Τελευταία συζητήθηκε η απρόσμενη «Χλαμύδα Gate» στην Ακρόπολη και η ανεπαρκής υπόσταση πέντε μουσείων ως ΝΠΔΔ. Τώρα που γιορτάστηκε ξανά η «Διεθνής Ημέρα των Μουσείων» θα μπορούσε επίσης να μου τεθεί το ερώτημα τι θα ήταν ένα «Μουσείο Πανεπιστημιακών Δομών».
Ετσι με ρώτησε νεαρός που φιλοσοφεί «ζαλίζοντας» τις έννοιες, ιδίως όταν «συμβουλεύει» υπουργό ευρωπαϊκής χώρας. Για να του απαντήσω ως εξής: Τι μπορεί να συγκρατεί η μνήμη στο πεδίο της ανθρώπινης γνώσης; Εδώ η ιστορική μνήμη νοείται ως αντιθετικό πλαίσιο αναφοράς και όχι ως μονοσήμαντη «οντότητα» με την οποία μας καταπιέζει τάχα το παρελθόν. Πάντως στον τρόπο ανασυγκρότησης των «ταυτοτήτων» το «ταυτόν» αναδύεται συνάμα με το «έτερον» κατά τέτοιο τρόπο που οι «τόποι της μνήμης» να είναι αναγνωρίσιμοι σε κάθε σημείο του επιστητού. Μόνο που ως τέτοιοι, στην ακαδημαϊκή «παράδοση» μιας χώρας τουλάχιστον, συναρτώνται με μια ρευστή ηγεμονία στη σφαίρα των ιδεών και στην πραγματικότητα των προνομίων της. Γι’ αυτό μια «πολιτική της μνήμης» μπορεί να εκτυλίσσεται κάθε φορά ab ovo, με θετικές απολήξεις και με τα λιγότερα «τραύματα». Ετσι που το «Μουσείο» να μην αντιμετωπίζεται ως απλώς «άλλος τόπος», αλλά ούτε και ως μορφή «πρακτικής μνήμης» του συλλέκτη ως προς τα αντικείμενα που έχει διασώσει. Ακόμη και ως «βάση δεδομένων», όπου το τι και το γιατί όσων καταχωρίζει πάει παρέα...
Πώς όμως θα απαντούσα σε νεαρή σύμβουλο του ίδιου υπουργού που θα με ρωτούσε πώς θα στηθεί μουσείο σε νησί του Αιγαίου; Μάλλον ως εξής:
Ακόμη και ο ορισμός του μουσείου σύμφωνα με το «Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων» (ICOM, 1975), ότι δηλαδή πρόκειται για «έναν οργανισμό μόνιμο, χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα, προσηλωμένο στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοιχτό στο κοινό, που αποκτά, συντηρεί, μελετά, κοινοποιεί και εκθέτει υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία», θα μπορούσε να επανεξεταστεί στη συγκυρία του χρόνου και των δεδομένων του τόπου μας.
Προφανώς να λαμβάνονται υπόψη οι πρόσφατες κατευθύνσεις της αποκαλούμενης «Νέας Μουσειολογίας» («New Museology»), που εισηγείται τη μετάβαση από το τεκμήριο στον άνθρωπο ως δημιουργό τόσο του τεκμηρίου όσο και των τρόπων έκθεσής του μέσα σε ορισμένη ιστορική στιγμή.
Αντίστοιχα ο επαρκής συνομιλητής/επισκέπτης αυτών των τεκμηρίων θα μπορούσε να αξιώνει, κατά την υπόδειξη του Walter Benjamin (Das Passagen-Werk), «αυτά να εισέρχονται στη ζωή μας» και να μη «μετατοπίζουμε το είναι μας στο δικό τους».
Ετσι θα στοιχειοθετείται μια διαρκής ανάδραση που θα θέτει ab ovo αυτούς που μεριμνούν για την έκθεση των τεκμηρίων: «Πες μου πώς σκέφτεσαι για να σου πω πώς εκθέτεις», καθώς και όσους τα επισκέπτονται: «Πες μου πώς σκέφτεσαι για να σου πω τι ψάχνεις».
Ο δημιουργός, τόσο παλαιότερα όσο και τώρα, θα μπορούσε να συλλογίζεται με τον τρόπο του Theodor Adorno, ότι δηλαδή τα έργα του δεν ήλθαν στο φως για το «κοινό της Κυριακής και τους διανοουμένους της Δευτέρας».
Επομένως μας αφορά όλους και όλες πώς μπαίνουμε και πώς βγαίνουμε από ένα μουσείο.
Και, -γιατί όχι;- ποια μορφή «αντιδότου» προοικονομεί στην παρούσα ιστορική συγκυρία το μουσείο.
Πώς θα αποφευχθεί ο εγκλωβισμός στο τοπικό με τον υψηλότερο βαθμό συσχετισμού «μέρους» και «όλου» και το αντίστροφο.
Πώς τα εκθέματα/έργα τέχνης ως ταξιδεύουσες τοπικότητες θα έχουν την ευχέρεια να απεκδύονται τον αυτάρεσκο τοπικισμό που συνιστά την άλλη όψη του «επαρχιωτισμού». Αλλά και να μην αποκρύπτουν τα συγκεκριμένα μέσα της γείωσής τους.
Πώς σε ένα τέτοιο ταξίδι χωρίς φόβο, η οικεία διακινδύνευση να σημαίνει ότι διασφαλίζεται ακόμη μία προσπάθεια υπερνίκησης της «αγοραφοβίας» που εδραιώνει η κατεστημένη κοινωνία ακριβώς γιατί την εδραιώνει.
Υποθέτω ότι εννοείτε τι βγάζουμε από το «μουσείο», με τα ιερά των Μουσών ανοιχτά στο κοινό και στα προβλήματά του. Παραμένει βέβαια το μουσείο θεσμός νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας ως προς την οργάνωση-«τακτοποίηση» του ιστορικού της παρελθόντος και τη διαρκή έκθεση των κύριων σταθμών του. Προφανώς η διαχείριση της μνήμης δεν συνιστά αποκλειστική υπόθεση των εξουσιαστών. Γι’ αυτό και η μνήμη των εξουσιαζόμενων μπορεί να διαθέτει την ίδια, τουλάχιστον, αντοχή.
Συνολικά το μουσείο είναι μια αναδρομή στην οριοθέτηση των ανθρώπινων αναγκών και στους τρόπους με τους οποίους αυτές ικανοποιούνταν. Οι τελευταίοι, με σημείο αναφοράς τις «πάγιες» και τις «καινοφανείς» ανάγκες, εξαρτώνται από τις υφιστάμενες κοινωνικές διακρίσεις. Δηλαδή από την ταξική θέση και συνείδηση των υποκειμένων και από τον εκάστοτε διεθνή καταμερισμό των αγαθών, υλικών και συμβολικών.
Το «τίνι τρόπω» («modo») δεν αφήνει τίποτε απέξω. Κατοικία, από το χαμόσπιτο ώς το παλάτι, έπιπλα, χορός και μουσική, όπλα, ένδυση. Δηλαδή με ό,τι μπορεί να αναπαρασταθεί η «καθημερινότητα» εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, μια και οι όροι αναπαραγωγής των κοινωνικών τους συνθηκών υπήρξαν ξεχωριστοί. Μόνο που οτιδήποτε συνιστά μνημείο του παρελθόντος προϋποθέτει την τέχνη της σύνθεσης. Και επομένως τον σπινθήρα της αξίας χρήσης που πράγματι εγκλείει κάθε καλλιτεχνική δημιουργία.
Ο,τι ταυτοποιεί προηγούμενες ιστορικές περιόδους μέσα από ένα ιδιαίτερο «σήμα κατατεθέν» δεν αποκρύπτει βέβαια την απόπειρα εξορκισμού του «εφήμερου» και συνακόλουθα του χρόνου που φεύγει μέσα από τα χέρια των ανθρώπων, «επώνυμων» και «απλών». Για τούτο η μέριμνα βρίσκεται στην ανασυγκρότηση τόσο της «μόδας» όσο και της «αντι-μόδας» και των σχέσεων μεταξύ τους. Κάθε φορά το ουτοπικό πλεόνασμα αναζητούσε διεξόδους για να κεντρίσει το ενδιαφέρον μιας «αντικοινωνίας» στη θέση αυτής που ήταν η κυρίαρχη. Η έλξη του ασυνήθιστου, όσο δευτερεύουσα κι αν εμφανιζόταν, σήμαινε τη δυνατότητα διεμβολισμού της αγοραίας καθημερινότητας και των «κανόνων» που τη διείπαν.
Επιπλέον προσπαθήσαμε να συναντήσουμε τους «ευεργέτες» σας. Συνομιλήσαμε πράγματι με δωρητές οργάνων του σώματος και με διανοούμενους που δωρίζουν τις βιβλιοθήκες τους ή που θεσμοθετούν υποτροφίες. Αλλά και με συλλέκτες και καλλιτέχνες που συγκρότησαν μουσειακές συλλογές και έστησαν μουσεία στον γενέθλιο τόπο τους. Πολύ περισσότερο ανταμώσαμε τους «χορηγούς» τού υπό διάθεση χρόνου τους μέσα από ποικίλες μορφές εθελοντικής εργασίας. Συμπεριλαμβάνω και τις δραστήριες εκφάνσεις του «ψηφιακού ευεργετισμού». Πρόκειται για το δραστικό αντίδοτο προς την κρατική εξουσία που ευνοεί «φιέστες φιλανθρωπίας», προκρίνει την αγοραπωλησία των κοινών αγαθών και θεσμοθετεί τις «off shore» ή υπερπλανητικές εταιρείες, εντάσσοντας τα ακίνητα σε σχήματα «real estate» ανά το σύμπαν.
*Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας