Δεν είναι μόνο η Γερμανία που δεν θέλει να τα χαλάσει με την Τουρκία. Χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, για διάφορους λόγους, δεν θέλουν την επιβολή σοβαρών κυρώσεων εναντίον της γείτονος χώρας. Πιο γενικά, η Ευρωπαϊκή Ενωση στο σύνολό της θέλει τη συνέχιση της ευρωτουρκικής τελωνειακής συμφωνίας, αφού οι εξαγωγές της προς την Τουρκία είναι πολύ μεγαλύτερες από τις εισαγωγές της. Και η ίδια θετική στάση της Ευρώπης ισχύει για τις μεταναστευτικές ροές που θα δημιουργούσαν σοβαρά προβλήματα αν ο Ερντογάν αποφάσιζε να σπρώξει ένα μέρος του τεράστιου προσφυγικού πληθυσμού που βρίσκεται στη χώρα του προς την Ευρώπη.
Οσο για τον Μπάιντεν, σίγουρα δεν θέλει την Τουρκία εκτός του ΝΑΤΟ. Ούτε θέλει την τελική στροφή της χώρας προς την Κίνα και την Ρωσία. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ διάκειται φιλικά προς την Ελλάδα, αλλά θα κοιτάξει πρωτίστως τα πιο γενικά συμφέροντα της χώρας του. Με βάση τα παραπάνω είναι σίγουρο πως οι κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας θα είναι πολύ ήπιες. Αυτό σημαίνει πως δεν θα αλλάξουν την επιθετική πολιτική του Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας.
Βέβαια, ανεξαρτήτως της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Δεκέμβριο, οι ευρωπαϊκές αρχές θα εξακολουθήσουν να τονίζουν την απαράδεκτη επιθετικότητα της Τουρκίας. Αλλά μόνο στα λόγια. Στην πράξη, σε περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου ή και πολεμικής σύγκρουσης, δεν θα παρέμβουν. Ούτε ο Μακρόν θα διακινδυνεύσει μια στρατιωτικού τύπου εμπλοκή της χώρας του στην ελληνοτουρκική διαμάχη.
Παρόλη την παραπάνω κατάσταση, η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί να επιμένει στην πολιτική πως η μόνη διαφορά μας με τη γείτονα χώρα είναι αυτής της υφαλοκρηπίδας. Αρα για να αρχίσει ο διάλογος πρέπει η Τουρκία να δεχτεί την ελληνική θέση. Από την άλλη μεριά, η τουρκική ηγεσία με κανέναν τρόπο δεν δέχεται πως υπάρχει μόνο μια διαφορά προς συζήτηση. Σωστά υποστηρίζει πως υπάρχουν και άλλες διαφορές. Οπως για παράδειγμα, η αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών που βρίσκονται κοντά τις τουρκικές ακτές.
Βέβαια η χώρα μας έχει δίκιο να απορρίπτει αυτό το αίτημα λόγω της άκρως επιθετικής τουρκικής πολιτικής. Αυτή η στάση μας όμως δεν σημαίνει πως η διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών δεν πρέπει να συζητηθεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Το ίδιο ισχύει για τις διαφορές μας που υπάρχουν στο θέμα των βραχονησίδων (για τις ουσιαστικές διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, βλ. το εξαιρετικό βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη, «Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος: 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων», Θεμέλιο 2020).
Γιατί τέτοιου είδους διαφορές να μη συζητηθούν; Πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν άλλες διαφορές, αφού όντως υπάρχουν; Γιατί φοβόμαστε τον διάλογο χωρίς προϋποθέσεις; Υπάρχει βέβαια το επιχείρημα πως ούτως ή άλλως η Τουρκία δεν θέλει ούτε διαπραγματεύσεις ούτε προσφυγή στην Χάγη. Αλλά αυτό δεν πρέπει να εμποδίσει την κυβέρνηση να δεχτεί τον ανοιχτό διάλογο. Γιατί αν σε αυτή την περίπτωση η Τουρκία εξακολουθήσει να υπονομεύει τις διαπραγματεύσεις, τότε η χώρα μας θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να πείσει την Ε.Ε. να επιβάλει στη γείτονα χώρα πιο ουσιαστικές κυρώσεις.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε τίθεται το προφανές ερώτημα: γιατί η Ανγκελα Μέρκελ δεν πιέζει τον Ελληνα πρωθυπουργό να δεχτεί τον διάλογο χωρίς προϋποθέσεις; Αφού υπάρχει η πιθανότητα η Γερμανίδα καγκελάριος να μπορέσει να πείσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αλλάξει γνώμη. Η κυρία Μέρκελ μπορεί να το πετύχει αυτό όχι μόνο γιατί η χώρα της επηρεάζει σημαντικά σχεδόν όλα τα μέλη της Ε.Ε., αλλά και γιατί, όπως ήδη ανέφερα, πολλές χώρες εντός της ευρωζώνης τη στηρίζουν στο θέμα των κυρώσεων. Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως η καγκελάριος δεν θέλει να τερματίσει την πολιτική της διαδρομή με μια μεγάλη αποτυχία.
Νομίζω πως η Ανγκελα Μέρκελ πρέπει να κάνει την προσπάθεια να πείσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δεχτεί την τουρκική θέση περί ανοιχτού διαλόγου. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις πολλές ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία δέχτηκε τον διάλογο χωρίς προϋποθέσεις. Γιατί δεν τολμά να κάνει το ίδιο ο τωρινός πρωθυπουργός; Δεν το κάνει γιατί κάθε υποχώρηση θα χαρακτηριστεί εντός και εκτός του κόμματός του ως προδοσία. Δυστυχώς δεν θέλει ή δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια τέτοιου είδους τολμηρή κίνηση. Μια κίνηση που ο Αλέξης Τσίπρας τόλμησε να κάνει στο θέμα των Πρεσπών.
Συμπερασματικά, η έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων θα βοηθούσε όχι μόνο την κυρία Μέρκελ. Θα βοηθούσε και την Ε.Ε. να αποκτήσει μια πιο συγκροτημένη θέση ως προς τα ελληνοτουρκικά. Θα βοηθούσε, τέλος, την ελληνική κυβέρνηση να αποφύγει την κατηγορία πως και αυτή δεν θέλει ούτε διάλογο, ούτε μια προσφυγή στην Χάγη.
Είναι επιτέλους καιρός να αφήσουμε τους νομικισμούς και να δεχτούμε τον διάλογο χωρίς προϋποθέσεις σαν ένα βήμα προς τα εμπρός. Είναι επιτέλους καιρός να τα βρούμε με την Τουρκία. Αλλη λύση δεν υπάρχει. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τους τεράστιους πόρους που θα πάρουμε από το ευρωπαϊκό ταμείο στήριξης λιγότερο για εξοπλισμούς και περισσότερο για να καλυτερεύσουμε την κατάσταση στον χώρο της Υγείας, της Παιδείας και της κοινωνικής στήριξης όλων αυτών που η πανδημία και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει στο περιθώριο.
* Ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας, LSE
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας