Πράγματι η συλλογή με τη μυθιστορηματική άρθρωση (πρόλογος, ενότητες, επίλογος) -όπως έδειξε πρόσφατα η μελέτη του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου Το αμφίσημο γέλιο του Μάριου Χάκκα, Μελαγχολία και ανατροπή (Αγρα 2023) εξετάζοντας μικροσκοπικά την εσωτερική αφηγηματική οργάνωσή της στο ιστορικό και γραμματολογικό πλαίσιο της εποχής της- αποτελεί τον προνομιούχο χώρο όπου δοκιμάζονται οι αφηγηματικές στρατηγικές του συγγραφέα και ανιχνεύονται οι νεωτερικές ιδιαιτερότητες της γραφής του. Τα έξι διηγήματα της ενότητας «Εξομολογήσεις» σηματοδοτούν τη μεταστροφή, τα εφτά επόμενα, που στεγάζονται κάτω από τον πολύσημο τίτλο «Η διάλυση», δίνουν ξεκάθαρα τον τόνο, ενώ η τρίτη ενότητα, που τιτλοφορεί και τη συλλογή, αποτελεί μια σκληρή, κριτική, σατιρική καταγγελία της δεκαετίας του 1960, με έμφαση στην αλλοτρίωση, στην έκπτωση των οραμάτων και στην κυριαρχία του καταναλωτισμού που συμπυκνώνεται στην εικόνα του μπιντέ στο ομότιτλο διήγημα.
Η συλλογή ξεκινά με κείμενα ανοιχτής πολεμικής και με επιθετική διάθεση προς κάθε κατεύθυνση. Ακατάστατη πρόζα με τολμηρή γλώσσα που αγγίζει την ελευθεροστομία («Xίλιες φορές προτιμότερο να ζωγραφίζω nature morte αρχίδια, παρά ένα μάτσο λουλούδια»), προφανή λεκτικά παιχνίδια (σπίνος/Σπινόζα, Γκαρωντί/γκαραντί), συνειρμική ανάπτυξη της φράσης («θέλω να μείνω, να μείνω, να μείνω, ρίχνοντας αδιάκοπα κέρμα, έτσι που να φτάσω στο τέρμα συμπληρώνοντας το μέσο ποσοστό της ζωής») μέσα σ’ ένα κυνικά απομυθοποιητικό περικείμενο που ανατρέπει κοινωνικές συμβάσεις, γειώνει τα πάθη του Εμφυλίου και αναδεικνύει με ανατρεπτικό τρόπο κυρίαρχη τη σεξουαλικότητα και το σωματικό στοιχείο.
Η «διάλυση», που προφανώς έχει βιωματικές αφετηρίες, δεν εγγράφεται μόνο στη θεματική των κειμένων, αλλά διαχέεται και στο επίπεδο της μορφής. Ισως γιατί η απόφαση έχει παρθεί και ο Χάκκας, όπως ο αφηγητής του διηγήματος «Το νερό», κλείνει τους λογαριασμούς του: «Δεν πρόκειται να σιάξω άλλους μύθους. Καλύτερα η γελοιοποίηση». Ταυτόχρονα η κατάρρευση των αριστερών οραμάτων συνοδεύει την αλλοτρίωση των φίλων και η φθορά των οικείων την αγωνία
που προκαλεί η αίσθηση της εγγύτητας του τέλους. Ο επερχόμενος θάνατος -αφορμή, εμπόδιο και θέμα της γραφής- σκηνοθετείται ως εμπειρία που οδηγεί στη λογοτεχνία. Στο «Τρίτο νεφρό» η γραφή γίνεται στρατηγική υπέρβασης του θανάτου, απεγνωσμένη αναζήτηση χρόνου για «σπατάλη πίσω από τις φράσεις», η απαραίτητη «Κόλαση» που πρέπει να διαβεί ο συγγραφέας αναζητώντας μια «τρίτη διάσταση στο λόγο», όχι μιμούμενος πρότυπα, αλλά ξεπερνώντας δασκάλους, υπογράφοντας με σωματική οδύνη το όποιο επίτευγμα. Πίσω από παραμορφωτικές μάσκες αντηχεί ο ίδιος εγωτικός λόγος που συμπλησιάζει τις φωνές αφηγητή-συγγραφέα, με τον τελευταίο να ενταφιάζεται προοδευτικά στον ίδιο του τον λόγο, όπως ο φωτογράφος στο ομότιτλο διήγημα ο οποίος μετά από επανειλημμένες αποτυχίες να ανακατασκευάσει το πορτρέτο του τεθνεώτος, στην ύστατη προσπάθεια αποτυπώνει τα δικά του χαρακτηριστικά στη φωτογραφία, με τη θρηνούσα χήρα να αναφωνεί «Εσύ είσαι...» και τον ίδιο να σχολιάζει: «Είμαι ένα κάδρο. Φοράω γραβάτα, έχω μαλλιά εκεί που μου λείπουν, κόκκινα χείλη και κέρινα μάτια».
Η φανερή αδιαφορία για την τεχνική αρτίωση, η «ατημελησία» και ο «αυθορμητισμός» αποτελούν συνειδητή επιλογή πεζογραφικής ποιητικής· θυμίζουν, όπως έχει επισημανθεί, την περιγραφή της τοιχογραφίας στην Καισαριανή από το ομότιτλο πεζό, η κακοτεχνία της οποίας «δημιουργεί μια καινούργια αισθητική» απ’ όπου «προκύπτει ένα διαφορετικό νόημα...».
Η ενσυνείδητα αντισυμβατική στάση, που απιστεί απέναντι σε κανόνες και σαρκάζει (ακόμα και τον εαυτό της), ειρωνεύεται (πρόσωπα, καταστάσεις και ιδεολογίες) ή και παρωδεί ανατρεπτικά (τη λογοτεχνική παράδοση και τη χρήση της γλώσσας), μαρτυρά τη θητεία του Χάκκα στο θέατρο του παραλόγου, θυμίζει παραμορφωμένους απόηχους από τους «δασκάλους» («Ρίλκε, Μπέκετ, Χένρι Μίλλερ»), συνεχίζει, τρόπον τινά, την αντισυμβατική στάση ενός «γέρου παλιάτσου αλά Σκαρίμπα» και συνδέεται ενεργά, όπως υποστηρίζει η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του Μ. Χρυσανθόπουλου, με την παράδοση των πρωτοποριών του 20ού αιώνα και των τάσεων της δεκαετίας του 1960.
Οπως και να ’χει, τα δύστροπα στην ειδολογική τους ταξινόμηση, «αναιμικά», «χωρίς κώλο ούτε μύτη» πεζά του Χάκκα, «είτε ως χαϊκού της πεζογραφίας» τα αντιμετωπίσουμε είτε «ως μινιατούρες βαθιά σκεπτόμενων αισθημάτων», εξακολουθούν και σήμερα να προκαλούν την αμηχανία μας. Προφανώς «άβολος συγγραφέας», και όχι μόνο για αριστερούς αναγνώστες, όπως έλεγε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Σωστά επαυξάνει ο Παντελής Μπουκάλας στο τέλος του επιμέτρου του, επισημαίνοντας τη δυσκολία «να αφηγηθείς το στόρι» ή «τον ευεργέτη ποιητικής καταγωγής συνειρμό» που διατρέχει τα κείμενά του. Γιατί πράγματι η πεζογραφία του Χάκκα έχει ακόμα και σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, «ράμματα για τη γούνα» όλων μας.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας