Συγχωρήστε με είπε,
είμαι τυφλή.
Και το βλέμμα της κοίταζε
λίγο πιο πάνω από μας,
μέσα στο πεπρωμένο.
Τ. Λειβαδίτης
Η πόλη φανερώνει τα κρυφά μυστικά της, μόνο που εμείς δεν τα βλέπουμε. Τα μνημεία στον δημόσιο χώρο βρίσκονται ανάμεσά μας και γύρω μας, τα αγνοούμε συχνά σαν αυτονόητα εξαρτήματα, χωρίς σημασία ενός βιωμένου, οικείου περιβάλλοντος, τοπόσημα που φευγαλέα πέφτουν στην αντίληψή μας, χωρίς να τ’ αφήνουμε να μας μιλήσουν.
Βιαστικοί περιπατητές, αγχωμένοι διαχειριστές του βάναυσου χρόνου της καθημερινότητας, αποξενωμένοι θεατές αλλά και αδιάφοροι πολίτες μιας πόλης που μας γοητεύει και μας αποδιώχνει.
Καταγράφουμε και συνομιλούμε μ’ αυτό που ήδη ξέρουμε –ή νομίζουμε–, χαμένοι μέσα στις θλιβερές, συμβατικές «καινοτομίες» των μεγάλων ή μικρών περιπάτων. Ποιος θυμάται την παρουσία και τη σημασία της πινακίδας «Οδός Καραολή-Δημητρίου», με το όνομα των εκτελεσθέντων νέων Κυπρίων που αντιστάθηκαν στην αγγλική κατοχή στην Κύπρο το 1956;
Είναι αναρτημένη δίπλα στην είσοδο της αγγλικής πρεσβείας στο κάτω μέρος της οδού Λουκιανού, αλλάζοντας έτσι σε μια νύχτα αιφνίδια την ονομασία του δρόμου· μια πράξη τολμηρή και πολιτικά προκλητική, πράξη-αποτύπωμα μνήμης που μας συντάραξε εκείνα τα χρόνια και σημάδεψε τις ήδη ταραγμένες εποχές της νεότητάς μας.
Σκέφτομαι τις παιδικές εκδρομές στο Ναύπλιο. Εντοιχισμένη σε μια κορνίζα-πλαίσιο φυλάσσεται η σφαίρα που δολοφόνησε τον Καποδίστρια. Εδώ η πολιτική κοινωνία νομιμοποιεί και αναδεικνύει τα σύμβολα, αλλού τα ευτελίζει ή συνειδητά τα αγνοεί.
Οι πόλεις προβάλλουν την ιστορία τους, τη λογοκρίνουν, την πλαστογραφούν ή την παρασιωπούν, σύμφωνα με τις πολιτικές, ιδεολογικές και άλλες σκοπιμότητες σε κάθε εποχή. Η μνήμη ενοχλεί όταν ανθίσταται.
Οι συμβατικές, κοινότοπες απεικονίσεις της επίσημης Ιστορίας με τις ηρωοποιημένες μορφές πασχίζουν να χαράξουν ή να παραχαράξουν αυθεντικές ταυτότητες της κοινωνίας, τις πληγές, τα τραύματα, τη ζώσα μνήμη που πεισματικά επιβιώνει σχεδόν λαθραία μέσα στον χρόνο.
Πόσο θ’ αντέξουν ακόμη τα βαθιά σημάδια από τις εμφύλιες σφαίρες πάνω στο σώμα των πολυκατοικιών στη λεωφόρο Αμαλίας; Σκαμμένα ίχνη –πληγές που αρνούνται να γιατρευτούν, θραύσματα ενός ξεχασμένου αλλά πανταχού παρόντος κόσμου– που αιφνιδιάζουν τον ανιστόρητο περιπατητή.
Αινιγματικές εικόνες που αναδύονται και συνυπάρχουν ως ιστορικό ίχνος, κοντά στο μνημείο του λόρδου Βύρωνα, την κακαίσθητη κεφαλή της Μερκούρη και τον έφιππο Μεγαλέξανδρο στο ίδιο οπτικό πεδίο δίπλα στον μακρύ δρόμο των Παναθηναίων. Στις ίδιες διαδρομές των λεωφόρων ανάμεσα στη Βουλή, το Ζάππειο, τους Στύλους του Ολύμπιου Δία, στις γειτονιές της Ακρόπολης, αφήνονται σε κάθε εποχή τα κυρίαρχα σημάδια, οι «ιστορικές αλήθειες» αλλά και οι «πρέπουσες» εικαστικές με την ανάρμοστη μορφή καλλιτεχνικών συμβολισμών. Αισθητικοί και ιδεολογικοί οδοδείκτες στα σταυροδρόμια της Ιστορίας, εκεί που πλάθονται οι εθνικοί μύθοι ή χάνονται αλλοιωμένοι στη σκόνη του χρόνου.
Μέσα στο αστικό τοπίο των αντιτιθέμενων αποτυπωμάτων, μέσα στο πολιτιστικό οικοσύστημα που ανθούν και ανακυκλώνονται τόσο διαφορετικά λουλούδια, ο περιπλανώμενος περιπατητής βιώνει το «σοκ του μοντάζ» της πραγματικότητας γύρω του, που τον αιφνιδιάζει και τον κατευθύνει σε διαρκώς νέες δημιουργίες νοημάτων.
Στην οδό Μέρλιν, δίπλα στα πολυκαταστήματα του προκλητικού καταναλωτισμού στέκεται το μνημείο του γυμνού, δεμένου, περήφανου νέου μαζί με τη σκουριασμένη πόρτα της φυλακής του – μια σπάνια εξαίρεση στον κανόνα της κακαίσθητης, επιφανειακής αισθητικής στον δημόσιο χώρο. Πρόκειται για το θαυμαστό άγαλμα του νεαρού μάρτυρα, διά χειρός Θανάση Απάρτη, στο σημείο όπου βρισκόταν στη γερμανική κατοχή το κολαστήριο της Γκεστάπο.
Η αλυσοδεμένη νεανική μορφή, με συγκλονιστική πλαστική λιτότητα στρέφει το βλέμμα χαμηλωμένο στοχαστικά μακριά από την είσοδο του παραδείσου του νεοελληνικού καταναλωτικού ονείρου. «Χαίρε διαβάτη περήφανε, νέος θυσιάστηκα να ’ναι λεύτερη η γη που πατής», είναι γραμμένο στη βάση του μνημείου, για όποιον κάνει τον κόπο να σκύψει να διαβάσει.
Αλήθεια, πόσο ελεύθερη είναι η γη που πατά ο σημερινός διαβάτης; Και τι είδους ελευθερία είναι αυτή που του έχουν τάξει;
Και πόσο περήφανος είναι ακόμη ο σημερινός διαβάτης δεμένος κι αυτός με τα αόρατα δεσμά ενός βεβηλωμένου πολιτισμού σ’ έναν ανορθολογικό κόσμο;
Πόσο περήφανος και πόσο ελεύθερος μπορεί να είναι μέσα σε μια κοινωνία λωτοφάγων, ξενοφοβικών και μισανθρώπων, της ρευστής, μεταμοντέρνας νεωτερικότητας, του πολιτισμού ενός ακόμη μεγαλύτερου, εποπτεύοντος, ωτακουστή «αδελφού»; Οι «περήφανοι» διαβάτες είναι θύματα κι αυτοί του τσιμεντένιου ολοκληρωτισμού, μιας δημόσιας κουλτούρας που τσιμεντώνει μεταφορικά και κυριολεκτικά τα μνημεία, τις ιδέες, τις συλλογικές προσδοκίες, τις ελεύθερες ανάσες της πόλης στο όνομα της «λειτουργικής» χρήσης, μιας «ελεύθερης» αχόρταγης αγοράς.
Μέσα στην αισθητικο-ηθική ελαφρότητα της τηλεοπτικής προπαγάνδας, εκτός εαυτού και εκτός μυαλού η κοινωνία κρύβει κάτω από το χαλί και απαρνιέται κάθε τι που της χαλάει τις ψευδαισθήσεις της «ασφάλειας» του ιδιωτικού οίκου, και της περιορίζει την ακόρεστη ανάγκη της απόλαυσης του ατομικού καταναλωτικού βίου.
Γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν:
«Ο άνθρωπος δεν διαθέτει πια τον χρόνο αποδοχής που απαιτεί το έργο τέχνης, η θέασή του καταργείται, το ίδιο γίνεται αντικείμενο σκορπίσματος διασκέδασης μέσα στην προϊούσα αλλοτρίωση του ανθρώπου».
Πολίτες αθωράκιστοι απέναντι στην αισθητική αμετροέπεια καλούνται σήμερα να σταθούν όρθιοι και ενεργοί μπρος στις βάρβαρες παρεμβάσεις και τις «νεωτερικές» αυθαιρεσίες των αλαζόνων, των αδαών, των ιδεολογικά εγκλωβισμένων, των πολιτικά καιροσκόπων που διαχειρίζονται την αισθητική και την ηθική του δημόσιου χώρου.
Κι όμως, μέσα σ’ αυτόν τον θολό, πολιτιστικό βιότοπο, χαρτογραφώντας την ψυχή της πόλης, ζωντανεύουν απρόσμενα –χαμένες μέσα στο αμφίβολο ήθος του «καινούργιου»–, σε κάποια στροφή ενός δρόμου, κάποιες μικρές πνευματικές οάσεις. Μας ξαναφέρνουν στον νου και στην ψυχή –μέσα από την καλλιτεχνική τους αξιοπρέπεια και πλαστική τους στιβαρότητα– τις αρχές και τις αξίες της τέχνης και της λειτουργίας της ως έκφρασης ενός βαθύτερου ανθρωπισμού. Φάροι πορείας αισθητικής-ηθικής τάξης που φωτίζουν τα τόσο σπάνια, αλλά τόσο σημαντικά ίχνη ενός «άλλου» καλλιτεχνικού βλέμματος, ενός «άλλου» δημόσιου λόγου.
Περπατώντας στον Περιφερειακό του Φιλοπάππου, λίγο μετά το υπαίθριο θέατρο της Δώρας Στράτου –σ’ αυτό το προπύργιο του θεσμοθετημένου νεοελληνικού φολκλόρ–, απέναντι, στο μικρό πάρκο που ανοίγεται μπρος μας, έχει βρει τη θέση του ένα σημαντικό έργο γλυπτικής τέχνης, έργο μικρής κλίμακας, αλλά μεγάλης πλαστικής έντασης.
Ενα γλυπτό που καμιά σχέση δεν έχει με τη βάρβαρη τουριστικοποίηση του περιβάλλοντος χώρου, καμία σχέση με την εμπορευματοποίηση και την εκμετάλλευση της βαριάς βιομηχανίας του ένδοξου ιστορικού παρελθόντος, καμία σχέση με τη βοή και τους βρυχηθμούς των σταθμευμένων πούλμαν και τη μαζική εισβολή των τουριστικών ανθρώπινων πακέτων.
Χαμένο μέσα στην πρασινάδα το μικρό αυτό μπρούτζινο γλυπτό ανοίγει διάπλατα τα μάτια και με οξύ, καθαρό βλέμμα στέκεται απέναντι σ’ έναν κόσμο θολής και ασαφούς γκριζάδας γύρω του που απειλεί να το απορροφήσει.
Σαν ένα καλλιτεχνικό ανάχωμα απέναντι σ’ έναν κόσμο τυφλότητας, ο τυφλός γλύπτης Πέτρος Ρουκουτάκης, μέσα από τα φωτεινά σκοτάδια απαθανάτισε πλαστικά τη μορφή του δημιουργού, τον ίδιο τον γλύπτη, τον εαυτό του επί το έργον, έναν γλύπτη που καθισμένος λαξεύει τη μορφή ενός πουλιού. «Δεν συμβιβάστηκα με την τυφλότητα, αποφάσισα να γίνω γλύπτης», γράφει ο ίδιος.
Μέσα σ’ ένα θορυβώδες περιβάλλον, στο όριο ανάμεσα στα λαϊκά Πετράλωνα με τις εργατικές πολυκατοικίες και τις πίσω πλαγιές του Φιλοπάππου, ο γλύπτης επιβάλλει με το έργο του την ιαματική σιωπή. Απόμακρος και εσωστρεφής ο τυφλός γλύπτης, ένας μαχητικός αγωνιστής του βλέμματος, προσηλωμένος απόλυτα στο καλλιτεχνικό του πεπρωμένο, οπτικοποιεί τη μνήμη των ξεχασμένων εικόνων της πρώιμης φωτεινής νεότητάς του και αποκαλύπτει εδώ το ιλαρό φως της δημιουργίας μέσα στο σκοτεινό, δυσοίωνο μέλλον των νέων καιρών.
«Κατάργησαν τα μάτια τους - τυφλοί!
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε
Μα δεν τους βλέπεις; Ολοι τους τυφλοί. Κοιμούνται!»
Γ. Σεφέρης
Ο γλύπτης όμως αντιστέκεται στον ύπνο της λογικής που γεννά τέρατα. Αυτός ο τυφλός γλύπτης, ο επώνυμος Οδυσσέας και ανώνυμος ούτις, σταθερός ταξιδευτής στα φωτεινά σκοτάδια του νου και της ψυχής, γίνεται ο κανένας, χάνει το όνομά του για να το ξαναβρεί μέσα από το αρχετυπικό πρόσωπο του καθολικού δημιουργού. Αντιστρέφοντας την εκδοχή της Οδύσσειας όμως, αντί να τυφλώσει, χαρίζει το φως στην κυκλόπεια βαρβαρότητα που μας περιβάλλει μέσα στην αέναη περιπλάνηση της τέχνης από τη σκοτεινή νύχτα στη λάμψη της ημέρας ενός διαρκούς ταξιδιού.
Η πλαστική γλώσσα του έργου του Π. Ρουκουτάκη (Π.Ρ.), με τη δυναμική του φόρμα, αντιστέκεται στις τυποποιημένες αισθητικές ευαισθησίες με το ρευστό και μαζί γερά δεμένο γλυπτικό του σχέδιο. Τα κενά πλαστικά ενδιάμεσα της γλυπτικής σύνθεσης, μαζί με τους πλήρεις, γεμάτους πλαστικούς όγκους, συνθέτουν μια συμφωνία της σιωπής, της κίνησης και της παύσης. Το γλυπτό, με τη διάτρητη σοφία της γλώσσας του, αφήνει το φως να κυριαρχήσει, διαπερνώντας τα κενά, σχεδιάζοντας στον χώρο τον κυματιστό, δυναμικό ρυθμό. Στατική και κινητική μαζί η αδρή σύνθεση, ανοιχτή προς όλες τις κατευθύνσεις, υποβάλλει μέσα στον ρυθμό της την αυστηρότητά του επαρκούς και αναγκαίου. Με ακρίβεια και πλαστική ζωτικότητα οι φόρμες υποτάσσονται και υπηρετούν την εσωτερική λογική του έργου, χωρίς να χάνουν την ενέργεια και την ευλυγισία τους.
Αντίθετα, κερδίζουν σε ελευθερία και πλούτο, ακριβώς επειδή η γλυπτική γλώσσα σέβεται φανερούς και κρυφούς κανόνες και υπακούει στη δύναμη της μορφικής τάξης. Και εδώ συνίσταται ακριβώς η ουσία της πραγματικής ελευθερίας της έκφρασης. Ελευθερία είναι η δέσμευση. Η ακανόνιστη κίνηση των όγκων, ο ενεργητικός συνδυασμός των μαζών, το ρυτίδωμα της ύλης, το ελεύθερο παιχνίδι με τις αναλογίες δεν διασπούν τη συνοχή των διαφορετικών επιπέδων, αλλά ενοποιούν και σφραγίζουν βαθιά το ύφος και τη ζωή των ρυθμιστικών επεισοδίων.
Οι όγκοι αποκαλύπτονται εδώ από το φως που τους πλάθει. Η μυστική ζωή του γλυπτικού έργου καθορίζεται από το πλάσιμο της επιφάνειας, από την πυκνότητα, τη βαρύτητα, την ελαφράδα των μαζών του μετάλλου, από τη στιβαρότητα και το σφρίγος της ύλης, αλλά βασικά από το φως που γεννά την κίνηση και μέσα από το βάθος των χαράξεων και των σκιών δημιουργεί το σκίρτημα ενός ανάγλυφου κόσμου. Κόσμου ασταθούς μέσα στη σταθερότητά του, εν κινήσει στο σημείο, μέσα σε μια τοπογραφία του φωτός, όπου διαρκώς αλλάζουν οι προοπτικές και οι οπτικές γωνίες. Οι εσωτερικοί άξονες του έργου οργανώνουν με σχεδιαστική ένταση το πλαστικό του χώρου και διακτινίζονται στο ευρύτερο περιβάλλον, υποχρεώνοντας το τοπίο να υποδεχτεί τους ρυθμικούς κυματισμούς της γλυπτικής και να τους ιδιοποιηθεί.
Γενικεύοντας έτσι, το ένα και μοναδικό έργο μικρής κλίμακας εμπεριέχει από την ίδια του την υλικότητα μια εξωστρεφή κίνηση, έναν βιταλιστικό δυναμισμό και έναν ρυθμικό στοχασμό που υπερβαίνει το μέγεθός του και κατορθώνει να ενσωματώσει το περιβάλλον στο πλαστικό του σύνολο και όχι το αντίθετο.
Το ακραίο υπαρξιακό γεγονός της τυφλής οπτικότητας στην τέχνη του Π.Ρ., αυτή η διαρκής αδυσώπητη αναμόχλευση της μνήμης στο έργο του, που γεννά το φως από το σκοτάδι και ενάντια στο σκοτάδι και που το όνειρο αποκτά μορφή, ίσως αποτελεί την απόλυτη και κυριολεκτική έννοια της ανθρώπινης δημιουργικής ύπαρξης. Ο άνθρωπος διαπερνά το σκότος υπερβαίνοντας τα όριά του.
«Η τυφλότητα είναι ζήτημα προσωπικό ανάμεσα στο άτομο και τα μάτια που κουβαλάει από τη γέννησή του», γράφει ο Ζοζέ Σαραμάγκου. «Υπάρχουν τυφλοί που βλέπουν και τυφλοί που δεν βλέπουν –κι ας βλέπουν».
Τα μάτια της ψυχής τού Π.Ρ., μάτια που κουβαλάει από τη γέννησή του, αντικρίζουν με καθαρότητα και τρυφερή διαύγεια την ανθρώπινη συνθήκη και παλεύουν να φέρουν στο φως –σαν αυθεντικοί μάρτυρες– τα πιο μύχια αισθήματα της ψυχής του δημιουργού.
Τον έρωτα, το θάρρος, την αλληλεγγύη και την ακλόνητη πίστη στην ανθρώπινη δύναμη και αυτενέργεια. Κρατώντας ζωντανά τη μνήμη του βλέμματος, ζωντανεύει τα όνειρα και όλων αυτών που «λιγόστεψαν τόσο παράξενα μέσα στη ζωή μας».
Και πάλι η ποίηση μάς φέγγει τα σκοτάδια μας με ένα ευχετήριο πρόσταγμα από την Κική Δημουλά:
«...Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη
να δώσει ωραίες συμβουλές μακροζωίας
σε ό,τι έχει πεθάνει...»
*Ομότιμος καθηγητής Ζωγραφικής ΑΣΚΤ
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας