Η απόφαση ένταξης της «Γαλάζιας Πατρίδας» στη διδακτέα ύλη των τουρκικών Γυμνασίων προκάλεσε εντύπωση –ακόμη και έκπληξη, θα μπορούσε να πει κανείς– κυρίως σε σχέση με τη χρονική συγκυρία λήψης της απόφασης. Αλλωστε (υποτίθεται ότι) διάγουμε Αλκυονίδες μέρες στις σχέσεις μας με τη γείτονα και τέτοιου είδους ενέργειες μοιάζουν να τις δυναμιτίζουν. Η, από πλευράς μας, δυσκολία κατανόησης τέτοιου είδους τουρκικών αποφάσεων έχει κυρίως να κάνει με το ότι αδυνατούμε να τις θέσουμε στο σωστό τους πλαίσιο, με το ότι, δηλαδή, προτιμούμε να τις βλέπουμε ξεχωριστά τη μία από την άλλη, θεωρώντας την ίδια στιγμή πως έχουν να κάνουν μόνο με «εμάς».
Ξεπερνώντας τις όποιες κοντόφθαλμες αντιδράσεις, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με το περιεχόμενο της διδασκαλίας. Στη νέα διδακτική ύλη και στο πλαίσιο του «αιώνα της Τουρκίας», οι καθηγητές θα πρέπει να ακολουθούν τις οδηγίες του υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει «να τονίζεται η σημασία των χαρακτηριστικών τοποθεσίας της Τουρκίας, να συζητιούνται επίσης χάρτες που σχετίζονται με τη «Γαλάζια Πατρίδα» και την «Πατρίδα των Αιθέρων». Σε αυτή τη διαδικασία η αξία του πατριωτισμού να τονίζεται με τη συμπερίληψη του δικαιολογημένου αγώνα της Τουρκίας ενάντια σε αιτήματα που αγνοούν τα νομικά και γεωγραφικά δικαιώματά της στη Θάλασσα των Νησιών και την Ανατολική Μεσόγειο. Να αναφέρεται η σημασία της Κύπρου για την Τουρκία και τον τουρκικό κόσμο. Να εξηγείται η «Γαλάζια Πατρίδα», οι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, τα δικαιώματά της στα διεθνή ύδατα σήμερα και στο μέλλον».
Σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες, οι μαθητές θα μαθαίνουν να τοποθετούν τα δικαιώματα αυτά επί συγκεκριμένων χαρτών, να κατανοούν τη σημασία της θάλασσας για τα δίκαια (εμπορικά, οικονομικά, πολιτικά) της Τουρκίας, να την βλέπουν ως δίοδο, ως γέφυρα, ως ευκαιρία. Θα μαθαίνουν επίσης να αντιμετωπίζουν το διεθνές δίκαιο ως κάτι εύπλαστο, που μπορεί να πάρει τη μορφή και το σχήμα (παρ)ερμηνειών, υποκινούμενων από σκοπιμότητες. Θα διευρύνουν, τέλος, τον πατριωτισμό τους, επεκτείνοντας τις προοπτικές του τουρκικού κόσμου, πέρα από τα νόμιμα και διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα.
Ο χρόνος της ανακοίνωσης της απόφασης δεν είναι τυχαίος. Συμπίπτει πάνω κάτω με την ανακοίνωση αναβολής (ίσως και ματαίωσης) της επίσκεψης Ερντογάν στην Ουάσινγκτον, την όξυνση της επίσημης τουρκικής ρητορικής κατά του Νετανιάχου, την επιβεβαίωση, άλλη μια φορά, της προσπάθειας της Αγκυρας να ακολουθήσει αυτόνομη εξωτερική πολιτική (με την αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων και τη, μάταιη ώς τώρα, προσπάθεια μεσολάβησης μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς). Και βεβαίως όλα αυτά εντάσσονται σε ένα πλαίσιο αντιμετώπισης του δυτικού ιμπεριαλισμού, σε ένα πλαίσιο αντιαποικιοκρατικό, με αρκετές αποχρώσεις ισλαμιστικού δικαιωματισμού – από μια χώρα που εξακολουθεί τυπικά να ανήκει στη «Δύση».
Μένει ακόμη ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί, ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: Πώς συνδέεται αυτή η πολιτική προσπάθεια επιβεβαίωσης της τουρκικής αυτονομίας και ισχύος με το τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα, με τα σχολεία και τους μαθητές; Η απάντηση έχει δυο σκέλη:
Α) Από την εποχή του Κεμάλ, τόσο η διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο έβλεπε η Τουρκία τον εαυτό της όσο και η προσπάθεια βελτίωσης της τουρκικής εικόνας στη Δύση, περνούσαν από τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια. Η ίδρυση το 1935 της Σχολής Γεωγραφίας, Ιστορίας και Γλωσσών, με σαφή σκοπό τον σχεδιασμό μιας νέας τουρκικής εθνικής ταυτότητας, συνδέθηκε με την προσπάθεια παραγωγής επιστημόνων που θα μπορούσαν, ανταγωνιζόμενοι με τους Δυτικούς, να ανατρέψουν τον τρόπο με τον οποίο η Δύση αντιμετώπιζε την Τουρκία. Και από τότε, κάθε φάση της τουρκικής Ιστορίας αντικατοπτρίζεται σε αντίστοιχες αλλαγές στις προτεραιότητες του τουρκικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η Étienne Copeaux(1) ανέλυσε τους τρόπους με τους οποίους η επίσημη κεμαλική ιστοριογραφία διαμόρφωσε έναν συγκεκριμένο τρόπο σχολικής αντίληψης της Ιστορίας. Αντιστοίχως, μια από τις σημαντικές, αλλά άγνωστες, πτυχές της οζαλικής πολιτικής επαναπροσέγγισης του οθωμανικού παρελθόντος της Τουρκίας ήταν ο εκσυγχρονισμός και το άνοιγμα των οθωμανικών αρχείων στους ερευνητές και η εκπαίδευση εκατοντάδων νέων ως αρχειονόμων και οθωμανολόγων.
Β) Στην ένσταση ότι τίποτε από τα παραπάνω δεν διαφέρει από παγκοσμίως διαδεδομένες, τουλάχιστον στο παρελθόν, εθνικιστικές στρατηγικές διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης, θα πρέπει να παρατηρήσει κανείς ότι στην Τουρκία αυτός ο σχεδιασμός όχι μόνο συνεχίζει να αναπαράγεται (χωρίς καμία αντίρρηση, χωρίς καμία, δυστυχώς, αντίθετη φωνή), αλλά και χρησιμοποιείται και εργαλειοποιείται. Και ο συμβολισμός είναι σαφής: μεγαλώνουμε νέες γενιές που βλέπουν το Αιγαίο ως πεδίο ευκαιριών του τουρκικού κόσμου και το διεθνές δίκαιο ως ιμπεριαλιστικό δεκανίκι της Δύσης.
1. «Espaces et temps de la nation turque - Analyse d’une historiographie nationaliste, 1931-1993», CNRS, 1997.
*Καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας