Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε πίνουν οι μάγκες αργιλέ.
Αύριο 18 Ιανουαρίου 2025 είναι διπλή επέτειος για τους πολυπληθείς θαυμαστές του Βασίλη Τσιτσάνη:
1. Είναι 110 χρόνια από τη γέννηση του στις 18 Ιανουαρίου 1915.
2. Είναι 41 χρόνια από τον θάνατο του στις 18 Ιανουαρίου 1984.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης θεωρείται μέγιστος τραγουδοποιός του 20ου αι.
Επηρέασε βαθιά την γενιά των μεγάλων μουσικών: Μάνο Χατζηδάκη, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Νίκο Μαμαγκάκη.. Κατάφερε να αποδείξει ότι το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι έχουν μεγάλη αξία και δεν είναι περιθωριακά.
Βασίλης Τσιτσάνης: «Την πιο μεγάλη κούραση και στενοχώρια μού έδωσε η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Δεν μπορούσα να βρω μια λέξη τρισύλλαβη. Τελικά η λέξη βγήκε από το υπάρχον κείμενο: «που έχει πάντα συννεφιά – συννεφιά». Η επαναλαμβανόμενη λέξη ήταν η ζητούμενη. Κάθε άλλη αντ’ αυτής ήταν αρνητική μουσικώς».
Συννεφιασμένη Κυριακή,
μοιάζεις με την καρδιά μου
που έχει πάντα συννεφιά, συννεφιά,
Χριστέ και Παναγιά μου..
Είσαι μια μέρα σαν κι αυτή,
που 'χασα την χαρά μου.
συννεφιασμένη Κυριακή,
ματώνεις την καρδιά μου.
Όταν σε βλέπω βροχερή,
στιγμή δεν ησυχάζω.
μαύρη μου κάνεις τη ζωή,
και βαριαναστενάζω.
Ο διάσημος εικαστικός καλλιτέχνης Σώτος Αλεξίου και η συγγραφή 2 βιβλίων για τον συντοπίτη του Βασίλη Τσιτσάνη.
Μικρό βιογραφικό για τον Σώτο Αλεξίου:
-1961-1967. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών. Σπούδασε Σκηνογραφία kai Διακοσμητική με δάσκαλο τον Βασίλη Βασιλειάδη, και Γλυπτική, με δάσκαλο τον Γιάννη Παππά, (Υποτροφία Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών).
-1967-1969. Masters of Art, California (Υποτροφία Πανεπιστημίου Φρέσνου )
Τα 2 βιβλία του Σώτου Αλεξίου για τον Βασίλη Τσιτσάνη:
-Ο Ξακουστός Τσιτσάνης, εκδόσεις Κοχλίας, Νοέμβριος 2003.
Δεν εικονογράφησε τη ζωή που έζησε, αλλά ερμήνευσε τη ζωή που περνούσε προσπαθώντας να πιάσει τις κρυφές επιθυμίες των άλλων. Τίποτα δεν ήταν αληθινό και τίποτα δεν ήταν ψεύτικο. Τίποτα δεν ήταν μόνο ένα. Το ένα ήταν στα πολλά μαζί. Ήθελε ο καθένας που θα άκουγε τα τραγούδια του να έβλεπε εκεί μέσα τον εαυτό του. "
" Όταν έφτιαχνα ένα τραγούδι" έλεγε "ζούσα δύο ζωές. Μια όταν το έγραφα και μία όταν το έπαιζα στον κόσμο".
-Βασίλης Τσιτσάνης: Η Παιδική Ηλικία Ενός Ξεχωριστού Δημιουργού, εκδόσεις Καστανιώτη, Οκτώβριος 1998.
«Η αριστοκρατία των Τρικάλων με χλεύαζε γιατί έπαιζα μπουζούκι. Ήμουνα παιδάκι και με περιφρονούσαν...». Αυτά είναι τα λόγια του Βασίλη Τσιτσάνη ειπωμένα 50 χρόνια αργότερα. Πενήντα χρόνια δόξας και επιτυχίας δεν μπόρεσαν να σβήσουν τον εφιάλτη των παιδικών του χρόνων, που έζησε σε μια χωρισμένη σε τάξεις κοινωνία, η οποία είχε προδιαγράψει τον αφανισμό του. Δώδεκα χρόνων παιδάκι ο Τσιτσάνης ξεκίνησε να ανατρέψει τα δεδομένα αυτής της προαναγγελθείσης αποτυχίας. Μόνος του, χάρη στην αγάπη του για τη μουσική και την ιδιοφυΐα του, μπόρεσε να χαράξει ένα δρόμο που, περνώντας μέσα από την ταπείνωση, τη φτώχεια και τον πόνο, έφτασε στην απόλυτη επιτυχία μιας απίστευτης εποποιίας. Εφτακόσια περίπου τραγούδια και ούτε ένα σκάρτο. Άλλα αριστουργήματα, άλλα πολύ καλά και άλλα πολύ καλύτερα, σηματοδοτούν την πορεία μιας πενηντάχρονης δημιουργικής παρουσίας στο λαϊκό τραγούδι.».
..Αντιλαλούνε τα βουνά, σαν κλαίω εγώ τα δειλινά
περνούν οι ώρες θλιβερές σ’ ένα παλιό ρολόι
κι εγώ τους αναστεναγμούς τους παίζω κομπολόι.
Γράφει ο Σώτος Αλεξίου:
Ο Πέτρος Τσιτσάνης, αδερφός του πατέρα του Βασίλη Τσιτσάνη, ήταν και αυτός τσαρουχάς και αυτοδίδακτος μουσικός όπως όλοι οι δημοτικοί οργανοπαίκτες. Έπαιζε μαγευτικό παραπονιάρικο βιολί και τραγουδούσε θαυμάσια ηπειρώτικα, δημοτικά και βλάχικα τραγούδια. Περιζήτητος στα πανηγύρια και στους γάμους. Έκαμε δύο παιδιά. Την Ευρυδίκη (1908) και τον Γιώργο (1910). Ο Γιώργος σαν πιο γεροδεμένος και μεγαλύτερος είχε αναλάβει να προσέχει το Βασίλη από τα βίαια ξεσπάσματα των άλλων παιδιών. Πέρα από ξαδέλφια είχαν αναπτύξει και μια φιλία μεταξύ τους. Όταν αργότερα ο Βασίλης πήρε στα χέρια του το μπουζούκι, τού συμπαραστέκεται και τραγουδάει μαζί του τα τραγουδάκια που σκάρωνε ο Βασίλης. Μέχρι το 1935 τα δύο ξαδέρφια μεγαλώνουν μαζί. Ο Βασίλης στο σχολείο, ο Γιώργος στο τσαγκαράδικο, αλλά τις ελεύθερες ώρες μαζί. Ο Βασίλης στο μπουζούκι και αυτός στο τραγούδι. Οι ρίζες είχαν απλωθεί. Το περιβάλλον με την στάση του τον οδήγησε σε άλλα μονοπάτια. Άφησε το ταλέντο του να αναπτυχτεί και έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία ενός ανεπανάληπτου έργου.
Στο τέλος του 1935 τα δυο ξαδέρφια αλλάζουν δρόμους. Ο Βασίλης φεύγει για την Αθήνα, να ακολουθήσει το πεπρωμένο του, και ο Γιώργος παντρεύεται το 1936 και όλη η οικογένεια μετακομίζει στην Καλαμπάκα και έμειναν για πάντα εκεί. Τα δυο ξαδέρφια βλέπονται σπάνια και για λίγο όταν ο Βασίλης πήγαινε στα Τρίκαλα να δει τη μάνα του. Δυο ζωές, δυο δρόμοι, ένας αγώνας για την επιβίωση. Η ζωή κυλάει. Φέρνει τα πάνω κάτω , χωρίζει ανθρώπους αλλά και ενώνει. Ο Πέτρος, ο θείος του Βασίλη, είχε φιλία με τους δημοτικούς οργανοπαίκτες που έμεναν στην Καλαμπάκα. Μαζί πηγαίνανε συχνά σε γάμους και πανηγύρια. Ο Βασίλης, μικρός, πήγαινε συχνά στα πανηγύρια όπου έπαιζε ο θείος του ο Πέτρος, και έβλεπε να του κολλούνε στο μέτωπο τα χαρτονομίσματα για να παίξει το τραγούδι της αρεσκείας τους. Αυτό ήταν ένα ισχυρό σοκ, που ένιωσε και το κράτησε βαθιά μέσα του . Δεν το ξέχασε ποτέ. Κάποτε εξέφρασε αρνητική άποψη για τους δημοτικούς οργανοπαίκτες, μετά άλλαξε γνώμη και συνεργάστηκε μαζί τους. Όμως, όπως είπε, δεν ήθελε να γίνει μουσικός που να του κολλάνε τα λεφτά στο μέτωπο και να του λένε : «Παίξε, ρε!» Η ζωή κυλάει και κυλάει όπως αυτή θέλει. Το… « Συν Αθηνά και χείρα κίνει’» δεν λειτουργεί πάντα στον σημερινό κόσμο. Η σφραγίδα λειτουργεί μονόπλευρα. ….ότι και να κάνεις χαμένος είσαι.. Τα δυο ξαδέρφια ανταμώσανε για τελευταία φορά το 1980. Ο Τσιτσάνης μετά την συναυλία στο στάδιο των Τρικάλων πήγε στην Καλαμπάκα, πείρε τον Γιώργο και πήγαν σε ένα μαγαζί και αντάμωσαν έναν άλλο φίλο από τα παλιά . Κοίταξε γύρω του, τίποτα δεν ήταν όπως παλιά. Μόνο τα βράχια στέκονταν αγέρωχα κοροϊδεύοντας τον χρόνο. -«Τι κάνουν οι άλλοι»; «Ποιοι άλλοι; Δεν υπάρχουν άλλοι, έφυγαν εδώ και πολύ καιρό.» Εγώ ωτακουστής και κλέφτης λέξεων σημείωνα αναμνήσεις τριών φίλων από έναν κόσμο που δεν ήξερα, και ο χρόνος κυλούσε, με γέλια , με κατήφεια με νοσταλγία. Οδοιπόρος ξεχασμένης μνήμης που δεν θέλει να συμμορφωθεί. Στις τρεις τα ξημερώματα χωρίσανε. Καθώς χάραζε η μέρα ένοιωσα την καρδιά μου να παγώνει καθώς τους έβλεπα να αποχαιρετίζονται με υποσχέσεις. «Να μη χαθούμε» ! « Να τα ξαναπούμε»! Πίσω από τα βράχια των Μετεώρων φάνηκαν δυο λαμπερές κίτρινες ακτίνες .Σε λίγο η μέρα θα ήταν εδώ. Οι υποσχέσεις της νύχτας θα μείνουν υποσχέσεις να αιωρούνται πάνω από την Καλαμπάκα μαζί με ..Την τρελή..Την ξανθιά ..Την «Καλαμπακιώτισσα.».
Στην Καλαμπάκα μια βραδιά
θα πάω να μεθύσω
γιατί με κάποια τρελή ξανθιά
έχω σεβντά
θέλω να της μιλήσω.
Στους βράχους στα Μετέωρα
τα δροσερά βραδάκια
το ραντεβού θα δίνουμε
τρελή ξανθιά
θ` αλλάζουμε φιλάκια.
Πολλά τραγούδια θα σου πω
γιατί πολύ μ' αρέσεις
Καλαμπακιώτισσα τρελή
μικρή ξανθιά
πρέπει να με προσέξεις.
Τα δυο ξαδέλφια δεν ξαναντάμωσαν
Υστερόγραφο: Ο Βασίλης Τσιτσάνης πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1984. Ο Γιώργος Τσιτσάνης πέθανε το 1985.
1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.
2*. Αφιερωμένο στον σπουδαίο γλύπτη, ζωγράφο και συγγραφέα Σώτο Αλεξίου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας