Είναι πλέον αναμφίβολο, όπως δείξαμε σε προηγούμενο κείμενό μας, ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 η λεγόμενη, ψευδεπίγραφα και «ατελέσφορα», «οικονομική επιστήμη» δεν έχει καμία επαφή ούτε με την κοινωνία ούτε με την πραγματικότητα. Κινείται αυτόνομα και αυτοαναφορικά, ιδίως στην ασύδοτη χρηματιστική της διάσταση, μακριά από τις έννοιες-αξίες της ισότητας, της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης κ.ά. Η οικονομία όπως άλλωστε, σύμφωνα με τους σοφιστές, και το (θετικό) δίκαιο-η έννομη τάξη κατοχυρώνουν τα συμφέροντα των ισχυρών και ολιγαρχών μέσα από «σιδηρούς νόμους».
Με λίγα λόγια αυτή η οικονομική «επιστήμη» ταυτίζεται με την παντελή απουσία οικονομικής δημοκρατίας: μιας «οικονομίας των πολιτών» στο πλαίσιο της ισοκατανομής της οικονομικής εξουσίας (η οποία φαίνεται να υπήρχε στην αρχαία Αθήνα, μόνο όμως υπό τη μορφή της άμεσης καθολικής ψηφοφορίας και «υπευθυνοποίησης» των πολιτών, Ν. Κυριαζής, Ε. Μ. Οικονόμου, 2015). Είναι αλήθεια ότι η οικονομική δημοκρατία/δικαιοσύνη προϋποθέτει -και είναι έκφραση, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη- την πολιτική οικονομία της δημοκρατίας και την ισότητα.
Κάθε θεώρηση σχετικά με την προοπτική (επαν)ένταξης της οικονομίας στην κοινωνία ως αληθινής επιστήμης και ικανοποίησης των αναγκών (πρωτίστως και αρχικά των βασικών-βιοτικών και στη συνέχεια των επιλεγμένων μη βασικών που αφορούν την προσωπική ζωή του καθενός -βιοοικονομία κατά τον N. Georgescu – Roegen), θα πρέπει, με στόχο την αποπαγίδευση, να κατατείνει στην απ-αξίωση και αποδόμηση κυρίαρχων εννοιών και σημασιών του ισχύοντος και ηγεμονικού οικονομικού καθεστώτος των αγορών. Με τρόπο τέτοιο μάλιστα που να τίθεται σε αμφισβήτηση η αποδοχή του ως «κανονικού» και «φυσικού». Παράλληλα το παραπάνω κυρίαρχο καθεστώς δεν μπορεί να λειτουργεί παρά στη βάση ψευδεπίγραφων, αμφίσημων και παραπλανητικών όρων (όπως π.χ. αειφόρος και πράσινη ανάπτυξη, οικονομία της διαμοίρασης ή της συνεργασίας, εταιρική κοινωνική ευθύνη κ.ά.) μέσα από τους οποίους συγκαλύπτονται συμφέροντα (ισχυρών κρατών και ισχυρών επιχειρήσεων, πιστωτών κ.λπ.) (πρβλ. Κ. Τσουκαλάς, 2019).
Οποιαδήποτε τέτοια απ-αξίωση θα πρέπει να αμφισβητεί τις ίδιες τις έννοιες του «παρά φύσιν» πλούτου, κατά τον Αριστοτέλη, αφενός ως συσσώρευση αγαθών με ανταλλακτική αξία και όχι με αξία χρήσης με βάση τις ανάγκες του «οίκου» και αφετέρου της (ποσοτικής) μεγέθυνσης. Και τα δύο συνιστούν τη μετανεωτερική (ποσοτική) «πρόοδο», κατηγορίες-μεγέθη και αξίες δηλαδή που (πρέπει να) είναι τα κύρια ζητούμενα και αντικείμενα της κριτικής. Αλλωστε είναι γνωστό ότι η «εποχή της προόδου» ταυτίστηκε, όπως γράφει και ο Τζ. Ρίφκιν, με την ιδεολογική εκμετάλλευση φύσης και ανθρώπων, μέσω των «ιερών» της συγκεντροποίησης, της μεγέθυνσης, της αποτελεσματικότητας, της παραγωγικότητας και του ανταγωνισμού.
Μια τέτοια αντίστροφη διανοητική καθημερινή πορεία (το να «ξεμαθαίνεις» δηλαδή) δεν είναι εύκολη υπόθεση έπειτα από σχεδόν τρεις αιώνες μονόπλευρης και αδιαμφισβήτητης «Μωυσιακής» διδασκαλίας και πρακτικής προόδου. Επιπλέον, αυτού του τύπου η οικο-κοινωνική και βιοτική οικονομία/οικο-λο-νομία με βάση την ολιγοεπάρκεια, θα πρέπει να εγγράφεται στον αντίποδα, της εύθραυστης, όπως αποδεικνύεται σήμερα, παγκοσμιοποιημένης και παγκοσμιοποιητικής χρηματιστικής οικονομίας. Ενα εναλλακτικό ως προς αυτήν πρόταγμα χρειάζεται να εστιάζει σε μικρο-βιοχωρο-τοπική κλίμακα (επανατοποκοποίηση) με νέους οικο-κοινωνικούς συνεργατικούς, αυτοδιαχειριστικούς και κοινούς (αντι) θεσμούς, με αντισυγκεντρωτικά, αντιιεραρχικά και αμεσοσυμμετοχικά χαρακτηριστικά σε συνομοσπονδιακή πολιτική οργάνωση, με βάση την τοπική/δημοτική συνέλευση και ανακλητά εκτελεστικά συμβούλια «δικτυωμένα» και συνομοσπονδιοποιημένα (και αντίστοιχα περιφερειακά), σε νέο πλέον αξιακό περιβάλλον.
Πιο συγκεκριμένα μια οικονομική δημοκρατία δεν νοείται πράγματι, όπως πρώτος και πάλι ο Αριστοτέλης είχε διαγνώσει, χωρίς ριζική αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση της οικονομικής εξουσίας. Τούτο θα οδηγήσει σε μια βιο-χωροτοπική/δημοτική αυτοδυναμία (και όχι ουτοπική αυτάρκεια) με κοινωνική (δημοτική ή δημοσυνεταιριστική) ιδιοκτησία των παραγωγικών πηγών/μέσων. Αυτοδυναμία βασισμένη σε ίδιους οικονομικούς και ιδίως χρηματοπιστωτικούς θεσμούς (δημοτικο/συνεταιριστικές τράπεζες, μικροπιστώσεις, συστήματα ανταλλαγών, τοπικά νομίσματα κ.ά.). Κομβικό ρόλο θα παίξει η διαδημοτική συνεργασία (όπως και αυτή μεταξύ δήμων και περιφερειών άλλωστε), η αλληλεξάρτηση και αλληλεγγύη για μεταφορά πόρων και κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών (πρβλ. το «δημοτιστικό» σχήμα του Μ. Μπούκτσιν αλλά και του Τ. Φωτόπουλου), σ’ ένα πλέον ενιαίο (μη συγκριτικό) πλεονέκτημα («συγκρίσιμων ανταλλάξιμων πραγμάτων»).
Είναι πλέον αναγνωρισμένη η (ιστορική) αναγκαιότητα μιας ολικής («περιεκτικής»), ουσιαστικής δηλαδή δημοκρατίας, διαβουλευτικής και αμεσοσυμμετοχικής. Δημοκρατίας δηλαδή των ανοιχτών συνελεύσεων και των συμβουλίων και όχι απλώς των δημοψηφισμάτων όπως πολλοί συγχέουν, αλλά και μεταξύ των διαφόρων τομεακών συμβουλίων (π.χ. εργαζομένων και καταναλωτικών κ.ά.). Και τούτο σε όλα τα χωρικά/διοικητικά και υλικά/παραγωγικά επίπεδα, όπως εφαρμόστηκαν ιστορικά (Γ. Οικονόμου, 2021).
Ας σημειωθεί ότι και στη σημερινή Ελλάδα, πιο άτυπα και ως προπλάσματα, καταγράφονται ήδη απλές ανοιχτές κινήσεις πολιτών με προτάσεις συμμετοχικού σχεδιασμού, προϋπολογισμού κ.ά. (π.χ. Γιάννενα), είτε υπό μορφή ανοιχτών συνελεύσεων σε δημοτικές «παρατάξεις» (π.χ. «πόλη ανάποδα» στη Θεσσαλονίκη χωρίς «υποψήφιο δήμαρχο») με συμμετοχή και διαφόρων συλλογικοτήτων και συλλογικό πρόγραμμα σε θεματικές ενότητες είτε, τέλος, σε/για επιμέρους θεματικές (π.χ. περιβάλλον, κατανάλωση, αυτοπαραγωγή, «κοινά») και πολλές φορές με κλήρωση των συμμετεχόντων ακόμα και σε μεγα-πόλεις (όπως στο εξωτερικό).
Πάντως σε κάθε περίπτωση στη συλλογική συνομοσπονδιακή δημοκρατία των πολιτών/κοινωνικές συνελεύσεις, ανάμεσα στη θολή passe-partout και, μερικές φορές, αντιδραστική «κοινωνία των πολιτών» και του επαναστατικού προλεταριάτου, οι συνελεύσεις θα είχαν όλα τα μέσα (τεχνικά, ειδικούς κ.ά.) για μια ορθή απόφαση. Βέβαια και εδώ οι επιφυλάξεις και αντιρρήσεις υπάρχουν αφού δεν θα πρόκειται για μια μικρή και κλειστή ομάδα (όπως π.χ. επιστημονική κ.ά.) όπου οι αποφάσεις δεν είναι πολιτικές και η αλήθεια δεν ταυτίζεται με την πολιτική αλήθεια των συνελεύσεων (της κοινωνίας και του «κοινού καλού»)(J. Généreux, 2022). Σ’ αυτές (στις συνελεύσεις πρωτίστως και τα συμβούλια) υπεισέρχονται και άλλοι αξιακοί παράγοντες (κοινωνικοί, οικολογικοί, ασφάλειας, στέγασης, ισότητας κ.ά.).
Από την άλλη, επίσης, στις συνελεύσεις η «ορθή απόφαση» διακυβεύεται, παρά τον σεβασμό της ποικιλομορφίας, από αντιτιθέμενα εντός αυτών ατομικά αλλά και τοπικά συμφέροντα, διαφορετικές προτεραιότητες, διαφορετικά επίπεδα ζωής των συμμετεχόντων, ανάπτυξη μικρο-εξουσιών (οι οποίες, όπως και οι μεγάλες, έχουν εγγενή τάση να επεκτείνονται αλλά και να διαλύονται). Πράγματι ιδίως οι περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις και συμβούλια θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε εξουσιαστικές δομές. Οπως και να ’χει, ένας «εσωτερικός κανονισμός» λειτουργίας, τυπικός ή άτυπος, θα παίζει σημαντικό ρόλο στη βιωσιμότητα των εγχειρημάτων αυτών. Τέλος, δεν θα πρέπει να παραβλέπονται για τη μακροβιότητα των παραπάνω εναλλακτικών ανοιχτών εγχειρημάτων οι μεταβαλλόμενοι εξωτερικοί καταναγκασμοί και αλληλεπιδράσεις, το «διεθνές περιβάλλον» και ιδίως το χρηματοοικονομικό κ.λπ. (Βλ. και Κλ. Αλεξοπούλου, 2023, σχετικά με τον Μ. Albert, 2022).
Παρ’ όλα αυτά η εξάσκηση σ’ αυτό το νέο πολιτικό παιχνίδι ενθάρρυνσης των ίδιων των πολιτών αυτή τη φορά, ιδίως αλλά όχι μόνο φυσικά, των πρεκάριων, των αποκλεισμένων, των μεταναστών και μη εχόντων λόγο θα εμπλουτίζει κάθε φορά μέσα από παλινδρομήσεις και συλλογικούς συμβιβασμούς εφαρμόζοντας το «δοκιμή και λάθος» κ.ο.κ. μια νέα μορφή πολιτικής και ουσιαστικής δημο-κρατίας και «κοινωνικής εξουσίας» σε όλα τα επίπεδα. Τούτης δε ως χειραφετητικό και αυτονομιακό κυρίως πρόταγμα και όχι ως μια φιλελεύθερη και ρεπουμπλικανική δημοκρατία της κοινότητας, του (ανύπαρκτου) «γενικού συμφέροντος» και κοινωνικού συμβολαίου και της τυπικής ισότητας.
Ομως για μια τέτοια πολιτική, κοινωνική, οικονομική και βιο-οικολογική δημο-κρατία, και με δεδομένο ότι το κράτος δεν καταργείται διαμιάς, ούτε η κρατικιστική/κοινοβουλευτική δημοκρατία ούτε καν οι αρμοδιότητές του στις «υψηλές πολιτικές», απαιτείται, υπό την πίεση των δημοκρατών πολιτών και του κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού, η θέσπιση ενός αντίστοιχου «συντάγματος των πολιτών» με, ει δυνατόν, αρμοδιότητες οιονεί συντακτικής συνέλευσης. Τούτο θα προβλέπει όπως προαναφέρθηκε μια ουσιαστική αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση σε όλα τα χωρικά και υλικά/παραγωγικά επίπεδα, στο πλαίσιο του αμεσοσυμμετοχικού δημοκρατικού συνομοσπονδισμού. Αλλωστε έχει καταδειχθεί ότι η αμεσοσυμμετοχική δημοκρατία, στη συνεργατική και αυτοδιαχειριστική/κοινή μορφή της, συνοδεύεται και από οικονομική υπεροχή (Ν. Κυριαζής, Ε. Μ. Οικονόμου, 2015) αλλά και μακροβιότητα.
*Ομ. καθηγητής Πανεπιστήμιο Πατρών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας