«Τότε ακόμα τα καλοκαίρια είχαν τη γεύση της αιωνιότητας. Ερχονταν και έμοιαζε πως ποτέ δεν θα τελειώσουν». Αυτές είναι οι εναρκτήριες φράσεις για να αρχίσει να ξετυλίγεται το νήμα της ψιλοκεντημένης, άρτια δομημένης αφήγησης στο νέο μυθιστόρημα του συγγραφέα τού Ελαφρά ελληνικά τραγούδια, τότε με φόντο τη δεκαετία του 1950. Τώρα βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1966, ο Σπύρος, ο ζωγράφος, πρωταγωνιστής στο ανά χείρας, μαθητής στην ΑΣΚΤ, του Νικολάου και του Μόραλη, φεύγει να περάσει ξένοιαστες διακοπές σε ένα νησί, φιλοξενούμενος του τρόπον τινά ινδάλματός του, ζωγράφου Φαίδωνα Καραλή – «για τους εικοσάρηδες εμάς, τη θέση των φλογερών αγορεύσεων, τώρα, το ξένοιαστο εκείνο καλοκαίρι του ’66, είχαν πάρει οι μπίρες και τα ούζα στα ταβερνάκια της παραλίας, οι φωτιές στην αμμουδιά και τα τραγούδια του Νέου Κύματος με τα ακόρντα της κιθάρας».
Ο Σπύρος στο νησί ερωτεύεται τη δωδεκάχρονη κόρη της οικογένειας που τον φιλοξενεί, τη Γωγώ, εκτρέπεται συναισθηματικά, η αδελφή της μικρής τούς κάνει τσακωτούς. Ωσονούπω, προκύπτει και η πολιτική εκτροπή, η χούντα των συνταγματαρχών. Ο Σπύρος έχει, εν τω μεταξύ, ύστερα από την ερωτική του εμπλοκή, εγκαταλείψει άρον άρον το νησί.
Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, ο πατέρας του, ΕΔΑΐτης, έμπορος «λευκών συσκευών» και δίσκων μουσικής, συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ανάφη, από όπου επιστρέφει με σοβαρή καρδιοπάθεια, με τη μεσολάβηση του Σπύρου σε έναν λοχαγό, ένθερμο χουντικό, τον Λαγάκο, «το δεύτερο γνωστό θύμα της γοητείας» της Γωγώς, από τότε που ως υπολοχαγός υπηρετούσε στη ΜΟΜΑ στο νησί. Ο Σπύρος αναλαμβάνει τα ηνία του καταστήματος, σιγά σιγά η ενασχόληση με τη ζωγραφική υπνώττει, οι πανεπιστημιακές σχολές βράζουν, η Νομική, το Πολυτεχνείο, όπου ο Πανσέληνος δεν παραλείπει θαυμάσια να σταθμεύσει, η έκθεση ζωγραφικής των φίλων, που αυτοαποκαλούνται «νέοι ρεαλιστές» δεν γίνεται, ο Σπύρος μετράει τη ζωή του με τα καλοκαίρια, «οι χειμώνες ήταν σημαδεμένοι από τις πικρές μέρες του πένθους που ήταν το πένθος της γενιάς μου για μια ζωή που το νήμα της είχε κοπεί πριν ακόμη ξεκινήσει».
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, περίοδος εντυπωσιακής και σταθερής οικονομικής ανάπτυξης για την Ευρώπη, η ελληνική οικονομία επέδειξε την πιο δυναμική της περίοδο και νέα καταναλωτικά ήθη και συμπεριφορές εμπεδώθηκαν – παρά τα διαρθρωτικά προβλήματα. Πρόκειται, βέβαια, για ανισομερή ανάπτυξη, σε περίοδο, άλλωστε, έντονων κινητοποιήσεων της νεολαίας. Οι νέοι πρωτοστατούν, αλλά και διασκεδάζουν, χορεύουν, ακούν ροκ εν ρολ, ερωτεύονται.
Ωστόσο, αν ο φόβος και η επιφυλακτικότητα εμποδίζουν την πολιτική συσπείρωση, αυτή μεταφέρεται στον τομέα του πολιτισμού και δημιουργείται μια κρίσιμη μάζα που θα δραστηριοποιηθεί ακηδεμόνευτη στη διάρκεια της δικτατορίας, όταν το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα γίνει ο αποκλειστικός εκφραστής της λαïκής δυσαρέσκειας. Ο Μαρξ, ο Ράιχ, ο Τσε, ο Μπρεχτ, ο Σαββόπουλος, ο Χάκκας, ο Λένον και ο Λένιν, όλα χωρούσαν και έμπαιναν στην ημερήσια διάταξη. Και στα χρόνια της χούντας το «επαναστατικό καθήκον» ταυτίστηκε με τους χτύπους της νεανικής καρδιάς.
«Μια συνείδηση που τραγουδά» χαρακτήριζε η Αυγή στις 12 Ιουλίου 1964 τον Μπομπ Ντίλαν, τέσσερα σχεδόν χρόνια πριν από τη συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς, στα συμβάντα στην οποία εξαιρετικά εξεικονίζει διά της γραφής ο Πανσέληνος, στο Γήπεδο της Λεωφόρου, τη Δευτέρα 17 Απριλίου 1967, τέσσερις μέρες πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, όπου στους γύρω δρόμους έπεσε «το τελευταίο ξύλο πριν το πραξικόπημα», με την ελληνική νεολαία να φαίνεται ότι βαδίζει στην οδό του «αχαλίνωτου ηδονισμού, της απείθειας και της ασέβειας, της αθεΐας» – η ανταρτεμένη νεολαία δημιουργεί «ηθικό πανικό».
Εξι χρόνια μετά την πτώση της χούντας –«Μεταπολίτευση», έκρηξη πολλαπλών ταυτοτήτων– ο Σπύρος γνωρίζει τη Στέλλα, «με τον θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες εκλογές ο κόσμος είχε φωτίσει». Ερωτας κατάδικος. Μένουν οι αναμνήσεις και τα τραύματα. Οι πρώτες «απλώνουν αραιωμένες σαν τα χρώματα της ακουαρέλας στο υγρό χαρτί», λάδια σε καμβά. «Μόνο τα τραύματα διατηρούνται ολοζώντανα. Η μνήμη μας έχει μια μεγάλη αίθουσα όπου στοιβάζονται οι ευτυχισμένες αναμνήσεις μαζεύοντας σκόνη· αλλά τις ατυχίες, τις πληγές και τις απογοητεύσεις τις στήνει πάνω σε βάθρο ή τις κρεμά στους πιο καλά φωτισμένους τοίχους της αίθουσας».
Ο Σπύρος και οι συνομήλικοί του θήλασαν τη μελαγχολία της Ιστορίας, που είναι ένας μεγάλος προβολέας του μέλλοντος. Αλλά είναι πιθανόν το μέλλον να απαιτεί όλα όσα θα έπρεπε να είχαμε ρωτήσει στο παρελθόν. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, «ο κόσμος όλος ήταν όπως εμείς – είκοσι χρονών». Υστερα, ο Σπύρος και πολλοί συνομήλικοί του, μόνη παρηγορία βρίσκουν στους δίσκους, στα βιβλία, στους πίνακες, στην τέχνη, για «να ανοίξουν μια πόρτα στην ομορφιά της ζωής, ακόμα κι αν μικρότερος είχες φιλοδοξήσει να γίνεις ο ίδιος δημιουργός μιας τέτοιας ομορφιάς». Αλλά, πράγματι, Αλέξη Πανσέληνε, «δεν είναι όλοι τόσο δυνατοί ούτε όσο ανθεκτικοί χρειάζεται».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας