Οι άνθρωποι εκχωρούν την εξουσία τους σε άλλους επειδή νομίζουν ότι δεν έχουν καμία.
Α. Γουόκερ
Εγινε η (εκλογική) αποχή (και αυτή) συνήθεια; Είναι αλήθεια ότι ολοένα και λιγότερο ακούμε πλέον το γνωστό και κοινότοπο ότι «ο νικητής των εκλογών ήταν η αποχή» (δείγμα, μάλλον, φυσικοποίησης αυτής). Σημασία πλέον έχει ο νικητής (το πρόσωπο - ο αρχηγός - ο ηγέτης) με οποιοδήποτε ποσοστό. Η δημοκρατία των ποσοστών, της συγκυρίας, της «τελευταίας εντύπωσης» και της «λοταρίας» αρκείται σε αυτό.
Εξίσου κοινότοπο πλέον και «ανώδυνο» είναι ότι έχουμε να κάνουμε με «κρίση της πολιτικής» αλλά και, στην ουσία, της εκλογοκεντρικής δημοκρατίας με την οποία συνδέεται η αποχή. Για αρκετούς, από τη «δημοκρατία» απουσιάζει ο «δήμος» και συνιστά απλώς μόνο μία υπο-αντιπροσώπευση (και το αντίστοιχο πολίτευμα απλώς αντιπροσωπευτικό-διαμεσολαβητικό). Για άλλους, πρόκειται απλώς για μια ισχνή πλέον και καχεκτική δημοκρατία. Εξ ου και τα τελευταία χρόνια αυξάνεται, όπως παρατηρούν, η θέσπιση διαδικασιών συμμετοχής των πολιτών στη λήψη της δημόσιας απόφασης ακόμα και με κλήρωση καθημερινών πολιτών με απλό, γνωμοδοτικό χαρακτήρα στις περισσότερες περιπτώσεις και συμπληρωματικών των αντιπροσωπευτικών θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας (απολύτως συμβατών, άλλωστε, με τους τελευταίους).
Με άλλα λόγια, οι (αμεσο)συμμετοχικοί θεσμοί συνιστούν, τουλάχιστον οι απλοί συμμετοχικοί, μια παραλλαγή της ισχνής φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», όπως είναι το δημοψήφισμα, στο πλαίσιο μιας «αυτοκυβερνώμενης κοινωνίας των πολιτών». Και για τους περισσότερους δεν πρόκειται για καθαρή, την «κλασική» –ανέφικτη όμως αντικειμενικά στις μεγάλης κλίμακας κοινωνίες-μεγαπόλεις όπως υποστηρίζουν– άμεση, αδιαμεσολάβητη-αυτοπρόσωπη ουσιαστική δημοκρατία. Γι’ αυτούς, τους περισσότερους, η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφαρμόσιμη στις σύγχρονες κοινωνίες των μεγα-πόλεων.
Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής επικαλούνται κυρίως αντικειμενικά επιχειρήματα (βλ. μεταξύ άλλων, Φ. Παιονίδης, 2020), και συγκεκριμένα ότι αυτή προϋποθέτει α) μικρό αριθμό πολιτών για να υπάρξει διαβουλευτική συζήτηση και ανταλλαγή επιχειρημάτων, β) επαρκή και συνεχή ελεύθερο χρόνο των πολιτών προς τούτο, γ) (ειδική) γνώση των ζητημάτων. Ορους δηλαδή οι οποίοι, κατ’ αυτούς, δεν πληρούνται σήμερα. Κυρίως, αλλά όχι μόνο (βλ. παρακ.) η άσκηση από τους πολίτες των οικονομικών/βιοποριστικών δραστηριοτήτων δεν τους επιτρέπει την άμεση ενασχόληση με την οργάνωση και την άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Επομένως, αντί για μια αμεσοδημοκρατική οριζόντια πολιτική οργάνωση σε ομοσπονδιακό σύστημα, εκ των κάτω προς τα πάνω, εκχωρούν σε επαγγελματίες της πολιτικής ζωής τη λειτουργία αυτή.
Πάντως η κρίση (αυτής) της πολιτικής και (αυτής) της δημοκρατίας σχετίζεται και απηχεί τις βαθύτερες αιτίες και μεταλλαγές στην πρόσληψη του πολιτικού (Κ. Τσουκαλάς, 2011, 2012) που, εδώ και αρκετά χρόνια, οδηγούν (και εκβάλλουν) στην απάθεια - αδιαφορία - αποχή από τις εκλογές και γενικότερη αποξένωση των πολιτών από (αυτού του τύπου) την πολιτική, προσδίδοντας σ’ αυτήν (και στα κόμματα, συνδικάτα κ.λπ.) πέραν της διάχυτης αναξιοπιστίας της χαρακτηριστικά α-πολιτικά ή μετα-πολιτικά, αλλά όχι απαραίτητα και αντι-πολιτικά.
Πράγματι, αυτή η απάθεια-παθητικότητα των πολιτών δεν μπορεί ώς έναν βαθμό να μη σχετίζεται με την κρίση της σχέσης των πολιτών με αυτού του τύπου την πολιτική, του αυξανόμενου δηλαδή χάσματος – απόστασης των πολιτών από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Διάχυτη είναι πράγματι η αίσθηση ότι «δεν ακούγονται» συλλογικά (ακούγονται όμως πολλές φορές ατομικά – πελατειακά) και ότι η άποψή τους δεν φτάνει στα κεντρικά αποφασιστικά πολιτικά όργανα (αλλά ούτε πολλές φορές και στα τοπικά - περιφερειακά/αυτοδιοικητικά), με το κράτος και τα κοινοβούλια να μην είναι το «αυτί» του κυρίαρχου «δήμου» και να μην τον εκφράζουν πλέον. Η δημοκρατία έχει γίνει εκτελεστικοκεντρική και τα κοινοβούλια που λειτουργούν με τον νόμο της εκάστοτε («δικτατορία της») πλειοψηφίας δεν αποτελούν χώρους και πεδίο διαβούλευσης.
Δεν είναι τυχαίο, ταυτόχρονα και εξαιτίας της μη (αμεσο)συμμετοχής, ότι η σημερινή μετα-πολιτική (η οποία βέβαια είναι… πολιτική συνεχώς συντηρητικοποιούμενη) δίνει έμφαση στο (και ταυτίζεται με το) πρόσωπο του ηγέτη –ψυχαναλυτική σημαίνουσα πατρική φιγούρα, που θα συντρίψει στον τελικό (εκλογικό) γύρο τον αντίπαλο – η πολιτική ως μονομαχία. Και όπως έλεγε ο Μακιαβέλι, οι άνθρωποι αλλάζοντας πρόσωπο-ηγέτη νομίζουν ότι θα βελτιώσουν τη ζωή τους. Και ο ψηφοφόρος καλείται χειραγωγούμενος σ’ έναν βαθμό ή και πλήρως και ποικιλοτρόπως, μέσα από τις επικοινωνιακές αρένες που συχνά συγκαλύπτουν την κενότητα του αρχηγού, να επιλέξει μονομάχο. Το επιλεγέν πρόσωπο-αρχηγός-μονομάχος μπορεί και να μην είναι «πολιτικό» ούτε «γνωστό» και να τυγχάνει προβολής - εξοικείωσης από/με τα κανάλια επικοινωνίας, ιδίως τηλεόραση, τα οποία επηρεάζουν την αντιπροσωπευτική σχέση – «τηλεδημοκρατία» ή «δημοκρατία του κοινού» (B. Manin, 1995). Ισως σε αυτό να οφείλεται η «ακατανόητη», «αναξιόπιστη» «συγκυριακού χαρακτήρα» και «καταγγελτική» τις τελευταίες δεκαετίες εκλογική στάση των πολιτών.
Με άλλα λόγια, η ψήφος δεν σχετίζεται ή δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία πλέον με την πολιτική, η οποία δεν βασίζεται παρά σε βραχυπρόθεσμους τακτικισμούς, καιροσκοπισμούς και διαδοχικές επικοινωνιακές εξαγγελίες εντύπωσης (effet d’ annonce) είτε για την κατάκτηση της κυβέρνησης είτε για τη διατήρησή της (κυβερνητισμός). Και βέβαια με την πραγματική (πολιτική και οικονομική) εξουσία να βρίσκεται αλλού ή και πουθενά συγκεκριμένα…
Ομως τα παραπάνω (το χάσμα βούλησης των πολιτών και δημόσιων πολιτικών αποφάσεων σε ένα πολιτικό θεσμικό πλαίσιο μη αμεσοσυμμετοχής και οριζόντιας «ζωντανής» διαβούλευσης) δεν αρκούν από μόνα τους να εξηγήσουν το φαινόμενο της εκλογικής αποχής κα γενικότερα της πολιτικής αδιαφορίας και απάθειας. Oύτε αρκεί μόνο η επισήμανση ότι τα παραπάνω συνιστούν απλώς «παθογένειες του συστήματος» που πηγάζουν, όπως υποστηρίζεται (Ν. Ουρμπινάτι, «Εφ.Συν.», 24-25/6/2023) από μια απλή δυσλειτουργία (κρίση;) των υπαρχόντων θεσμών (άρα και της εκλογής με ψήφο;). Ή, τέλος, η κριτική που γίνεται από ορισμένους αναφορικά με τη δυσλειτουργία, ανάμεσα στην ίδια την εκλογή με ψήφο (που πρέπει να διατηρηθεί) και την κριτική στις υποδομές της αντιπροσώπευσης (ΜΜΕ, κόμματα κ.λπ.) και ειδικότερα στη διαχρονική και «διακομματική» διαπλοκή της πολιτικής (και των θεσμών της) και οικονομικής εξουσίας, με την πολιτική έτσι (και τη δημοκρατία) να λαμβάνει χαρακτήρα «συναλλακτικό» ή «υποτακτικό», όχι μόνο σε γιγάντια μονοπωλιακά οικονομικά συμφέροντα αλλά και σύστοιχους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, οίκους αξιολόγησης κ.ά.
Είναι πλέον πράγματι μετα-πολιτικός και μετα-δημοκρατικός κοινός τόπος, ότι το πολιτικοθεσμικό πεδίο έχει παραχωρήσει το πρωτείο του στο μη ελέγξιμο εδώ και δεκαετίες οικονομικό πεδίο και ειδικότερα στο τεχνο/χρηματοοικονομικό αλλά και στο κυβερνοψηφιακό πεδίο, με παθολογική συνέπεια την οικονομικοποίηση και κυβερνοψηφιοποίηση της «δημοκρατίας» – αντιπροσώπευσης. Αντίστοιχα, ενώ τα κράτη και οι κυβερνήσεις υπερφαλαγγίζονται από μια (κρυφή; μάλλον κατά τη γνώμη μας διάχυτη και απρόσωπη) παγκόσμια διακυβέρνηση (Γ. Πανούσης, 2022) με βιοπολιτικά - βιοεξουσιαστικά χαρακτηριστικά.
Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η ευρύτατη απογοήτευση (όχι μόνο πολιτική – ως προς τους πολιτικούς ή τα κόμματα) και η γενικότερη (ψυχολογική) «παραίτηση»-αδιαφορία με «ληθαργικά» και «αποχαυνωτικά» αλλά και «ακίνδυνα» χαρακτηριστικά μαζικής ευτυχίας (tittytainment, κατά την έκφραση του Μπρεζίνσκι το 1995). Χαρακτηριστικά στα οποία οδηγεί ένα ολοκληρωτικό, αποξενωτικό και μη ελέγξιμο πλέον μεγα-σύστημα εντατικοποίησης, πολυπλοκότητας, φόβου, διαρκούς αβεβαιότητας και διαρκούς ανασφάλειας, σ’ ένα πλαίσιο τεχνο/χρηματοοικονομικού και ψηφιακού απανθρωπισμού.
Προβάλλει άρα επιτακτική η ανάγκη για ριζική-δομική θεσμική αλλαγή/επανεκκίνηση ακόμα και επανίδρυση της δημοκρατίας με βάση τον αυτοδύναμο και ανοιχτό «δήμο», ως αντιιεραρχική συγκρότηση πολιτικού σώματος. Σώματος με «συλλογική βούληση» σε ανοιχτές συνελεύσεις, με αμεσοσυμμετοχική λήψη των αποφάσεων και με συλλογική ηγεσία και ανακλητότητα, και όχι ως τεχνική διακυβέρνησης με βάση, αντί το «κοινό καλό» ταυτόσημο με τη δικαιοσύνη και την ισότητα αναγκών, το ανύπαρκτο «γενικό συμφέρον» τυπικά ίσων πολιτών. Αλλαγή με κύρια χαρακτηριστικά κατ’ αρχάς την ουσιαστική και πλήρη αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση σε όλα τα επίπεδα και «επαναχωροτοπικοποίηση»-«επαναδημοποίηση». Ο βιο-χωρο-τόπος με άξονα τον δήμο, κοινότητα κ.λπ., με νέους «κοινούς», συνεργατικούς και αμεσοσυμμετοχικούς οριζόντιους θεσμούς αλλά και αυτοοργανωμένους δικτυωμένους πολίτες. Τούτος θα μπορέσει να γίνει έτσι ο χειραφετητικός πυρήνας αυτόνομων υποκειμένων και η αφετηρία όλων των πολιτικών και οικονομικών δραστηριοτήτων με νέες κοινωνικές-παραγωγικές αλλά και δια-χωροτοπικές και διασυνοριακές σχέσεις. Τα αντιπαραδείγματα σε τέτοιους μικρο-βιοχωροτόπους υπάρχουν τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και στο καθαρά πολιτικό («αυτοδιοικητικό»). Ενα νέο πολιτικό φαντασιακό διαμορφώνεται έτσι, με νέες, αντίθετες προς τις κυρίαρχες, αξίες καθώς και η σταδιακή ανάδυση μιας γενικότερης αντι-ηγεμονικής κουλτούρας, με νέα σύμβολα και αλλαγή στη σημαινότητα.
*Ομ. καθηγητής Πανεπιστήμιο Πατρών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας