Η καλοδεχούμενη μεγάλη ορατότητα που έχουν κερδίσει τα τελευταία χρόνια ζητήματα που άπτονται της ιστορίας και της γενοκτονίας των Eλλήνων Eβραίων έχει δημιουργήσει και μια παρενέργεια: την ψευδαίσθηση ότι το θέμα έχει καλυφθεί επιστημονικά, αλλά και στη δημόσια σφαίρα, με επάρκεια ποιοτική και ποσοτική. Περισσότερο αιρετικές ερμηνείες σχολιάζουν ότι η τόσο μεγάλη συζήτηση και παραγωγή δημιουργούν μια κόπωση (Holocaust fatigue έχει ονομαστεί διεθνώς) και ότι η τόσο συχνή μνημόνευση δημιουργεί αντίθετα αποτελέσματα. Οι παραπάνω απόψεις έρχονται σε αντίστιξη τόσο με ένα μακρύ παρελθόν σιωπών όσο και με το εύθραυστο παρόν ενός πεδίου που στην πραγματικότητα παλεύει ακόμη να καθιερωθεί και να αναδειχτεί ως ισότιμο και οργανικά ενταγμένο στην ελληνική και διεθνή ιστοριογραφία.
Tο βιβλίο της Ρίκας Μπενβενίστε, καθηγήτριας Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας αλλά και συστηματικής μελετήτριας της ιστορίας και μνήμης του Ολοκαυτώματος, αποτελεί μία από τις λίγες μελέτες που πραγματεύεται το ελληνικό Ολοκαύτωμα και τον απόηχό του του. Η οπτική γωνία είναι αυτή των επιζώντων, αλλά και της μικρο-ιστορίας, καθώς η πολυπρισματική αφήγηση εστιάζει σε προσωπικές ιστορίες Σαλονικιών Εβραίων. Στο πρώτο από τα τρία μέρη του βιβλίου η Μπενβενίστε αναλύει τη συμμετοχή των νέων Ελλήνων Εβραίων στην Αντίσταση. Η ώς πρόσφατα λησμονημένη αλλά και εξιδανικευμένη πλευρά του αντιστασιακού κινήματος παραμένει μια σελίδα σημαντική της συνολικής εμπειρίας της Κατοχής. Βασική έγνοια, να καταρριφθεί ο μύθος της εβραϊκής παθητικότητας αλλά και της αντιστασιακής αδιαφορίας. Παρά την αθρόα και ηρωική συμμετοχή των Εβραίων στους κόλπους του αντιστασιακού κινήματος, η στάση της Αντίστασης έναντι των εβραϊκών εκτοπίσεων λίγο διαφοροποιείται, ούτε οι Εβραίοι αντιστασιακοί καταφέρνουν να μετασχηματιστούν σε συλλογικό υποκείμενο.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας 100 Ελλήνων Εβραίων οι οποίοι επέζησαν του στρατοπεδικού ολέθρου και αμέσως μετά έζησαν ένα δεύτερο «εθελοντικό» εγκλεισμό στα στρατόπεδα των εκτοπισμένων στη Γερμανία. Στο μεταπολεμικό χάος ο επαναπατρισμός ήταν μία μόνο από τις επιλογές των displaced persons. Για όσους είχαν συνειδητοποιήσει έγκαιρα το μέγεθος της καταστροφής ένας τέτοιος πιθανός νόστος έμενε ανεκπλήρωτος και θλιβερός οδηγώντας τους σε νέες ταυτοτικές και βιοτικές αναζητήσεις και περιπέτειες, είτε προς το Ισραήλ είτε προς τις ΗΠΑ. Η Μπενβενίστε ανασυστήνει, στο μέτρο του δυνατού, την πορεία τους από την αρχική εκτόπιση στις περιπέτειες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τη μεταφορά τους στο γκέτο της Βαρσοβίας, τις πορείες θανάτου και την πολυπόθητη απελευθέρωση. Το παράδοξο της διαβίωσης σε γερμανικό έδαφος Εβραίων πρώην κρατουμένων των στρατοπέδων εξόντωσης μικρή σημασία είχε μπροστά στις αναγκαιότητες της επιβίωσης. Τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο.
Το τρίτο μέρος εστιάζει στην κοινοτική ιστορία της Θεσσαλονίκης για να διερευνήσει το ζήτημα της ευθύνης. Μέσα από προσωπικές ιστορίες, η Μπενβενίστε αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των ατομικών επιλογών, κινήτρων και νοοτροπιών που εκπροσωπούσαν οι διαφορετικοί πρωταγωνιστές-ηγέτες μιας κοινότητας καθώς προσπαθούσαν να αποφύγουν το αναπόφευκτο, διαδικασία που συνέβη παντού στην Ευρώπη. Η Μπενβενίστε μάς μεταφέρει από την κατοχική Θεσσαλονίκη στο Μπέργκεν-Μπέλσεν και τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, παρά τις φήμες για προνομιούχες συνθήκες, και τέλος στην πλέον πικρή περίοδο της επιστροφής, της αντιμετώπισής τους ως συνεργατών των Γερμανών, και της προσπάθειας κάθαρσης και απόδοσης δικαιοσύνης, μια προσπάθεια που όπως διαφαίνεται στο βιβλίο μόνο μάταιη θα μπορούσε να αποβεί και ηχεί μάλλον παράταιρη στις συγκεκριμένες συνθήκες.
Ο χώρος δεν επαρκεί για να αναλυθούν ούτε καν τα κυριότερα από τα ζητήματα τα οποία θέτει η συγγραφέας σε ένα πολυεπίπεδο πόνημα. Ακόμη και το ύφος του βιβλίου ανταποκρίνεται στην πολλαπλότητα της στόχευσής του. Η γραφή μετατρέπεται από προσεκτική, αποστασιοποιημένη και αυστηρή σε προσωπική, συναισθηματική και άκρως συγκινητική. Στο τελευταίο συμβάλλουν και μια σειρά τεκμηρίων, επιστολών, ημερολογιακών εγγραφών και φωτογραφιών, που δίνουν σάρκα και οστά στα υποκείμενα της έρευνας, με τρόπο συνταρακτικό. Η επιστολική ερώτηση φίλου μιας εκ των πρωταγωνιστριών του βιβλίου, «απορώ πώς κανένας δε μου έγραψε τι γίνονται τα αδέλφια σου», ενώ ήδη γνωρίζουμε ότι δεν έχει επιβιώσει κανείς, αποτελεί και το αδιόρατο νήμα που με μεγάλη πειθώ ξετυλίγει η συγγραφέας. Η σχέση μεταξύ ζωντανών και νεκρών, η αγωνία να αποδοθεί ισότιμα η ιστορία τους, οι νεκροί να μη λησμονηθούν, ούτε να παραμείνουν ανώνυμοι. Αλλωστε, η ίδια η μεταπολεμική πορεία των επιζώντων αποτελεί μια διαρκή αναμέτρηση ζωής και θανάτου, απώλειας και ανάκτησης, παρελθόντων (νοσταλγικών, ηρωικών, τραυματικών) και μέλλοντος.
Το βιβλίο της Ρίκας Μπενβενίστε αποτελεί μια στιγμή ωρίμανσης της ελληνικής ιστοριογραφίας για το Ολοκαύτωμα. Η Μπενβενίστε έχει το ειδικό βάρος ως ιστορικός να θέσει το ζήτημα σε στέρεες βάσεις, με λόγο στιβαρό και φορτισμένο ταυτόχρονα, λόγο ο οποίος αντανακλά έστω σε ένα μικρό κλάσμα, μακριά από μακροσκοπικές προσεγγίσεις, τη συνταρακτική εμπειρία των ανθρώπων που επέζησαν, των εξαιρέσεων δηλαδή, όπως τονίζει η συγγραφέας, σε έναν κανόνα θανάτου. Εξοφληθέν, προσωπικό αλλά κυρίως ιστοριογραφικό, χρέος της ελληνικής ιστορικής κοινότητας έναντι των αφανών.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας