Με την υπ’ αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ. 22437 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1440/2021), προβλέφθηκε ο αποκλεισμός παιδιών από το σχολείο σε περίπτωση μη επίδειξης αυτοδιαγνωστικού ελέγχου (τεστ) για την προσβολή από το νέο κορονοϊό. Τα στοιχεία στα οποία μπορεί κάποιος να σταθεί σχετικά με την εν λόγω κανονιστική πράξη, είναι πολλά και δηλωτικά της αντίληψης που αυτή εγκαθιδρύει σχετικά με το πανανθρώπινο δικαίωμα στην εκπαίδευση, το οποίο κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, τα δικαιώματα των ανηλίκων, όπως αυτά πηγάζουν από τη Σύμβαση για την προστασία του Παιδιού, αλλά και τη στάση που πρέπει να έχει το Κράτος απέναντι στους διοικούμενους και μάλιστα τους ανήλικους.
Σύμφωνα λοιπόν με τα άρθρα, 1 παρ.1, 5 παρ.1 και 16 παρ.1-4 του Συντάγματος, αποτελεί αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του παιδιού να παρασχεθεί σε αυτό η προβλεπόμενη εκπαιδευτική γνώση, με κάθε τρόπο, όπως αυτή κάθε φορά προβλέπεται από το θεσπισμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα διδασκαλίας. Έτσι λοιπόν καθιερώνεται με το άρθρο αυτό αρχικά το δικαίωμα πρόσβασης κάθε παιδιού στην εκπαιδευτική δομή καθώς και η υποβοήθηση από τη διοίκηση κάθε ατόμου που για οποιαδήποτε αιτία δυσκολεύεται να προσέλθει στο σχολείο.
Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο κάθε παιδί έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να συμμετάσχει στην εκπαιδευτική διαδικασία, δικαίωμα υπερσυνταγματικής ισχύος, άρρηκτα δεμένο με τη φύση του δυτικού ανθρώπου, αλλά επιπλέον, η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού σημαίνει και την απόλυτη ευθύνη του Κράτους να παρέχει ανεμπόδιστα σε κάθε παιδί το δικαίωμα αυτό, διευκολύνοντας το, κατά τις περιπτώσεις που εμφανίζονται όποιου είδους εμπόδια.
Εξάλλου, στο σκοπό αυτό συνηγορεί και η ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία στο άρθρο 2 του Πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου, κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε παιδιού στην απόλαυση υπηρεσιών εκπαίδευσης από τις κρατικές δομές, αποδεχόμενο το κράτος κάθε φιλοσοφικής και θρησκευτικής πεποίθησης των γονέων του. Άλλωστε και η Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, προβλέπει στα άρθρα 28 και 29 την υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών-μεταξύ αυτών και της Ελλάδας-στη με κάθε τρόπο παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών στα παιδιά.
Με την παρούσα ωστόσο, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα αποκλείονται παιδιά, και μάλιστα μαζικά, από το εκπαιδευτικό σύστημα, χωρίς νωρίτερα να διερευνηθεί από τη Διοίκηση, ως υποχρεούται να πράξει, κάθε δυνατός τρόπος παρακολούθησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας για όσα παιδιά για άλλους λόγους (πεποιθήσεως, αμφιβολιών της αποτελεσματικότητας των τεστ, αναξιοπιστίας της εκτελεστικής εξουσίας που δεν έχει λάβει άλλο πραγματικό μέτρο προστασίας των μαθητών κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, παρακινδυνευμένης ιατρικής πράξης τελούμενης από παιδιά και μη ιατρούς, σημαντικής υποβάθμισης του περιβάλλοντος και βλάβης της δημόσιας υγείας από απόρριψη των ιατρικών απορριμμάτων των τεστ στα κοινά σκουπίδια, θρησκευτικούς κ.λπ.) δεν προσκομίζουν το αποτέλεσμα του τεστ.
Από την άλλη, τα τεστ έχουν ήδη καταστεί αμφιβόλου αξιοπιστίας. Ο Πρόεδρος του ιατρικού συλλόγου, Αθ. Εξαδάκτυλος αμφισβήτησε ευθέως τόσο τη μέθοδο πραγματοποίησης των αυτοδιαγνωστικών ελέγχων, όσο και την ακρίβεια και την αποτελεσματικότητά τους(1). Άλλωστε και ο καθηγητής Πνευμονολογίας, Θεοδ. Βασιλακόπουλος, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι το αποτέλεσμα των τεστ αυτών μπορεί να είναι ψευδές αρνητικό σε ποσοστό 40%-50% (2)!.
Έτσι λοιπόν, ένα τεστ που ο ίδιος ο πρόεδρος των ιατρών και πολλοί από την επιστημονική κοινότητα θεωρούν αμφίβολο και παραπλανητικό, αφού έχει μειωμένη ευαισθησία και τα αποτελέσματά του είναι και ανακριβή, προκαλώντας σύγχυση παρά ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα, πως είναι δυνατόν να παράγει μια τόσο σοβαρή διοικητική βλάβη, όπως αυτή του αποκλεισμού παιδιών από το σχολείο; Είναι δε θλιβερό που αποδέκτης των απαγορευτικών αυτών διατάξεων είναι ανήλικα άτομα, τα οποία δε μπορούν να ευθύνονται με πλήρη ευθύνη, για όποια ανακολουθία τους.
Εξάλλου, ουδόλως αποδεικνύεται η προηγούμενη τήρηση κάθε δυνατού μέτρου από το υπουργείο Παιδείας για το μη αποκλεισμό των παιδιών αυτών από το σχολείο, πριν φτάσει στην απόλυτη διοικητική τιμωρία. Έτσι, ενώ προέβλεψε την τηλεκπαίδευση για τα παιδιά που νοσούν ή φέρουν τον ιό, προέβλεψε δηλαδή την παράλληλη με τη δια ζώσης εκπαίδευση για μια κατηγορία παιδιών, απέκλεισε απαράδεκτα μια άλλη κατηγορία παιδιών, η οποία κάλλιστα και εύκολα θα μπορούσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα με τα νοσούντα παιδιά, από τον υπολογιστή.
Τίθεται λοιπόν θέμα κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους της Διοίκησης, προσβολής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου στη Διοίκηση καθώς και προσβολής της αρχής της χρηστής διοίκησης. Πόσο μάλλον, όταν η Διοίκηση (Υπουργείο Παιδείας), δεν έπραξε ως όφειλε πριν λάβει απόφαση πραγματοποίησης των αυτοδιαγνωστικών τεστ, όπως συνέβη σε πολλές δυτικές χώρες, πχ Γαλλία, δηλαδή να προβλέψει και να εφαρμόσει αύξηση των τμημάτων με λιγότερους μαθητές και μεγαλύτερη απόσταση αναμεταξύ τους, πρόσληψη εκπαιδευτικών για την έκτακτη αυτή περίοδο κ.λπ.
Τέλος, πέραν των όσων νομικών ισχυρισμών μπορούν να αναφερθούν προκειμένου για την κατάδειξη της αντισυνταγματικότητας της σχετικής διάταξης, κάτι που επισημάνθηκε και από τον Συνταγματολόγο Τάκη Βιδάλη (3), η διαδικασία αυτή και πρακτικά διακατέχεται από χαρακτηριστικά αναξιοπιστίας αφού πραγματοποιείται δύο φορές την εβδομάδα, δηλαδή αποτυπώνει -πέραν των αμφιλεγόμενων σφαλμάτων λόγω αναποτελεσματικότητας των ίδιων των τεστ-την τρέχουσα υγεία των παιδιών σε πολλή συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δηλαδή στιγμιαία, ενώ η νόσηση ή το να κολλήσουν τα παιδιά τον ιό, μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή εντός της εβδομάδας, ακόμα και αμέσως μετά την πραγματοποίηση των τεστ, δίνοντας την ψευδαίσθηση στην υπόλοιπη κοινότητα, ότι μόνο το αρνητικό αποτέλεσμα καθιστά ασφαλές το άνοιγμα των σχολείων. Άλλωστε, τα αποτελέσματα μπορούν εύκολα να παραποιηθούν και από τους ίδιους τους φέροντες τη βεβαίωση, είτε επειδή δεν κάνουν σωστή χρήση του εργαλείου και της ιατρικής πράξης, είτε επειδή δεν επιθυμούν να μπουν σε όλη αυτή την αμφίβολης αποτελεσματικότητας μέθοδο αυτοελέγχου.
Αποτελεί λοιπόν μάλλον μια θλιβερή διαδικασία όλη αυτή η μέθοδος που εφευρέθηκε από τη Διοίκηση για την επαναλειτουργία των Λυκείων, στην οποία παρουσιάζεται το κράτος, ως «Κράτος τιμωρός», παρά ως κράτος που νοιάζεται για τους πολίτες του και φροντίζει να εξαντλήσει όλα τα μέσα, πριν τους τιμωρήσει, με μια τέτοια μάλιστα απόλυτη τιμωρία. Φυσικά, ούτε λόγος για την αρχή της αναλογικότητας, η οποία δυστυχώς όλο αυτό το διάστημα του διαρκούς περιορισμού θεμελιωδών υπερσυνταγματικών δικαιωμάτων έχει αποδείξει την αδυναμία της, συρόμενη και φερόμενη από την πολιτική ερμηνεία των εννοιών και των πράξεων της Διοίκησης κι όχι από την εννοιολογική της αυτονομία και ανεξαρτησία.
* Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω, Δρ Ευρωπαϊκού Δικαίου Πανεπιστημίου Τουλούζης
1. Capital.gr, 6/4/2021
2. Εφ.Συν., 13/4/2021
3. Εφ.Συν., 31/3/2021
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας