Το 1940, ο σοσιαλδημοκράτης πρόσφυγας Φραντς Νόιμαν, στο κλασικό βιβλίο του με τίτλο Behemoth (Βεεμώθ), υποστήριζε ότι «στη ναζιστική Γερμανία κυβερνούσε ένα καρτέλ αποτελούμενο από το κόμμα, τη βιομηχανία, τον στρατό και τη γραφειοκρατία και ότι αυτό που τα κρατούσε ενωμένα ήταν το κέρδος, η δύναμη, η αίγλη και, κυρίως, ο φόβος».
Το 1960, ο φιλελεύθερος Καρλ Ντίτριχ Μπράχερ τόνιζε ότι ο «εθνικοσοσιαλισμός απέκτησε οντότητα και έφτασε μέχρι την εξουσία κάτω από συνθήκες που ευνόησαν μια συμμαχία ανάμεσα σε συντηρητικές – απολυταρχικές και τεχνοκρατικές, εθνικιστικές και “επαναστατικές” - δικτατορικές δυνάμεις». Το 1970, ο Χανς Μόμσεν έκανε λόγο για «συμμαχία ανάμεσα σε ανερχόμενες φασιστικές ελίτ και μέλη των παραδοσιακών ομάδων εξουσίας», με σκοπό «την κατάλυση της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης και την πάταξη του μαρξισμού» (Robert O. Paxton, Η ανατομία του φασισμού, Αθήνα 2006, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, σελ. 168).
Ιστορικά τέσσερα στοιχεία συγκρότησαν το φασιστικό καθεστώς ή πολιτικό σύστημα. Ο αρχηγός, το δήθεν «χάρισμα» του οποίου, δηλαδή η «αδιαμεσολάβητη σχέση του με τον λαό», βασιζόταν στον φόβο και τον τρόμο, το κόμμα, με ειδικά προνόμια για τα μέλη του, το κράτος, με τους λειτουργούς του στη δικαιοσύνη, τον στρατό, την αστυνομία, τη διοίκηση, και την αστική κοινωνία, επομένως όσους διέθεταν κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική δύναμη (Robert O. Paxton, όπ. π., σελ. 17).
Το κόμμα, φασιστικό ή ναζιστικό, συγκροτούσε και παράλληλες οργανώσεις, όπως την παραστρατιωτική δύναμη, τα περιβόητα τάγματα εφόδου, το δικό του δικαστικό σώμα και τη δική του αστυνομία (Robert O. Paxton, όπ. π., σελ. 175).
Ως πρώτο συμπέρασμα. Οι συντηρητικές ελίτ ήταν εκείνες που άνοιξαν τον δρόμο του φασισμού προς την εξουσία και βεβαίως τα πολιτικά τους κόμματα, δεξιά, λαϊκά, κεντρώα, εθνικιστικά κ.λπ., η δε σύμπραξη στην εξουσία του φασιστικού συστήματος με το προϋπάρχον συντηρητικό κατεστημένο αποσαφηνίζει σημαντική ειδοποιό διαφορά των συγκεκριμένων καθεστώτων, προέλευση, εξέλιξη, εφαρμογή, έναντι άλλων συστημάτων.
Αργότερα, οι συντηρητικοί υποχώρησαν πλήρως και συμβιβάστηκαν απολύτως μπροστά στην κατάργηση του κράτους δικαίου, την αντιεβραϊκή καταστολή, την επιθετική εξωτερική πολιτική και την υπαγωγή της οικονομίας στις εξοπλιστικές ανάγκες.
Ο φασισμός εφάρμοσε ως οικονομική πολιτική το Laissez faire του νεοφιλελευθερισμού, άρα μείωση του κρατικού παρεμβατισμού, μείωση ή κατάργηση φόρων για τις επιχειρήσεις και τα ανώτερα οικονομικά στρώματα, μείωση των κρατικών δαπανών, ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, παρά τους «αντικαπιταλιστικούς» τόνους των πρώιμων χρόνων του. Ο φασισμός δεν αποτελούσε την πρώτη πολιτική επιλογή για πολλούς επιχειρηματίες, ήταν όμως για αυτούς προτιμότερος από τον σοσιαλισμό ή από ένα κράτος έντονης παρεμβατικότητας στο σύστημα της αγοράς. Υπέρογκες περικοπές στο κράτος πρόνοιας επιβλήθηκαν κυρίως μέσα από φυλετικές πολιτικές αποκλεισμού.
Ο φασισμός, με αιτιολογία το «εθνικό πεπρωμένο», εξαφάνισε το κράτος δικαίου και τα ατομικά δικαιώματα, ώς τον σκληρό πυρήνα του, και καταχράστηκε τον όρο «επανάσταση», προκειμένου να ακυρώσει τη βαρύνουσα ιστορική σημασία για τους λαούς των δημοκρατικών και σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 18ου, 19ου και 20ού αιώνα.
Τα φασιστικά συνδικάτα μονοπώλησαν την εργατική εκπροσώπηση, το δε «κορπορατιβιστικό κράτος», με βάση την «αστυνομική» πειθαρχία στους εργασιακούς χώρους, λειτούργησε τελικά υπέρ των εργοδοτών. Ο φασισμός ποτέ δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και την κοινωνική και οικονομική ιεραρχία, παρά τον κατ’ επίφαση «ριζοσπαστισμό» μεμονωμένων τάσεών του.
Ο φασισμός συνεργάστηκε άριστα με την Εκκλησία και το Βατικανό, παρά τις επιμέρους «αντιπαλότητες» στους χώρους των οργανώσεων της νεολαίας ή των οργανώσεων ελεύθερου χρόνου ή της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Ο φιλοφασιστικών αντιλήψεων Πάπας Πίος ΙΑ’ αρνήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του να κοινοποιήσει εγκύκλιο καταδίκης της ναζιστικής φυλετικής επιβολής, τρομοκρατίας και εξόντωσης (φυλετικοί νόμοι Νυρεμβέργης, στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.λπ.).
Ο πόλεμος υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση και διατήρηση των φασιστικών καθεστώτων, ως αποτέλεσμα «εθνικής» και κοινωνικής συνοχής και πειθαρχίας. Ο φασιστικός πόλεμος υπήρξε πάντοτε επεκτατικός (ζωτικοί χώροι), εθνικιστικός (το έθνος μπροστά από την κοινωνική τάξη και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών), ρατσιστικός και αντισημιτικός. Ο Μουσολίνι έλεγε ότι «ο χαρακτήρας του ιταλικού λαού πρέπει να διαμορφωθεί μέσα στον πόλεμο, ως τη μοναδική πηγή ανθρώπινης προόδου. Ο πόλεμος είναι για τους άντρες ό,τι η μητρότητα για τις γυναίκες». Φασισμός και πόλεμος, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ο Φράνκο, στην Ισπανία, υπήρξε αμείλικτος διώκτης της δημοκρατίας, του μαρξισμού, του φιλελευθερισμού και της εκκοσμίκευσης. Το 1939, συνυπέγραψε με τους Χίτλερ και Μουσολίνι το Σύμφωνο Αντικομιντέρν. Αυτό δεν εμπόδισε τη Δύση, μετά τον πόλεμο, να τον δεχθεί στους κόλπους της με ανοικτές αγκάλες (ΝΑΤΟ, βάσεις ΗΠΑ).
Το κείμενο αυτό «αφιερώνεται» σε όσα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προσπάθησαν να εξισώσουν ανιστόρητα και παντελώς αντιεπιστημονικά τον φασισμό με τον κομμουνισμό.
*ομότιμος καθηγητής, πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας