Πολλά έχουν γραφτεί και ακόμα περισσότερα ειπωθεί για τη βαριά διπλή εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί είναι αυτοί που τις τελευταίες εβδομάδες άσκησαν κριτική στην παράταξη της Αριστεράς και στην ηγεσία της για σοβαρά λάθη και παραλείψεις σε ότι αφορά στην προβολή ενός πειστικού προγραμματικού λόγου και στη διαχείριση των απαιτήσεων των εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτό που ωστόσο έχει λείψει από τον δημόσιο διάλογο είναι μια πιο ουσιαστική ανάλυση που να λαμβάνει υπόψη της περισσότερο διαχρονικούς και δομικούς παράγοντες προκειμένου να κατανοήσει τα πολιτικά δεδομένα.
Αναζητώντας λοιπόν τις αιτίες τις ήττας (πέρα από την ανθεκτικότητα της πολιτικής πρότασης της ίδιας της ΝΔ) πρέπει κανείς να ανατρέξει στο πρόσφατο παρελθόν και στο μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος στα χρόνια της κρίσης. Παράλληλα, οφείλει να εξετάσει την πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, και τις ρίζες αυτής, σε συνάρτηση με το κυβερνητικό του έργο (2015-2019). Και εν τέλει να εξετάσει τις πρόσφατες στρατηγικές διαχείρισης μέσα από αυτό το πρίσμα.
Αντι-Μνημόνιο και έλλειμμα εμπιστοσύνης
Από το 2012 και έπειτα, και σε συνδυασμό με την εκλογική κατάρρευση του Μεταπολιτευτικά ηγεμονικού ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο βασικός αντιπολιτευτικό φορέας και ο εκφραστής μιας από τα αριστερά ορμώμενης πολιτικής πρότασης. Το κυρίαρχο σημαίνον αυτού του πολιτικού προτάγματος ήταν η κατάργηση του Μνημονίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε σε έναν ριζοσπαστικό λόγο ρήξης με τα μνημόνια, με αριστερές πολιτικές αναφορές αλλά και πολιτικές υπερβολές, ο οποίος σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του επέτρεψε να κυριαρχήσει στις εκλογές του 2015. Ακολούθησε η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, η σύγκρουση με τους Ευρωπαίους εταίρους, η πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ (παρά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος) και η ουσιαστική εφαρμογή πολιτικών λιτότητας, με σχετικά βελτιωμένους όρους.
Στη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων διακυβέρνησης ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε μια προοδευτική πολιτική σε πολλούς τομείς (συμφωνία με Βόρεια Μακεδονία, παιδεία, δικαιώματα του πολίτη και των μειονοτήτων, μέσα μαζικής ενημέρωσης, εκλογικό σύστημα), εφάρμοσε χρηστή δημοσιονομική πολιτική ενώ τελικά κατάφερε να ενισχύσει σε μικρό βαθμό τον κατώτατο μισθό και τις συντάξεις. Απέτυχε όμως πλήρως να ανατρέψει τις πολιτικές λιτότητας (σε πλήρη αναντιστοιχία και με το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης) και στην ουσία να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που ο ίδιος δημιούργησε. Πολλοί ένιωσαν απογοητευμένοι αν όχι εξαπατημένοι ενώ η κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να «πανηγυρίσει» για τις όποιες θετικές οικονομικές εξελίξεις.
Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε να εντάξει τις επιμέρους παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις σε ένα ευρύτερο, στην ουσία σοσιαλδημοκρατικό, πολιτικό πρόταγμα διακυβέρνησης. Για τέσσερα χρόνια η πολιτική φυσιογνωμία του φαίνονταν να παλινδρομεί μεταξύ ενός αποτυχημένου ριζοσπαστισμού και της εκ των πραγμάτων επιβεβλημένης εφαρμογής μεταρρυθμίσεων μικρότερης στόχευσης και πολιτικής ισχύος. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να δώσει μια άλλη δυναμική αλλά τελικά δεν ήταν αρκετό.
Πολιτικές καταβολές της αριστερής κυβέρνησης
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο πολιτικός και ιδεολογικός κληρονόμος του ΚΚΕ Εσωτερικού/ΕΑΡ και των στελεχών του ΚΚΕ που αποχώρησαν με τη διάσπαση του 1991 και εντάχθηκαν στον ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ. (Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι και η ανθρωπογεωγραφία των πρώτων κυβερνήσεων του).
Η ιδεολογική αλλά και πολιτισμική απήχηση αυτού του τμήματος της μαρξίζουσας ελληνικής Αριστεράς ήταν πάντα πιο σημαντική από την αυστηρή εκλογική της επιρροή, αφού επί δεκαετίες αποτέλεσε κοιτίδα ρηξικέλευθων προοδευτικών προτάσεων για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και του πολιτικού συστήματος (με κύρια συνιστώσα την απλή αναλογική) ενώ τροφοδότησε και το ΠΑΣΟΚ με ψήφους και στελέχη. Αυτό που εν γένει χαρακτήρισε την άλλοτε (κυρίως) Ευρω-κομμουνιστική πολιτική οικογένεια ήταν η επιθυμία για ρήξη με ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα, αν όχι κατεστημένο, το οποίο θεωρούσε υπαίτιο πολιτικών παθογενειών αλλά και των κοινωνικών ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν το ελληνικό οικονομικό τοπίο. Αυτό ακριβώς της επέτρεψε να δώσει μια προοπτική στην ελληνική κοινωνία σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο και με αυτό την τρόπο να κάνει το εκλογικό άλμα.
Αυτό ωστόσο που δεν επεξεργάστηκε όταν οι πολιτικές συνθήκες της επέτρεψαν να ξεφύγει από τα ασφυκτικά πλαίσια του ελληνικού μεταπολιτευτικού δικομματισμού, ήταν α) το πως θα κατάφερνε να πραγματώσει αυτή την επιθυμία για ρήξη μέσα σε συνθήκες σφοδρής οικονομικής και πολιτικής κρίσης και β) πως θα διαχειριστεί την εξουσία και τις απαιτήσεις της, με δεδομένη και την αντίδραση μερίδας των οικονομικών και μιντιακών ελίτ. Πως δηλαδή θα κατάφερνε να ξεπεράσει τα αυστηρά όρια του πολιτικού λόγου της ανανεωτικής Αριστεράς, αλλά και σύνδρομα που χαρακτηρίζουν (ιδιαίτερα) τα μικρότερα κόμματα, και να προτάξει έναν ηγεμονικό πολιτικό λόγο που να εκτείνεται μέχρι το πολιτικό κέντρο. Αυτή η επεξεργασία, και η λιγότερο βολονταριστική κατανόηση της ηγεμονίας και της σύνθεσης κοινωνικών συμμαχιών, θα επέτρεπε και τη σταθεροποίηση της εκλογικής της δυναμικής (ειδικά μεταξύ της μεσαίας τάξης). Εν τέλει, αυτό που προκρίθηκε ήταν η εξίσωση της ρήξης και της υπέρβασης των κακώς κειμένων της Μεταπολίτευσης με το αντι-Μνημόνιο.
Οφείλει κανείς να σημειώσει ότι δεν ήταν εύκολο για τον ΣΥΡΙΖΑ να καταφέρει να βρει αυτές τις απαντήσεις και να συναρθρώσει έναν τέτοιο πολιτικό λόγο. Τα πολιτικά κόμματα έχουν σαφείς πολιτικές και οργανωτικές κληρονομιές και ο μετασχηματισμός τους είναι πάντα μια επίπονη διαδικασία. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο κριτικής.
Από το 2019 μέχρι σήμερα
Στη διάρκεια της διακυβέρνησης της ΝΔ ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε βήματα προς το μετασχηματισμό του σε κόμμα με μεγαλύτερη απήχηση στην κεντρο-αριστερά, ενώ σταδιακά έχει αρχίσει να αναδεικνύει μια νέα γενιά ηγετικών στελεχών. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία είναι ημιτελής. Ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα δεν έχει αναδείξει καινούρια εν δυνάμει ηγεμονικά σημαίνοντα που να προσελκύσουν τους κεντρο-αριστερούς ψηφοφόρους σε έναν συνασπισμό για την κοινωνική δικαιοσύνη, την αειφόρο ανάπτυξη, το στεγαστικό, την απασχόληση, την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη κτλ.
Αντίθετα, η αντιπολιτευτική του δράση αφενός αναλώθηκε σε μια υπεράσπιση των κυβερνητικών του πεπραγμένων (χωρίς ωστόσο να την εντάξει πειστικά σε μια ευρύτερη πολιτική λογική) και αφετέρου, σε έναν συχνά ad hoc καταγγελτικό και σκανδαλολογικό λόγο (στοιχείο που βέβαια αποτελεί χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής ζωής). Ο τελευταίος τελικά δεν βρήκε απήχησης αφού για πολλούς δεν απάντησε στο διαφαινόμενο έλλειμμα εμπιστοσύνης – με τη βοήθεια βέβαια και της αρνητικής στάσης της συντριπτικής πλειοψηφίας των ΜΜΕ. Η αδυναμία αυτή του ΣΥΡΙΖΑ να οραματιστεί μια νέα κοινωνικά ηγεμονική πολιτική πρόταση αποτυπώθηκε και στην αποτυχία ανάπτυξης μιας ουσιαστικής στρατηγικής για την απλή αναλογική, την οποία και τελικά σε μεγάλο βαθμό αυτό-ακύρωσε μέσα από αντιφατικά μηνύματα.
Τελικά, αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι η κεντρο-Αριστερά στην Ελλάδα βρίσκεται σε μια πορεία αναδιάρθρωσης με βαθιές ρίζες και ορίζοντα που ξεπερνά την πολιτική συγκυρία.
*Δρ. Πολιτικών Επιστημών. Εργάζεται στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας