Ερήμην τους φυσικά, το κακό (ή ενίοτε και καλό) με τις μεγάλες προσωπικότητες και δη των τεχνών που έχουν πια πεθάνει είναι ότι, ειδικά αν δεν τις έχουμε γνωρίσει από κοντά, ώστε να μας προσγειώσει ενδεχομένως μία κάποια αντικειμενικότητα, τις φτιάχνουμε, τελικά κι αναπόφευκτα, στα μέτρα μας. Κάποιοι μας βοηθούν· πολύ. Οσο κι αν υπήρξαν αντιφατικοί κάποτε ή αν είχαν ελαττώματα (αλίμονο!) και τις «γκρίζες» τους ζώνες (όπως όλοι οι άνθρωποι), αφού πρώτα διασώθηκαν από την, προδιαγεγραμμένη, σχεδόν, «πατροκτονία» της επόμενης γενιάς, ύστερα εξυψώνονται, καθαγιάζονται και γίνονται μύθοι ακριβώς στο σημείο που τέμνεται το αντικειμενικό τους ταλέντο, η επίδραση, που άσκησαν στον χώρο τους, στον πολιτισμό αλλά και στο πνεύμα και τη διαμόρφωσή μας, η προσωπικότητα τους, όπως την ανακαλέσαμε μ’ ένα βαθμό υποκειμενικότητας που προέρχεται κι από τις προσωπικές μας προσλήψεις, επιθυμία και ροπές, τα λόγια τους, όπως μας κληρονομήθηκαν, το συνολικό καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα και εκτόπισμα. Αλλοι δεν μας βοηθούν και τόσο και τότε πρέπει να επιστρατεύσουμε την πρωτογενή εντύπωση απ’ το έργο τους και τα προσωπικά όρια των αντοχών μας, για να τους αποτιμήσουμε, χωρίς να τους αδικήσουμε. Αλλά ο Χατζιδάκις δεν ανήκε σ’ αυτή την τελευταία κατηγορία...
Οταν συγκλίνουν τόσες πολλές αποτιμήσεις του έργου και της προσωπικότητας και του αποτυπώματος που άφησε στην εποχή του, μετά και κυρίως μέσα σε τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, κάτι αντικειμενικό ισχύει γι’ αυτό τον ιδιαίτερο που κάποιοι, πολλοί όπως φαίνεται, έχουμε πάντα -αν όχι ειδικά σήμερα - ανάγκη να θυμόμαστε.
Δεν γνώρισα τον Χατζιδάκι. Διατηρώ ως εκ τούτου μέσα μου τις πολύ προσωπικές προσλαμβάνουσες μίας διαμαρτυρόμενης εφηβείας που επαναστατούσε στην πρωινή κυριακάτικη εμμονή του πατέρα μου με την όπερα, γλύκαινε απέναντί του τα μεσημέρια στο παραδοσιακά αφιερωμένο ρεμπέτικο δίωρο του ούζου και του μερακλώματος, στοιχημάτιζε ότι τα απογεύματα θα καταλήξουν πάλι στα, φερμένα απ’ έξω κρυφά στη βαλίτσα και χωρίς εξώφυλλο, βινύλια του Μίκη και δεν εκπλησσόταν όταν η «τρακ λιστ» της Κυριακής κατέληγε – συχνά-πυκνά - με το παράδοξο άκουσμα του «Οδοιπόρου, του Μεθυσμένου Κοριτσιού και του Αλκιβιάδη». Φερμένος κι αυτός σε «γυμνό» βινύλιο στις βαλίτσες του επαναπατρισμού των δικών μου, ηχούσε τότε, δέκα χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, στα 14 μου χρόνια, σαν κάτι πολύ πιο ευχάριστο από τον Βάγκνερ, αλλά πολύ πιο δυσπρόσιτο από τον Παπαϊωάννου. Πάντως δύσκολο. Τόσο ώστε οι στίχοι του ίδιου του Χατζιδάκι με τη φωνή του Χατζηττοφή να μου φαίνονται σχεδόν απροσπέλαστοι:
«Ο κόσμος γύρω μας είναι τρελός,/ φαντάζει σαν παλιές φωτογραφίες/ που μας κοιτάζουν τυραννικά/ και μας προστάζουνε να θυμηθούμε/ αυτό που δεν ορίζουμε, ό,τι δεν μας ανήκει. Το μεθυσμένο κορίτσι οργίζεται/ και σκίζει τις φωτογραφίες/ σκοτώνοντας περαστικούς,/ πνίγοντας με τα χέρια της ευσπλαχνικούς κυρίους [...]».

Αλλά και να εγγράφονται μέσα μου, πρωτογενώς, αμάσητοι, αλλά και προφητικοί όχι ακόμα για τον κόσμο αλλά για τη δική μου ροπή σ’ ένα οργισμένο μέλλον. Διάλεγα τον Χατζιδάκι που μου ταίριαζε (έτσι δεν γίνεται πάντα;) και μαζί τη ζωή μου. Αργότερα με καθήλωσε ο «Μεγάλος Ερωτικός» αλλά η «Εποχή της Μελισσάνθης» περισσότερο ακόμα, σαν ένα πολιτικό μανιφέστο που όμως ψιθύριζε στ’ αυτί μου πως όταν -κι αν επιτρέψω κι εγώ να- γίνει ο τελικός συμβιβασμός οι νέοι θα τρέφονται με σκόνη και στην πολιτεία θα κατοικούν οι δολοφόνοι. Ημουν πια πολύ μεγαλύτερη και είχα αποφασίσει -φαίνεται- πως το δικό μου χατζιδακικό «σάουντρακ» θα περιλαμβάνει την επανάσταση, την ουτοπία και την κόντρα σε οτιδήποτε θα επιχειρούσε να μας ταΐσει σκόνη.
Ακόμα πιο μετά πήγα στον «Σείριο» το βράδυ που ο Χατζιδάκις κάλεσε τον Σαββόπουλο, τραγούδησα δυνατά και έγινα πρώτη φορά «λιώμα» με τους συμμαθητές μου, τον Διονύση (που δουλεύει πια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και τον Νίκο που ένα χρόνο μετά πέθανε στον ύπνο του από ανεύρυσμα. Κι ακόμα πιο μετά, φοιτήτρια, δουλεύοντας για το χαρτζιλίκι, κλήθηκα να παραδώσω στο σπίτι του Χατζιδάκι, delivery, δυο περιοδικά, ανάστατη με την προοπτική να τον δω, προβάροντας σ’ όλο τον δρόμο δυνατά τι θα του πω και προσκρούοντας τελικά στον «μεσημεριανό υπνάκο» του συνθέτη που δεν μου χάρισε ούτε μια φευγαλέα εικόνα του πίσω από την πλάτη της γυναίκας που μου άνοιξε την πόρτα.
Ολες αυτές οι τετριμμένες και κοινές χατζιδακικές μου περιπέτειες με απελευθέρωσαν από τον κίνδυνο οποιασδήποτε πεζής αντικειμενικότητας, αχρείαστου ορθολογισμού, φημολογίας και προσγείωσης. Μπορώ να βάλω τον Χατζιδάκι στον εικονοστάσι του αριστερόστροφου ρομαντισμού και της ζωής μου, να τον λατρέψω για τη «Σκοτεινή Μητέρα», τον «Ευαίσθητο Ληστή» και το «Κέλομαί σε Γογγύλα», ανασύροντας χιλιάδες ανακατεμένες μνήμες, από μία συνέντευξη στην παλιά «Ελευθεροτυπία» με τον Γιώργο Ρωμανό, μέχρι έναν έρωτα που μου ’μαθε πως «Επρεπε να ’ρχόσουνα/ έστω με βροχή/ περνώντας όλα τα εμπόδια/ το σπίτι σου [...]» και μέχρι το προνόμιο που μου χάρισε το μουσικό ρεπορτάζ στην «Ελευθεροτυπία» να γνωρίσω όσους τον γνώρισαν και να ακούσω, μεσημέρια σε σοβαρές εκδηλώσεις ή βράδια σε ημιμεθυσμένες συνάξεις, ατελείωτες, υπέροχες ιστορίες για «τότε που»...
Διεκδικώντας αυτή την υποκειμενική αντικειμενικότητα σταχυολογώ άτακτα κι αταξινόμητα μερικά μόνο από τα λεχθέντα του που σ’ αυτή την πείσμονα χατζιδακική «ουτοπία» μου και στο «εικονοστάσι» μου διαβάζονται πάντα με την ίδια έκπληξη για όσα προέβλεψε εγκαίρως, για όσα σήμερα, λίγες ημέρες μετά τις εκλογές που έφεραν, πιο πυκνό από ποτέ εδώ και χρόνια, το ακροδεξιό σύννεφο πάνω απ’ την Ευρώπη και μέσα στα Κοινοβούλιά της, με κάνουν να διατηρώ ακόμα την πίστη μου σε όσους διακρίνουν καθαρά και μιλούν ξεκάθαρα.
■ «Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία [...]».
■ «Δύο είναι οι εχθροί της πολιτικής και του πολιτισμού: ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός».
■«Μία μωβ σκιά Μαΐου σκέπασε την Αθήνα. Κι όμως δεν βρέθηκε ένας δημοσιογράφος, μια εφημερίδα ν’ αγανακτήσει και να διαμαρτυρηθεί, να καταγγείλει την αλήθεια για αυτό το τρίγωνο του αίσχους. Σκουφά, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους. Κι άρχισε μια σκόπιμη, ύποπτη κι έντεχνη σύγχυση τριών ασχέτων μεταξύ των περιπτώσεων. Οι νεαροί των Εξαρχείων να παρουσιάζονται ίδιοι με τους αλήτες των γηπέδων, τους επονομαζόμενους χούλιγκανς, και επιπλέον να καλλιεργείται η εντύπωση στην κοινή γνώμη, με στήλες ολόκληρες των θλιβερών εφημερίδων μας, ότι οι νέοι αυτοί, οι αναρχικοί, είναι οι βομβιστές και ίσως οι πιθανοί δράστες των δολοφονιών ή εμπρησμών. Και φυσικά, όταν με το καλό τελειώσει η δίωξη των εκατό, σαράντα ή είκοσι παιδιών και η όλη επιχείρηση στεφθεί με “επιτυχία”, να πάρει τις διαστάσεις ενός πραγματικού θριάμβου... κατά του εγκλήματος [...]».
■ «Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Ομως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία».

■ «Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε [...]».
■ «Ο πατριωτισμός των φασιστών έχει τόση σχέση με την πατρίδα, όση σχέση μπορεί να έχουν με τον πατριωτισμό τα άλογα επειδή συμμετέχουν στις παρελάσεις»...
■ «Εμείς σαν ήμασταν νέοι, αγαπήσαμε την Ελλάδα τη φτωχική και κατεστραμμένη, αντιδρώντας στον επίσημο κυβερνητικό μεγαλοϊδεατισμό εκείνου του καιρού. Εκείνοι θέλανε να μας φορέσουν χλαμύδες κι εμείς από αντίδραση σκύβαμε στο μικρό και ταπεινό, ανακαλύπτοντας τον Καραγκιόζη, το ρεμπέτικο, την απλή πέτρα, τον Επιτάφιο, λατρεύοντας τους λαϊκούς συνοικισμούς μας που τροφοδοτούσαν τη μετακατοχική ευαισθησία μας. Μα όλα αυτά κάποτε εξαφανίστηκαν. Ηρθε το ’60 και η εσωτερική μετανάστευση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Ηρθε η εποχή της πλασματικής ευμάρειας, του Τουρισμού με την ερωτική εκπόρνευση, ήρθε η εποχή των εργολάβων που κατέστρεψαν “χτίζοντας” ό,τι είχε απομείνει [...]».
■ «Ελπίζω για τους επερχόμενους [να μας κυβερνήσει] μια δημογεροντία του πνεύματος κι όχι η άγια κι αποστολική οικογένεια του πρίγκιπος Φρανκενστάιν»... (η απάντησή του στην ερώτηση «Ποιοι θα μας κυβερνήσουνε μελλοντικά, στην ΕΟΚ;»).
■ «H εξουσία είναι μια εγωπαθής και ανεγκέφαλη κυρία που αγαπάει τους εραστές της και καταδιώκει όσους την αντιπαθούν και την εχθρεύονται».
■ «Η Αριστερά, την εποχή που κατεδιώκετο, ήταν μια θαρραλέα παράταξη, η οποία εκπροσωπούσε ό,τι υγιές μπορούσε να έχει εκείνη την εποχή κάθε άνθρωπος. Σήμερα η Αριστερά έχει νομιμοποιηθεί κι έχει γίνει υποψήφια σύζυγος της εξουσίας. Με δημοκρατικές διαδικασίες και όχι μ’ επαναστάσεις. Κατόπιν αυτού, λοιπόν, η αριστερά παύει πλέον σήμερα να εκπροσωπεί αυτό που αντιπροσώπευε. Αλλωστε, όπως βλέπετε, δεν καταδιώκεται πια από την αστυνομία. Η αστυνομία άλλαξε σήμερα ετικέτα και καταδιώκει αναρχικούς. Και καθετί που δεν το καταλαβαίνει το ονομάζει “αναρχικό” [...]».
■ «Τα υπουργεία Πολιτισμού είναι μια κληρονομιά απολυταρχικών καθεστώτων. Παλαιότερα δεν υπήρχε υπουργείο Πολιτισμού. Υπήρχε υπουργείο Παιδείας. Από την ώρα που τα απολυταρχικά καθεστώτα ανακάλυψαν τη σημασία του πώς να καθοδηγούν και πώς να επιβάλλουν πολιτισμό έφτιαξαν και ομώνυμο υπουργείο. Με πρώτο διδάξαντα τον Γκέμπελς».
■ «Εγώ δεν πήγα σε αυτές τις συναυλίες για να εισπράξω, πήγα για να επικοινωνήσω. Και το γεγονός ότι 10.000 κόσμος στη συγκέντρωση του ΚΚΕ Εσωτερικού κάθισε για τρεις ώρες και με άκουγε και δεν με άφηνε να φύγω στο τέλος, μου έδωσε μεγάλη ικανοποίηση. Αυτό δεν είναι επικοινωνία με μία κομματική παράταξη. Είναι επικοινωνία με ένα ευαίσθητο κοινό. Διότι δεν θα πω το ίδιο και για τη νεολαία της ΟΝΝΕΔ. Εκεί αναγκάστηκα να φύγω στα είκοσι λεπτά. Αλλά γιατί δεν κάθισα, αφού ανήκω στην ίδια παράταξη με την ΟΝΝΕΔ; Ας μην συγχέουμε τα πράγματα. Πήγα να αναζητήσω ΕΝΑ κοινό, όπως συμβαίνει σε κάθε συναυλία. Στη μία εκδήλωση υπήρχε εξ ολοκλήρου το κοινό μου, στην άλλη δεν υπήρχε. Γι’ αυτό έφυγα [...]» (σ.σ. μετά τη συμμετοχή στα δύο φεστιβάλ φοιτητικών νεολαίων το 1983: Της νεολαίας του ΚΚΕ Εσωτερικού και της ΟΝΝΕΔ).
■ «Είμαι δημοκράτης αστός ουμανιστής και αναθεωρητής της Δεξιάς [...] Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής [...] Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας