Διανύουμε μια κρίσιμη περίοδο –έγραψα πρόσφατα ότι είναι σαν να βιώνουμε την «πανουργία της Ιστορίας», σαν και η Ιστορία να μας εμπαίζει, όπως όμως κατά κανόνα κάνει, καθώς δεν προχωρά ποτέ ευθύγραμμα. Αυτό είναι άλλωστε και το βαθύτερο νόημα της διαλεκτικής, είναι το νόημα της άρνησης αλλά –όπως ελπίζω να εισφέρω με την τοποθέτησή μου, και της άρνησης της άρνησης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η συζήτηση για την ακροδεξιά και το φασισμό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, μπορεί και να αποτελεί ένα καλειδοσκόπιο για να κατανοήσουμε τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουμε, όχι όμως μόνο για τη χαρακτηρίσουμε αλλά και για να παρέμβουμε σ’ αυτήν –που είναι άλλωστε και το τεκμήριο της επιστημονικής ματιάς.
Όσοι λίγο με γνωρίζουν θα ξέρουν ότι δίνω μεγάλη σημασία στις έννοιες: στις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τα διάφορα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα. Και το θέμα είναι κρίσιμο, διότι δεν μιλούμε μόνο με τις λέξεις, σκεφτόμαστε κιόλας μ’ αυτές. Έτσι και θα ξεκινήσω την τοποθέτησή μου: θα καταθέσω πρώτα κάποιες σκέψεις σχετικά με το περιεχόμενο και την ακριβή σημασία όρων όπως ακροδεξιά και φασισμός. Θα κάνω όμως δυο ακόμη πράγματα:
- θα καταθέσω προβληματισμό για τις αιτίες ανόδου του φαινομένου την τελευταία περίοδο, και
- θα καταλήξω με αυτό που είναι ίσως το πιο σημαντικό: το τι κάνουμε για να το αντιμετωπίσουμε.
Πρώτα λοιπόν στον πόλο των εννοιών.
Ι
Και θέλω στο τομέα αυτό να είμαι λίγο προκλητικός. Να πω δηλαδή ότι δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί μεγαλύτερη προσπάθεια συγκάλυψης και παραχάραξης της ιστορικής μνήμης από αυτήν που ενέχεται στον τρόπο με τον οποίο ακροδεξιά και φασισμός έχουν τα τελευταία χρόνια εγγραφεί (και εξακολουθούν να εγγράφονται) στη δημόσια σφαίρα –μη παραλείποντας βέβαια να προσθέσω ότι στο ανοσιούργημα αυτό μεγάλη, τεράστια ευθύνη έχει και ο κλάδος μου, ο κλάδος των πολιτικών επιστημόνων αλλά και ευρύτερα η εν γένει διανόηση τόσο εντός όσο και εκτός εισαγωγικών.
Δυο είναι νομίζω τα βασικά οχήματα αυτής της παραχάραξης, που συνεπικουρούνται και διαχέονται και από ένα θεσμικό τρίτο. Για να γίνω συγκεκριμένος, αναφέρομαι στο «τσουβάλιασμα» (όπως λέμε) που επί μακρόν επιτελούν αφενός η διαβόητη «θεωρία των δυο άκρων» και αφετέρου η παντελώς διάτρητη έννοια του «λαϊκισμού», δυο σχήματα και που διασπείρονται συστηματικά τόσο από το επίσημο Κράτος όσο και από τα χειραγωγούμενα ΜΜΕ.
Τόσο λοιπόν η λεγόμενη «θεωρία των δυο άκρων», όσο και ο «λαϊκισμός» κάνουν αυτό ακριβώς το εξής: προσπαθώντας με κάθε τρόπο να απονομιμοποιήσουν τις μαχητικές συλλογικές δράσεις, τις μόνες που μπορούν να μπουν φρένο στην καταστρεπτική μανία ενός συστήματος σε επιθανάτια κρίση, καταλήγουν να απονευρώνουν τη μνήμη συνεπώς και τις αντιστάσεις απέναντι στην ακροδεξιά και το φασισμό, εν τέλει να τον κανονικοποιούν αν όχι να τον νομιμοποιούν.
Και τι επικοινωνιακό μέσο δεν έχει χρησιμοποιηθεί για να διαδώσει την άποψη ότι οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, τα κοινωνικά κινήματα, αλλά και τα πολιτικά ρεύματα που αναδεικνύουν τα αδιέξοδα του συστήματος και παλεύουν ενάντια στη βία που το σύστημα αυτό γεννάει, είναι το ίδιο πράγμα με το φασισμό! Είναι πραγματικά απίστευτος τόσο ο όγκος όσο και η συχνότητα προβολής αυτής της δοξασίας. Και από μια οπτική –όχι πολιτική, αλλά απλώς μια οπτική ορθού λόγου– είναι ντροπή!
Και το λέω έτσι επιτακτικά διότι ως άνθρωποι πνευματικά ενεργοί είμαστε όλες και όλοι υπεύθυνοι για την αντιμετώπισή του. Χρειάζεται διαρκής αντίσταση σε αυτές τις χτυπητές λαθροχειρίες, είναι μάχες που πρέπει όλες και όλοι διαρκώς να διεξάγουμε όχι μόνο ως πολιτικοί δρώντες, αλλά και ως έλλογοι και σκεπτόμενοι άνθρωποι –ώστε να μην επιτρέψουμε να επικρατήσει η εικόνα ότι ο πυρομανής και ο πυροσβέστης είναι ένα και το αυτό. Κάτι τέτοιο θα ήταν πράγματι μοιραίο. Πρέπει αντίθετα –στον ακριβή αντίποδα– ρητά και απερίφραστα να αναδεικνύομε και να τονίζουμε τα χαρακτηριστικά και την ταυτότητα αυτού του φαινομένου. Τι είναι λοιπόν ακροδεξιά και τι είναι φασισμός;
Είναι πράγματα γνωστά, αλλά σημείο των ζοφερών καιρών είναι πως απαιτείται πάντα να τα υπενθυμίζουμε. Και δεν βλάπτει εδώ να ξεκινούμε από τι είναι δεξιά –μια και ακροδεξιά είναι δεν είναι παρά δεξιά στην ακραία της εκδοχή! «Δεξιά» λοιπόν είναι η άποψη ότι οι κοινωνίες μπορούν να προκόψουν αν διευρυνθεί το διευθυντικό δικαίωμα της εργοδοσίας: αν περιοριστεί ο συνδικαλισμός, αν αυξήσουν τα κέρδη τους οι εργοδότες, αν επέλθουν συνθήκες που ευνοούν το διαβόητο «επιχειρηματικό κλίμα» ώστε να μεγαλώσει η πίττα και όλοι κάτι να τσιμπήσουμε! Όλα αυτά είναι βέβαια λόγια βέβαια που μπορούν να ντυθούν με διάφορα περιτυλίγματα, αλλά αυτός είναι ο βασικός νοηματικός πυρήνας που τα συνέχει (και κάνει τον ΣΕΒ να αγαλλιάζει).
Πρόκειται για πρακτική που έχει δοκιμαστεί σε μακρύ βάθος χρόνου (είναι ο κώδικας των trickle-down economics), και έχει περίτρανα αποδειχτεί πως συνιστά μνημειώδη ανοησία, ακόμη και με πιστοποίηση των ίδιων των συστημικών διανοουμένων.
Σπάνια όμως συνειδητοποιούμε πως, όπως μόλις υπαινίχθηκα, στην βασική της σημασία άκρο-δεξιά είναι η παραπάνω λογική στα άκρα –συν βέβαια τη θυματοποίηση του αδύναμου (στις μέρες μας κυρίως του μετανάστη) στον οποίο επιτρέπεται η άσκηση βίας· ενώ ο φασισμός απογειώνει αυτήν τη λογική, καθώς βασική του αποστολή είναι η διάλυση του εργατικού κινήματος. Και παρότι, και πάλι, όλα αυτά είναι –ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι– γνωστά, πρέπει στις μέρες μας και στο σημείο αυτό να μένουμε και να επιμένουμε: ότι ο φασισμός είναι η εφεδρεία του συστήματος!
Ότι όχι μόνο αντισυστημικός δεν είναι (όπως συχνά τον εμφανίζουν και πρόθυμα αυτο-εμφανίζεται) –κάτι το οποίο εύκολα συνάγεται από τη ζέση με την οποία στηρίζει νόμους και πρακτικές ενάντια στην εργασία αλλά και ότι δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την υποστήριξη του βαθέως κράτους.
Το είδαμε στις δικογραφίες που κρατούνταν επιμελώς στα κρατικά συρτάρια τις παραμονές της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, το είδαμε και πιο πρόσφατα στις αναρτήσεις στα μέσα δικτύωσης του γενικού γραμματέα της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Ηρακλείου Κρήτης που, αφού οι μπράβοι του κόντεψαν να σκοτώσουν έναν φοιτητή στην εκκένωση της κατάληψης του Ευαγγελισμού, ευχήθηκε καρκίνο στα σπίτια των «άπλυτων» όπως χαρακτηριστικά έγραψε (υποστηρίζοντας βέβαια μετά ότι του χάκαραν το λογαριασμό).
Να προσθέσω όμως εδώ και κάτι ακόμα: ότι τον απερίφραστα δολοφονικό φασισμό και την ακροδεξιά που τον προλειαίνει δεν την προωθούν μόνο οι ίδιοι οι ακροδεξιοί και οι φασίστες. Στις μέρες μας τον προωθεί και τον προλειαίνει και το ίδιο το Κράτος: διότι τι άλλο παρά επίμονη προώθηση του φασιστικού συντακτικού σκέψης είναι
- το τείχος στον Έβρο,
- ο διάχυτος λόγος περί «λαθρομετανάστευσης»,
- η συγκάλυψη του εγκλήματος στην Πύλο και τόσα άλλα;
Να λοιπόν μια ακόμη διάσταση, και μ’ αυτήν να κλείσω αυτήν την ενότητα της τοποθέτησής μου λέγοντας αυτό: ότι όχι μόνο ο φασισμός είναι συστημικός, στις μέρες μας είναι –όχι σπάνια– και η φωνή του ίδιου του συστήματος!
ΙΙ
Είναι μια διαπίστωση αυτή η τελευταία που με κατευθείαν στο ερώτημα γιατί; Γιατί έχουμε τόσο μεγάλη διάδοση αυτού του μισανθρωπισμού στις μέρες μας (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς); Έχει άραγε παραλύσει η κοινωνία, έχει μήπως γίνει σκάρτη και είναι δική της τελικά η ευθύνη; Αυτή φοβάμαι είναι η κυρίαρχη ερμηνεία: ότι φασισμός και ακροδεξιά ανεβαίνουν διότι οι άνθρωποι, η κοινωνία στρέφεται προς τα δεξιά ή είναι εγγενώς αντιδραστική. Να πω λοιπόν αμέσως πως πρόκειται –και πάλι– για ερμηνεία ανόητη, μια ερμηνεία-όνειδος που, όσοι την προωθούν (και υπάρχουν φορείς που την προωθούν οργανωμένα και συστηματικά), το κάνουν για να κρύψουν τις δικές τους τεράστιες ευθύνες. Αλλά, ας τα πάρουμε ένα-ένα.
Το πρώτο στο οποίο πρέπει να αναφερθούμε εδώ είναι η οργανική κρίση του συστήματος, το γεγονός ότι το σύστημα βυθίζει καθημερινά στην απελπισία εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που, όπως είναι εύλογο, αναζητούν μια λύση, μια διέξοδο. Στην αναζήτησή τους αυτή χρησιμοποιούν βέβαια τις αντιληπτικές κατηγορίες, το συντακτικό, και το λεξιλόγιο που έχουν διαθέσιμα: και εδώ προκύπτει η συνάφεια με το ρόλο που διαδραματίζουν ΜΜΕ και Κράτος.
Ευθέως ή δια μέσου των γραμμών, δεν ακούμε καθημερινά πως για τις πυρκαγιές (ίσως και για τις πλημμύρες) του καλοκαιριού δεν φταίνε οι 4,000 υπολειπόμενοι πυροσβέστες και η ΤΕΡΝΑ που τσέπωσε τα εκατομμύρια χωρίς να υλοποιήσει τα προβλεπόμενα έργα, αλλά οι μετανάστες; Ή ότι για τη φτώχεια και την ακρίβεια δεν φταίει η ασύδοτη αισχροκέρδεια, αλλά «συντεχνίες» και οι εργαζόμενοι που απειλούν να εκτροχιάσουν το προϋπολογισμό; Και για να το πω όσο πιο ρητά γίνεται, για να κρύψει τις δικές του ευθύνες, το Κράτος και το κεφάλαιο που το χρηματοδοτεί, χρησιμοποιούν τον ακροδεξιό και, όχι σπάνια, τον ίδιο το φασιστικό λόγο της επινόησης εξιλαστήριων θυμάτων.
Να λοιπόν ένας πρώτος λόγος για την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού: το γεγονός ότι η ακροκεντρώα εκφορά του Κράτους και η ακροδεξιά αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία: με την εύνοια και την υψηλή εποπτεία των μεγαλο-κεφαλαιούχων πατρόνων τους, φιγούρες όπως ο Μακρόν και η Μελόνι αλλοποροϋποτίθενται και αλληλοσυμπληρώνονται.
Όμως και αυτά –που θα έπρεπε επίσης να είναι γνωστά και ευρύτατα κατανοητά ενώ δεν είναι– δεν θα αρκούσαν για να εξηγήσουν το φαινόμενο (ούτε και είναι –κατά τη γνώμη μου– οι κύριες αιτίες του), αν δεν υπήρχε κάτι εξαιρετικά κρίσιμο που κι αυτό έχει ως φαινόμενο τεράστια ιστορική μνήμη, έχει δηλαδή πολλές φορές επαναληφθεί στην ιστορία. Δεν είναι άλλο από τις ευθύνες της Αριστεράς ή για να το πω ακριβέστερα, της κατ’ όνομα Αριστεράς, αυτής που επικαλείται αριστερά σύμβολα, τον αριστερό λόγο και τα οράματα, ενώ στην πράξη τα έχει από πολλού εγκαταλείψει.
Αυτή η χτυπητή πολιτική ανεπάρκεια είναι που δημιουργεί το έδαφος για την επικράτηση του ακροδεξιού συνονθυλεύματος. Και ας θυμηθούμε για μια στιγμή κάτι που αναφέρω συχνά: ότι πριν τη Γερμανία του ’33 που ανέβασε τον Χίτλερ στην εξουσία υπήρξε και η Γερμανία του ’18, που συγκλονιζόταν από επαναστατικές δράσεις. Ή για να το πω με μια φράση, δεν είναι διόλου υπερβολή να πούμε (και, προφανώς, όχι μόνο να το λέμε αλλά και να το σκεφτόμαστε) ότι, σε τελική ανάλυση, για την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού ευθύνονται οι ανεπάρκειες της Αριστεράς –με το κύριο βέβαια μερίδιο της ευθύνης να επιμερίζεται στην εκάστοτε κυρίαρχη πτέρυγά της.
Θα μπορούσα βέβαια να πω πολλά ακόμα –πέρα από όσα ήδη επισήμανα– για τους άλλους παράγοντες, το Κεφάλαιο, το Κράτος, τα ΜΜΕ. Από μια πραξιακή όμως σκοπιά, όταν μας ενδιαφέρει το μείζον ερώτημα –το Τι κάνουμε;– κάτι τέτοιο λίγη θα είχε σημασία, για τον πολύ απλό λόγο ότι οι δρώντες αυτοί (το Κεφάλαιο και το Κράτος) αναμενόμενο και προς τα συμφέροντά τους είναι να κάνουν ό,τι κάνουν:
- να δυσφημίζουν και να καταστέλλουν το λαϊκό κίνημα
- να προωθούν το ακροδεξιό και φασίζον συντακτικό σκέψης
- να διαχέουν τη λογική του εξιλαστήριου θύματος που το χαρακτηρίζουν.
Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς;
- Αναδεικνύουμε τις συστημικές καταβολές του προβλήματος ή μένουμε –για την ακρίβεια χανόμαστε– στη ρηχή επιφάνεια;
- Αποκαλύπτουμε τις πηγές και τα αίτια της κρίσης με το όνομά τους, ή πελαγοδρομούμε σε ανέξοδες ρητορικές θεσμικής νομιμοφροσύνης ή απλής οραματολογίας;
- Προτείνουμε δράσεις με ορίζοντα μεταβατικό και μαζικό, ή ανακυκλωνόμαστε σε απλές διαπιστώσεις;
Δεν έχω χρόνο να γίνω πιο συγκεκριμένος, πιστεύω όμως πως όλες και όλοι καταλαβαίνετε τι ακριβώς εννοώ. Κι αυτός είναι ένας προβληματισμός που με πάει στο τρίτο και τελευταίο μέρος της τοποθέτησής μου.
ΙΙΙ
Ίσως αμετροεπώς, θα μπορούσα να αποκαλέσω αυτό το τελευταίο κομμάτι της εισήγησης με τη φράση που και προηγουμένως ανέφερα, αυτό το περίφημο τι να κάνουμε; Αυτό που εννοώ είναι όμως πολύ απλό, δεν το λέω καν εγώ, το λέει το ισχυρό αντιφασιστικό κίνημα στη χώρα μας, που –ας μην έχουμε την παραμικρή αμφιβολία– αυτό ήταν που προκάλεσε τη δίωξη και πρωτόδικη καταδίκη της ΧΑ Εννοώ λοιπόν ότι θα πρέπει να αναλάβουμε δράσεις!
Μπορεί, π.χ., να το έχετε ήδη υπόψη σας, αλλά η 1/11 είναι ημέρα διεθνικής φασιστικής σύναξης στην Αθήνα! Είναι πρόκληση με πολλαπλούς συμβολισμούς που βάζει σε όλες και όλους καθήκοντα μεγάλης εμβέλειας και σημασίας, που όμως μπορούμε πρακτικά να τα αποδώσουμε με μια μόνο φράση: πρέπει να ακυρωθεί! –και δεν θα τη ακυρώσει βέβαια καμιά κυβέρνηση (όπως και στο παρελθόν καμιά κυβέρνηση δεν ανέλαβε δράσεις ενάντια στο φασισμό) θα την ακυρώσει το αντιφασιστικό κίνημα. Όσες και όσοι κατανοούν τις περιστάσεις, πρέπει ως εκ τούτου να βρίσκονται σε κινηματική εγρήγορση, σε επίπεδο γειτονιάς, δήμου και περιφέρειας. Πώς συντονιζόμαστε, τι ακριβώς κάνουμε;
Είπα μόλις σε επίπεδο γειτονιάς, που παραπέμπει σε έναν εξαιρετικά κρίσιμο τομέα της εν γένει πολιτικής δουλειάς: ότι τίποτα δεν γίνεται από τα πάνω αν δεν υπάρχει ζωή και κίνηση από τα κάτω –και σε ό,τι εν προκειμένω μας αφορά, ο αντιφασισμός καλείται να βρει τις ρίζες του στο τοπικό επίπεδο, στο επίπεδο της γειτονιάς: στις πλατείες, στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία, προπαντός στα σχολεία όπου οι φασίστες έχουν εδώ και καιρό ανανεώσει την επιθετική τους παρέμβαση. Είναι λοιπόν το πρώτο που πρέπει να κάνουμε αν θέλουμε να ανακόψουμε τη φασιστική διείσδυση. Δεν είναι όμως το μόνο.
Σε συνάφεια με ό,τι και πριν ανέφερα, πρέπει αυτές οι αντιφασιστικές δράσεις, το σύνολο όσων κάνουμε για την απόκρουση της ακροδεξιάς και του φασισμού να πολιτικοποιούνται! Δεν εννοώ με αυτό κάτι περισπούδαστο, εννοώ απλώς ό,τι και πριν έλεγα: ότι για τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι δεν φταίει ο αδύναμος, απελπισμένος μετανάστης ή τα όποια άλλα εξιλαστήρια θύματα της ακροδεξιάς συνωμοσιολογίας, φταίει μια χυδαία εκμεταλλευτική χούφτα που απομυζά τους καρπούς του μόχθου ολόκληρης της κοινωνίας. Μαζί βέβαια με δυο ακόμα υπομνήσεις:
- ότι ακροδεξιοί και φασίστες είναι στυλοβάτες αυτού ακριβώς του συστήματος, και πως
- για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα πρέπει και πάλι να αποδυθούμε στον αγώνα για την οικοδόμηση μια μεγάλης μαζικής Αριστεράς που, όντας σε θέση να επουλώσει τα τραύματα της τελευταίας περιόδου, θα εισφέρει στην ενατένιση ενός μέλλοντος χωρίς κυριαρχία και εκμετάλλευση.
Είχα κάποτε γράψει πως το αντιφασιστικό κίνημα μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την αναγκαία ανασυγκρότηση αυτής της πραγματικής Αριστεράς, της Αριστεράς χωρίς εισαγωγικά –και αυτό εξακολουθεί να είναι πεποίθησή μου. Διότι από τις ανάγκες διεξαγωγής του αντιφασιστικού αγώνα, απορρέουν και οι αρχές για την ανάδυση της μαζικής δύναμης που θα είναι σε θέση να φέρει εις πέρας τα ιστορικά καθήκοντα της περιόδου που διανύουμε. Δεν είναι βέβαια εύκολο, ποτέ δεν ήταν. Είναι όμως αναγκαίο και είναι και συναρπαστικό.
Και για να τελειώσω από εκεί που άρχισα, η πανουργία της Ιστορίας έτσι –με τέτοιους τρόπους– εκδηλώνεται, σε συζητήσεις όπως η αποψινή. Στο ζόφο λοιπόν των ημερών, η αντιφασιστική ενεργοποίηση αποτελεί κρίσιμο τεκμήριο μιας άλλης, ελπιδοφόρας εποχής που, ίσως παρά τα φαινόμενα, καθημερινά επωάζεται…
* Εισήγηση στην εκδήλωση «Υπάρχει μόνο ένα άκρο: μια συζήτηση για την ακροδεξιά και το φασισμό σε Ελλάδα και Ευρώπη» που διοργανώθηκε από την Αρ.Εν. Νομικής-ΕΚΠΑ την περασμένη Πέμπτη.
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας