Πριν από είκοσι χρόνια, Ελληνας πρωθυπουργός της περιόδου του υπαρκτού εκσυγχρονισμού είχε προκαλέσει αίσθηση στην κοινή γνώμη με την απαξιωτική φράση «αυτή είναι η Ελλάδα». Λαμβάνοντας υπόψη αυτό που ακολούθησε, μπορεί κανείς να φανταστεί τον πολιτικό να συνοδεύει τη φράση του με ένα σήκωμα των ώμων και έναν αναστεναγμό παραίτησης, αναλογιζόμενο, ίσως, πόσο καθοριστική για την ανάδειξη και την εδραίωση «αυτής της Ελλάδας» υπήρξε η δική του διακυβέρνηση. Κατά τη μνημονιακή περίοδο, η τάση «αυτή είναι η Ελλάδα» έγινε κυρίαρχη στον δημόσιο λόγο μιας συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτικών και δημοσιολογούντων, σύμφωνα με τους οποίους τα μνημόνια όχι μόνο ήταν ευλογία -ή, έστω, δίκαιη τιμωρία για τη συλλογική ασωτία του έθνους-, αλλά θα αποδεικνυόταν ένα εξαιρετικό εργαλείο ώστε να πραγματωθεί επιτέλους το εθνικό όραμα του εκσυγχρονισμού και του εξευρωπαϊσμού της χώρας. Ισως έτσι εξηγείται το μένος τους εναντίον της κοινωνίας που κάποια στιγμή τόλμησε να εξεγερθεί κατά των αποτυχημένων εδίκτων της τρόικας και να αμφισβητήσει την ορθοδοξία του νεοφιλελεύθερου δόγματος της αέναης λιτότητας. Μένος που εκφράστηκε κυρίως μέσα από τις πλέον γραφικές πτυχές του φαινομένου «Μένουμε Ευρώπη», εκδικητικές κραυγές για αυστηρή τιμωρία από τους αξιότιμους εταίρους μας, μια συνθηματολογία τύπου «Γερούν γερά» και «Βάστα Σόιμπλε» και μια όχι και τόσο υγιή χαιρεκακία κάποιων, όσο στενότερα σφιγγόταν ο βρόχος των δανειστών γύρω από τον λαιμό ενός λαού, τον οποίο βδελύσσονταν.
Εν πάση περιπτώσει, αυτά ανήκουν (;) στο παρελθόν. Εχει, όμως, ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς ποια είναι, άραγε, η άποψη όλων αυτών για την Ελλάδα όπως έχει γίνει σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια μετά το κλείσιμο της «αριστερής παρένθεσης» και τη διόρθωση της «πολιτικής ανωμαλίας» με την επιστροφή της Κανονικότητας και της Αριστείας, αμφοτέρων προσωποποιημένων στη μορφή του σημερινού πρωθυπουργού και του περιβάλλοντός του. Για μια χώρα που εσφαλμένα παρομοιάζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τις μπανανίες της Λατινικής Αμερικής, καθώς μάλλον προσομοιάζει με κάποιες διαλυμένες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν οι «επώδυνες μεταρρυθμίσεις, πλην αναγκαίες» για τη μετάβασή τους στον παράδεισο του Δυτικού καπιταλισμού, με τη γνωστή συνταγή του ΔΝΤ, συνδυάζονταν αρμονικά με έναν αυταρχισμό καλυμμένο με το φτηνό περιτύλιγμα δήθεν δημοκρατικών θεσμών, την εξαθλίωση των πληθυσμών τους, την ακραία διαφθορά και τον νεποτισμό, τη διαπλοκή μιας εξουσίας-μαριονέτας με κλεπτοκράτες ολιγάρχες, τηλεπερσόνες και λούμπεν φιγούρες του υποκόσμου που όλοι μαζί και μέσα σε μια χυδαία επίδειξη χλιδής και πλούτου απομυζούσαν την κληρονομιά των υποδομών του σοσιαλισμού στο όνομα της οικονομικής ελευθερίας. Το ειρωνικό είναι ότι σύμφωνα με την ίδια σχολή σκέψης, η Ελλάδα ήταν (και, κατά κάποιους, παραμένει) η τελευταία Σοβιετία της Ευρώπης: τηρουμένων, πάντα, των αναλογιών, ίσως έχουν ένα κάποιο δίκιο.
Πολύ σημαντικότερο, όμως, είναι να αναρωτηθούν οι κάτοικοι αυτής της χώρας, ιδίως οι νέοι, εάν, πράγματι, αυτή είναι η Ελλάδα. Εάν αυτό που βιώνουν σήμερα ως καθημερινή πραγματικότητα και εισπράττουν ως μελλοντική προβολή είναι κάτι που τους εκφράζει και που θεωρούν πως τους αξίζει. Εάν δεν μπορούν να περιμένουν ή να διεκδικούν κάτι περισσότερο, ούτε σε δικαιώματα, δημοκρατική διακυβέρνηση και θεσμούς, ούτε σε ποιότητα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, ούτε σε προοπτικές καλής διαβίωσης, αξιοπρεπούς εργασιακής σταδιοδρομίας και ικανοποιητικών παροχών κοινωνικού κράτους, ούτε καν σε επίπεδο δημόσιας αισθητικής και πολιτισμού. Σε τελική ανάλυση, η Παλινόρθωση της Φαυλοκρατίας δεν συνέβη σε κοινωνικό και πολιτικό κενό, δεν επιβλήθηκε με τα όπλα: προέκυψε από μια σύνθετη, πολύχρονη διαδικασία μέσα στην ελληνική κοινωνία, με επιστέγασμα το αποτέλεσμα ελεύθερων εκλογών. Ομως, μια τέτοια ανάγνωση θα ήταν όχι μόνο υπερβολικά αυστηρή, αλλά, το σημαντικότερο, απλοϊκά μοιρολατρική, καθώς θα αγνοούσε ένα πολύ μεγάλο -σαφώς πλειοψηφικό- τμήμα της κοινωνίας που δεν έχει αυτήν την αντίληψη για την αξία της χώρας στην οποία ζει και που ουδόλως της αξίζει ή την αντιπροσωπεύει η σημερινή εικόνα αποσύνθεσης και παρακμής.
Για ένα χρονικό διάστημα κάποιων δεκαετιών, οι ελίτ της χώρας μπορούσαν να βαυκαλίζονται με τη σκέψη ότι ανήκαν σε κάτι μεγαλύτερο και ανώτερο από το μικρό νοτιοβαλκανικό κράτος -όπως το αντιλαμβάνονταν- που είχε προκύψει ως συμβιβασμός μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων του 19ου αιώνα. Είτε αυτό το κάτι ήταν η ιδέα της Δύσης είτε της Ευρώπης αργότερα, πρόκειται για μια πολυτέλεια που δεν υπάρχει στον γεμάτο αβεβαιότητες και ανατροπές κόσμο του 21ου αιώνα. Σε μια Ευρώπη που ολοφάνερα έχει χάσει και η ίδια τον προσανατολισμό της, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, μικρές και μεγάλες, θα αναγκαστούν να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους στην παγκόσμια σκηνή, πριν επιχειρήσουν να επανεφεύρουν συλλογικά ένα νέο πλαίσιο για τη μεταξύ τους συνεργασία. Η Ελλάδα δεν θα είναι εξαίρεση.
* Δικηγόρος, διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας