίων θα συμμετέχει, όπως μας διαβεβαιώνει ο πρωθυπουργός, από απαίτηση της κυβέρνησης, και η εγχώρια εξοπλιστική βιομηχανία, θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη της τελευταίας και στην αύξηση της συμβολής της στο εγχώριο προϊόν.
Ταυτόχρονα, ελπίζει ότι κανένας από τους ακροατές του δεν θα σκεφτεί ότι αυτό συμβαίνει και με την αύξηση κάθε δημόσιας δαπάνης άλλου είδους, όπως π.χ. αυτή για την ανέγερση νοσοκομείων –με τη διαφορά ότι στην κατασκευή νοσοκομείων η συμμετοχή των εγχώριων επιχειρήσεων είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνην των επιχειρήσεων άλλων χωρών–, ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που συμβαίνει με την παραγωγή των όπλων, την οποία συνεπάγεται μια αύξηση των δαπανών για όπλα.
Επίσης, αποσιωπά ότι οι δαπάνες ύψους 25 δισ. ευρώ, από τις οποίες αναμένει πως θα αυξήσουν τη συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας όπλων στο εγχώριο προϊόν (που σήμερα είναι 0,75%), συνεπάγονται και αύξηση (θα δούμε στη συνέχεια ποια μπορεί να είναι αυτή κατ’ ανώτατο όριο) της συμμετοχής των αμυντικών δαπανών στη συνολική δαπάνη της οικονομίας, δηλαδή του ήδη πολύ υψηλού ποσοστού (3,2%) των αμυντικών δαπανών στο ΑΕΠ.
Οι εξοπλισμοί και η αύξησή τους δεν συνιστούν, λοιπόν, επενδύσεις και αύξηση επενδύσεων, επειδή αυτοί οι ίδιοι δεν είναι αναγκαίοι για την παραγωγή του εγχώριου προϊόντος και η αύξησή τους δεν αυξάνει τις δυνατότητες παραγωγής του, δηλαδή το δυναμικό παραγωγής της χώρας. Οι εξοπλισμοί είναι κατανάλωση (μέρους) του εγχώριου προϊόντος – κατανάλωση που συμβάλλει και αυτή στο να τρώμε, να καταναλώνουμε δηλαδή και να επενδύουμε ως χώρα περισσότερα από όσα παράγουμε, δηλ. περισσότερα από το προϊόν που παράγεται στη χώρα, από το εγχώριο προϊόν.
Οι καταναλωτικές δαπάνες είναι όμως δύο ειδών, δαπάνες για αναπαραγωγικά και δαπάνες για μη αναπαραγωγικά προϊόντα. Αναπαραγωγικά προϊόντα είναι εκείνα που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της οικονομίας στο σύνολό της και μη αναπαραγωγικά εκείνα που δεν είναι αναγκαία για αυτήν την αναπαραγωγή. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν π.χ. οι δαπάνες των εργαζομένων για καταναλωτικά αγαθά. Αυτά τα τελευταία δεν είναι βέβαια επενδυτικά αγαθά κι έτσι δεν αυξάνουν την παραγωγική ικανότητα, το δυναμικό παραγωγής της οικονομίας, η παραγωγή τους όμως και η κατανάλωσή τους είναι αναγκαίες για την αναπαραγωγή της οικονομίας επειδή εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή της ικανότητας των εργαζόμενων για εργασία.
Οι εξοπλιστικές δαπάνες ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία. Αυτές όχι μόνον δεν αυξάνουν την παραγωγική ικανότητα, τις δυνατότητες παραγωγής, της χώρας, αλλ’ επίσης ούτε είναι αναγκαίες για την αναπαραγωγή της οικονομίας στο σύνολό της. Από καθαρά οικονομική άποψη, λοιπόν, οι εξοπλισμοί είναι κυριολεκτικά κάτι σαν πυραμίδες ή μαυσωλεία ή, αν επιθυμείτε, πυροτεχνήματα ωστόσο καθόλου εορταστικά πυροτεχνήματα.
Είναι αδιάφορο αν το ΜΠΑΕ προβλέπει πράγματι μια αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών μέχρι και το έτος 2030 κατά συνολικά 25 δισ. ευρώ, πέραν εκείνων των εξοπλιστικών δαπανών που εκτελούνται κάθε χρόνο και που αποτελούν σήμερα το 3,2% του ΑΕΠ, ή όχι, διότι, αν εγκριθούν αυτές οι δαπάνες, τότε τα μέρη τους που αναλογούν στα διάφορα έτη είναι δυνατόν να αυξήσουν το ποσοστό των αμυντικών δαπανών ανά έτος στο ΑΕΠ του έτους μέχρι και 2 περίπου ποσοστιαίες μονάδες από 3,2% σε περισσότερο από 5% του ΑΕΠ, αφού η ετήσια αύξηση αυτών των αμυντικών δαπανών ανά έτος θα είναι περίπου 5 δισ. ευρώ και το ΑΕΠ θα διαμορφωθεί κατ’ εκτίμηση στα περίπου 250 δισ. ευρώ ανά έτος κατά μέσον όρο.
Ανεξάρτητα όμως από το ποσό που οι προβλεπόμενες από το ΜΠΑΕ δαπάνες ύψους 25 δισ. ευρώ μέχρι και το 2030 θα αυξήσουν το ποσοστό των αμυντικών δαπανών στο ΑΕΠ, βέβαιο είναι ότι θα το αυξήσουν. Χωρίς πολλούς υπολογισμούς δύναται να λεχθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτές οι δαπάνες θα χρηματοδοτηθούν και με πιστώσεις, ότι αυτές θα οδηγήσουν σε αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, συνεπώς και των σχετικών τόκων που πληρώνει για την εξυπηρέτηση αυτού του χρέους ετησίως το Δημόσιο ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Επίσης, επειδή, αν δεχθούμε χάριν απλούστευσης ότι η εγχώρια βιομηχανία όπλων δεν εξάγει κανένα μέρος του προϊόντος της, μόνον το 1/4 των παραπάνω δαπανών εκτελείται για την αγορά εγχωρίων προϊόντων και τα υπόλοιπα 5/6 εκτελούνται για την αγορά εισαγομένων προϊόντων, οι δαπάνες αυτές θα αυξήσουν το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας. Περαιτέρω θα μειώσουν, ως ποσοστό του ΑΕΠ, τόσο την επένδυση όσο και την αποταμίευση (την αποταμίευση, όχι τις τραπεζικές καταθέσεις!). Τέλος, και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, το Δημόσιο θα αναγκαστεί να περιορίσει κάποιες από τις δαπάνες του, ως ποσοστό του ΑΕΠ, για δημόσια παιδεία, δημόσια υγεία, κοινωνική ασφάλιση, κοινωνικές παροχές και υποδομές.
Εν κατακλείδι: Δύσκολο να βρει κανείς πραγματικά ή έστω μεταφορικά οικονομικά επιχειρήματα για να χρυσώσει στους εργαζόμενους το πικρό χάπι των εξοπλιστικών δαπανών. Κατά τα λοιπά, επειδή αυτές οι δαπάνες είναι μη αναπαραγωγικές, θα όφειλε κανείς να κοιτάζει πολλές φορές και από τις δύο όψεις κάθε δεκάρα εξοπλιστικών δαπανών που προτείνει ή εγκρίνει.
*Πρώην καθηγητής Πανεπιστημίου
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας