Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης ήταν μια μη βιώσιμη ανάπτυξη στηριζόμενη σε μεγάλα δημόσια ελλείμματα που διόγκωναν συνεχώς το δημόσιο χρέος. Τη σοβαρότητα του δημόσιου χρέους είχε επισημάνει ήδη από 1995 –χωρίς, όμως, ίχνος αυτοκριτικής– ένας από τους βασικούς υπεύθυνους για τη δημιουργία του και πρωθυπουργός δηλώνοντας ότι «ή η χώρα θα αφανίσει το χρέος ή το χρέος θα αφανίσει τη χώρα». Οι διάδοχοί του στην πρωθυπουργία την επόμενη δεκαετία συνέχισαν την ίδια ανεύθυνη πολιτική, με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να εκτοξευθεί στα τέλη του 2009 στα 301 δισ. ευρώ ή 126,8% του ΑΕΠ.
Στη συνέχεια η καταστροφική πολιτική που ακολούθησαν τόσο η κυβέρνηση που αναδείχτηκε από τις εκλογές του 2009 όσο και οι επόμενες εφαρμόζοντας τα μέτρα των μνημονίων, είχαν αποτέλεσμα την κατάρρευση της οικονομίας, την ανθρωπιστική κρίση και, αντί για μείωση, την αύξηση του δημόσιου χρέους που έφτασε το 2014 στα 318 δισ. ευρώ ή στο 178% του ΑΕΠ. Το υπέρογκο και δυσβάστακτο αυτό δημόσιο χρέος άλλοι το θεωρούν «βιώσιμο» και άλλοι «μη βιώσιμο». Τι, όμως, εννοούν οι μεν και τι οι δε;
Η απελθούσα δικομματική κυβέρνηση, συμφωνώντας με τους δανειστές, ισχυριζόταν ότι το δημόσιο χρέος ήταν «βιώσιμο». Με τον όρο αυτό η κυβέρνηση εννοούσε ότι το χρέος είναι διαχειρίσιμο, δηλαδή η Ελλάδα θα μπορούσε να συνεχίσει να πληρώνει τα λήγοντα τοκοχρεολύσια του χρέους και το 2015, όπως έκανε τα προηγούμενα χρόνια, δανειζόμενη από τις ίδιες ουσιαστικά πηγές (όχι από τις αγορές), αν στο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2015 εφάρμοζε τα όσα περιλάμβανε το διαβόητο «email Χαρδούβελη» περικόπτοντας κι άλλο τις συντάξεις, αυξάνοντας τον ΦΠΑ, επιταχύνοντας το ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας κ.λπ. Τα καταστροφικά, όμως, αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα προηγούμενα χρόνια είναι αυτά που προαναφέρθηκαν. Κατά συνέπεια «βιωσιμότητα» ουσιαστικά σημαίνει διαχειρισιμότητα που καταλήγει σε διαιώνιση του υψηλού (ή και αυξανόμενου ακόμη) δημόσιου χρέους σε ευρώ και, με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλού και ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Σε αντίθεση με την παραπάνω άποψη, η κυβέρνηση που αναδείχτηκε από τις πρόσφατες εκλογές, θεωρεί ότι το δημόσιο χρέος της χώρας δεν είναι βιώσιμο, με την έννοια ότι με την πολιτική που εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα το χρέος δεν μπορεί να μειωθεί, διότι οι πόροι που απορροφά η εξυπηρέτησή του δεν δίνουν στη χώρα τη δυνατότητα να εφαρμόσει μια αναπτυξιακή πολιτική, η οποία, ανάμεσα στα άλλα, θα την καταστήσει ικανή να το αποπληρώσει. Για τον λόγο αυτό είχε προεκλογικά ταχθεί υπέρ του «κουρέματος» ενός μεγάλου μέρους του χρέους ώστε να καταστεί δυνατή η σταδιακή αποπληρωμή του υπολοίπου (όπως έγινε στη Γερμανία το 1953).
Μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που πήρε από τη Βουλή η κυβέρνηση, προχώρησε σε μαραθώνιες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας, οι οποίοι συμφώνησαν στις 20.2.15 να της παραχωρήσουν μια 4μηνη προθεσμία προκειμένου να συγκεκριμενοποιηθούν τα όσα περιλαμβάνονται στο κείμενο που τους έστειλε, τονίζοντας όμως σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος:
«Οι ελληνικές αρχές έχουν επίσης δεσµευτεί να διασφαλίσουν τα κατάλληλα δηµοσιονοµικά πρωτογενή πλεονάσµατα ή τα χρηµατοδοτικά έσοδα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της βιωσιµότητας του χρέους, σύµφωνα µε το ανακοινωθέν του Eurogroup του Νοεµβρίου του 2012. Για τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσµατος του 2015 οι θεσµοί θα λάβουν υπόψη τις οικονοµικές συνθήκες το 2015».
Με βάση τη δέσμευση αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόσει φέτος την πολιτική εκείνη που θα αποδώσει πρωτογενή πλεονάσματα (1,5% του ΑΕΠ δηλώνει η κυβέρνηση και το δέχονται οι δανειστές) για να αποπληρώσει ένα μέρος του χρέους. Αν επιτύχει τον στόχο αυτό, τότε γύρω στα 3 δισ. ευρώ θα διατεθούν για τη μείωση δημόσιου χρέους ύψους πάνω από 320 δισ. ευρώ! Είναι σαφές ότι με τέτοιους ρυθμούς το δημόσιο χρέος θα διαιωνίζεται και θα συνεχίσει να αποτελεί βρόχο στην ελληνική οικονομία.
Εκτός, όμως, από τα πρωτογενή πλεονάσματα, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να διασφαλίσει και χρηματοδοτικά έσοδα για την εξόφληση των τοκοχρεολυσίων που λήγουν το τετράμηνο Μαρτίου-Ιουνίου, δηλαδή δάνεια. Πώς, όμως, θα γίνει αυτό με τη άτεγκτη στάση που τηρούν οι δανειστές; Ας ελπίσουμε ότι η στάση τους αυτή θα αλλάξει προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Μέχρι τα τέλη Ιουνίου πρέπει να υπάρξει απόφαση για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Πώς, όμως, μπορεί αυτό να μειωθεί με δεδομένη την άρνηση των δανειστών για το «κούρεμά» του; Αν υπάρξει βούληση από την πλευρά των δανειστών υπάρχουν λύσεις. Μία από αυτές είναι να συμφωνήσουν και να χορηγήσουν στην Ελλάδα:
(α) Περίοδο χάριτος τουλάχιστον 5 ετών στη διάρκεια των οποίων δεν θα καταβάλλονται τοκοχρεολύσια.
(β) Μείωση του επιτοκίου στο ύψος στο οποίο δανείζεται η Γερμανία από τις διεθνείς αγορές.
(γ) Παράταση αποπληρωμής του δανείου τουλάχιστον για 20 έτη μετά την παρέλευση των 5 ετών, και
(δ) Το ύψος των τοκοχρεολυσίων που θα καταβάλλονται να εξαρτάται από τον ρυθμό ανάπτυξης.
Με τη λύση αυτή θα αρχίσει να αυξάνεται το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος να μειώνεται σταδιακά σε ευρώ και ταχύτερα ως ποσοστό του ΑΕΠ και, φυσικά, οι δανειστές να πάρουν πίσω, με τόκο, τα χρήματα που μας δάνεισαν.
* πρώην: αντιπροέδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας