Πριν από 100 χρόνια ξεκίνησε ως ένα περιοδικό ποικίλης ύλης που φιλοδοξούσε να καταγράψει και να μεταδώσει τον παλμό της Νέας Υόρκης με ειδήσεις, ρεπορτάζ, καλλιτεχνικά θέματα, διηγήματα, ποιήματα κ.ά. Από το πρώτο κιόλας τεύχος του, όμως, το ζεύγος των ιδρυτών του, ο Harold Ross και η σύζυγός του, Jane Grant, ήθελαν να κυριαρχούν το χιούμορ και η εικόνα και ανέθεσαν σε κορυφαία ονόματα της τότε αμερικανικής γελοιογραφίας να φιλοτεχνούν σε εβδομαδιαία βάση αστεία σκίτσα με λακωνικές ατάκες που θα μπαίνουν ανάμεσα στα άρθρα και τα κείμενα.
Η συνταγή λειτούργησε άψογα και σύντομα το The New Yorker κατέκτησε τους αναγνώστες, έχοντας εκατομμύρια πωλήσεις, χωρίς να περιορίζεται στη μητρόπολη της ανατολικής ακτής. Και οι γελοιογραφίες όλο και αυξάνονταν. Το The New Yorker χαρακτηριζόταν πάντα για το εικαστικό του περιεχόμενο, τις υψηλής ποιότητας εικονογραφήσεις του, τα σύντομα κόμικς του, τα εξώφυλλά του που συχνά προκαλούσαν αντιδράσεις με την τόλμη τους, αλλά κυρίως για τις γελοιογραφίες του.
Στον θηριώδη τόμο που κυκλοφόρησε το 2004 συνοδεία δύο CD περιλαμβάνονται όλες ανεξαιρέτως οι γελοιογραφίες (68.647) που είχαν δημοσιευτεί ώς τότε στο περιοδικό, ενώ μέχρι σήμερα ανέρχονται σε περίπου 80 χιλιάδες. «Με στοιχειώνει η πιθανότητα να μας έχει ξεφύγει κάποια γελοιογραφία», σημειώνει ο Robert Mankoff, επιμελητής των γελοιογραφιών από το 1997 ώς το 2017, στον πρόλογό του για το «The Complete Cartoons of The New Yorker», επισημαίνοντας ότι οι περισσότεροι αγοραστές του περιοδικού ξεκινούν την ανάγνωσή τους από τις γελοιογραφίες. Φυσικά, η πλειονότητα των έργων περιέχεται μόνο στα CD, ενώ στην έντυπη μορφή περιλαμβάνονται επιλεγμένες γελοιογραφίες με τρόπο που να δίνει το στίγμα κάθε εποχής. «Θέλαμε οι γελοιογραφίες για κάθε έτος και κάθε δεκαετία να αποτελούν ένα κωμικό στιγμιότυπο, έναν καθρέφτη της εποχής τους. Διαλέγοντας τα σκίτσα που ήταν πιο αντιπροσωπευτικά των τρόπων σκέψης, των επιθυμιών και των συμβάσεων που τα γέννησαν, επιθυμούσαμε να καταγράψουμε την ιστορία των γελοιογραφιών του The New Yorker και μαζί της ένα μέρος της πολιτιστικής ιστορίας. Εξασφαλίσαμε επίσης έναν γραπτό οδηγό για κάθε εποχή με τη συμμετοχή ορισμένων από τους πιο οξυδερκείς χρονικογράφους του πολιτισμού που εμφανίστηκαν στο The New Yorker. Οι στοχασμοί των συγγραφέων αυτών ήταν μια ιδιαίτερη απόλαυση για μένα. Είμαι μεγάλος θαυμαστής τους. Συχνά αναρωτιέμαι πού βρίσκουν τις ιδέες τους. Και σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους, διαβάζω πρώτα τα άρθρα», συμπληρώνει ο Mankoff.
Δεν ήταν εύκολο, όμως, να διατηρείται πάντα η υψηλή ποιότητα των γελοιογραφιών, όπως τονίζει στην εισαγωγή του ο επιμελητής του περιοδικού, David Remnick. Αυτό απαιτούσε ατέλειωτες ώρες εργασίας μιας ειδικής ομάδας επαγγελματιών πάνω από τα εκατοντάδες σκίτσα που υποβάλλονταν κάθε εβδομάδα, απορρίψεις, διορθώσεις, συνεχή αλληλογραφία και τηλεφωνικές επαφές ώστε κάθε τεύχος να έχει το βέλτιστο δυνατό γελοιογραφικό υλικό. Με βάση τα θέματα που είχαν οι περισσότερες γελοιογραφίες κάθε περιόδου και το πνεύμα που χαρακτήριζε τις περισσότερες από αυτές, οι υπεύθυνοι του τόμου «βάφτισαν» κάθε δεκαετία με μία λέξη και επέλεξαν τον σημαντικότερο καλλιτέχνη της.
Η πρώτη δεκαετία, 1925-1934, χαρακτηρίζεται αναμφίβολα από την οικονομική κρίση που έπληττε τις ΗΠΑ και η οποία αντανακλάται στις εκατοντάδες γελοιογραφίες με πικρό χιούμορ γύρω από τη φτώχεια, την ανεργία, τους άστεγους, τις αποτυχημένες κρατικές παρεμβάσεις αλλά και τις τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο καλλιτέχνης που αποτύπωσε ιδανικά το κλίμα της δεκαετίας ήταν ο Peter Arno (1904-1968), του οποίου οι εικονογραφήσεις συχνά γίνονταν εξώφυλλα στο The New Yorker. Ο Arno θεωρείται, όχι άδικα, ο πατριάρχης των γελοιογραφιών του The New Yorker και ο πιο επιδραστικός συνεργάτης του καθώς το στιλ του και οι σύντομοι διάλογοι μεταξύ των χαρακτήρων του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για δεκάδες μεταγενέστερους συναδέλφους του. Ηταν πρωτοπόρος του λεπτού, καυστικού χιούμορ με στόχο την υψηλή κοινωνία σατιρίζοντας τους μποέμ μεσήλικους, τους καλοντυμένους αριστοκράτες, τις σνομπ κυρίες με τις ακριβές γούνες, τα ακριβά τους πάρτι και τα πολυτελή εστιατόρια όταν απ’ έξω βρίσκονταν εξαθλιωμένοι επαρχιώτες που αναζητούσαν την τύχη τους στη μεγαλούπολη.
Η επόμενη δεκαετία (1935-1944) θα περίμενε κανείς ότι θα χαρακτηριζόταν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι η εμπλοκή των ΗΠΑ ήταν καθυστερημένη και οι συνέπειες στο έδαφός τους πολύ μικρότερες από ό,τι στις ευρωπαϊκές χώρες, το βασικότερο θέμα των γελοιογραφιών ήταν το… αλκοόλ, η αύξηση της κατανάλωσής του και οι συνευρέσεις ανθρώπων σε διάφορες περιστάσεις συνοδεία ποτού. Η επόμενη δεκαετία (1945-1954) όμως έχει δύο σημαντικά θέματα να ξεχωρίζουν, από τη μια την τηλεόραση, που πλέον είχε εισβάλει σε όλα τα σπίτια παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία των Αμερικανών, αλλάζοντας αναπόδραστα τις κοινωνικές και οικογενειακές συνήθειες, και από την άλλη το γυμνό, που, βοηθούσης της κυκλοφορίας του περιοδικού Playboy το 1953, γινόταν όλο και πιο τολμηρό στα έντυπα κάθε είδους, στις διαφημίσεις, τις κινηματογραφικές ταινίες και την τηλεόραση, αλλάζοντας κι αυτό με τη σειρά του τα ήθη και τα έθιμα.
Οι γελοιογραφίες της δεκαετίας 1955-1964 έχουν πιο συχνό θέμα τους τη νέα κουλτούρα του Ι.Χ. αυτοκινήτου καθώς πλέον ήταν εφικτό για τη συντριπτική πλειονότητα των Αμερικανών να διαθέτει αμάξι με όλες τις συνέπειες που είχε αυτό στη διαμόρφωση των πόλεων, την ανάδειξη του αυτοκινήτου σε σύμβολο κοινωνικού στάτους κ.λπ. Ο πιο εξέχων γελοιογράφος της δεκαετίας ήταν ο εμβληματικός Saul Steinberg (1914-1999) με το έντονο εικαστικό, συχνά σουρεαλιστικό, ύφος στα περισσότερα από 1.200 σκίτσα του που δημοσιεύτηκαν στο The New Yorker και τη λεπτή αλλά σαρκαστική κριτική του στον ταχύ εκμοντερνισμό των ΗΠΑ. Η δεκαετία 1965-1974 χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ποικιλία των γελοιογραφικών θεμάτων με πιο ξεχωριστό αυτό της κατάκτησης του Διαστήματος, των πρώτων αποστολών στη Σελήνη και του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης για την κυριαρχία στις εντυπώσεις πάνω από τη Γη. Στη δεκαετία 1975-1984 οι επιμελητές της έκδοσης επιλέγουν ως ιδιαίτερο θέμα τις γελοιογραφίες με σκυλάκια, καθώς σε πολλές από αυτές οι «καλύτεροι φίλοι του ανθρώπου» γίνονται πρωταγωνιστές, συχνά συνομιλώντας με τους ιδιοκτήτες τους και σχολιάζοντας με σοφία και ειρωνεία την ανθρώπινη κατάσταση στην οποία προτιμότερη και ευκολότερη είναι η συγκατοίκηση και η βόλτα με ένα τετράποδο παρά με άλλον άνθρωπο. Με τη Roz Chast (γενν. 1954), την πρώτη τόσο επιτυχημένη γυναίκα γελοιογράφο του New Yorker να ξεχωρίζει, στη δεκαετία 1985-1994 κυριαρχεί η νέα επιχειρηματική και επαγγελματική κουλτούρα των Νεοϋορκέζων με το χιούμορ συχνά να επικεντρώνεται στα εξοντωτικά ωράρια, στις εύθραυστες σχέσεις μεταξύ συναδέλφων σε γραφεία μεγάλων εταιρειών, στις ομοιόμορφες αμφιέσεις τους, σε εργοδότες και αφεντικά που σκέφτονται μόνο το κέρδος κ.λπ.
Τέλος, η δεκαετία 1995-2004 έχει βασικά της θέματα την πολιτική υπό την προεδρία του Μπιλ Κλίντον (1993-2001) και του Τζορτζ Μπους (2001-2009) και τα μεγάλα γεγονότα της εποχής (βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ στη Σερβία, επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και το Ιράκ κ.ά.), αλλά και την είσοδο του internet στη ζωή μας με τις αλλαγές που επέφερε σε κάθε τομέα της. Το όνομα του γελοιογράφου που επιλέγουν οι άνθρωποι του The New Yorker για αυτή τη δεκαετία είναι αυτό του Bruce Eric Caplan με το μινιμαλιστικό στιλ και το συχνά σκοτεινό του χιούμορ με πρωταγωνιστές μπερδεμένους, νευρωτικούς ανθρώπους που φιλοσοφούν για τις υπαρξιακές τους ανησυχίες και το άγχος της καθημερινότητας. Οι δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία του τόμου μέχρι σήμερα είναι αυτονόητο ότι μονοπωλούνται από την πολιτική με πρωταγωνιστικά πρόσωπα τον πρώτο μαύρο πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, την παραλίγο πρώτη γυναίκα πρόεδρο Χίλαρι Κλίντον και τον οδοστρωτήρα Ντόναλντ Τραμπ αλλά και τις πρόσφατες εξελίξεις με την Τεχνητή Νοημοσύνη.
Σε κάθε περίπτωση, 100 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, το The New Yorker εξακολουθεί να φιλοξενεί στις έντυπες αλλά, πλέον, και στις ηλεκτρονικές σελίδες του πολλές γελοιογραφίες και να πρωτοπορεί τόσο θεματικά όσο και εικονογραφικά. Μια συλλογή γελοιογραφιών αυτού του πρώτου αιώνα της ζωής του θα ήταν πράγματι ενδιαφέρουσα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας