«Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η επίδειξη μιας τέτοιας εγκληματικής αδιαφορίας απέναντι σε ανήλικα θύματα;» αναρωτιόμασταν πριν από περίπου τέσσερις μήνες («Εγκληματική αδιαφορία για το κακοποιημένο παιδί», «Εφ.Συν.» 10.06.2020) εξαιτίας της ολιγωρίας του υπουργείου Δικαιοσύνης να φροντίσει για τη λειτουργία των Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων «Σπίτι του Παιδιού».
Για το ίδιο πρόβλημα, την παρατεταμένη καθυστέρηση στη λειτουργία αυτών των δομών, ο Συνήγορος του Πολίτη εξέδωσε πρόσφατα πόρισμα-καταπέλτη, στο οποίο εκθέτει αναλυτικά τα λάθη και τις παραλείψεις των καθ’ ύλην αρμοδίων υπηρεσιών που έχουν οδηγήσει σε αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση, καθώς η «σύσταση της εν λόγω δομής αποτελεί τομή στο πεδίο της προστασίας της ανηλικότητας στη χώρα μας», «ωστόσο, παρά την αναγκαιότητα και την αδιαμφισβήτητη σημασία του εγχειρήματος, 3 χρόνια μετά τη θέσπισή τους ούτε ένα από τα 5 προβλεπόμενα από τον νόμο Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων «Σπίτι του Παιδιού» δεν λειτουργεί, ούτε έχει προσδιοριστεί το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης των προβλεπόμενων διαδικασιών για την έναρξη της λειτουργίας τους» όπως επί λέξει αναφέρει η ανεξάρτητη αρχή.
Στο πόρισμα επιβεβαιώνεται η αναγκαιότητά τους, αφού, σε αντίθεση με τις περισσότερο ή λιγότερο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, «η κατάσταση στην Ελλάδα ως προς τη μεταχείριση ανήλικων θυμάτων κακοποίησης στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης παραμένει αναχρονιστική, με κύριο πρόβλημα την απουσία μιας διαδικασίας όπου ο ανήλικος να καταθέτει μια μόνο φορά, χωρίς να απαιτείται η παρουσία του και η επανάληψη της μαρτυρικής κατάθεσης σε διαφορετικές υπηρεσίες και αρχές».
Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική Πολιτεία παραδέχεται ότι δεν είναι ικανή να φτιάξει πέντε όλους κι όλους χώρους για τα πλέον τραυματισμένα από τα κακοποιημένα παιδιά της, προκειμένου να τα γλιτώσει από επιπλέον ψυχοπιεστικές και επώδυνες διαδικασίες ισοδύναμες «με δευτερογενή θυματοποίηση των ανηλίκων από το ίδιο το σύστημα που έχει ως αποστολή την προστασία τους», που μπορεί να διαρκέσουν χρόνια, την ώρα που έχουν ήδη θεσπιστεί επιστημονικά και με βάση τις διεθνείς καλές πρακτικές όχι μόνο τα πρωτόκολλα οργάνωσης, στελέχωσης και λειτουργίας των δομών, αλλά ακόμη και οι προδιαγραφές που οφείλουν να διέπουν τις δικανικές συνεντεύξεις.
Κάπως έτσι πάνε στον βρόντο οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού και εναρμόνισης του θεσμικού πλαισίου με τη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα και τις θεμελιώδεις αρχές της φιλικής προς τα παιδιά Δικαιοσύνης από το Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Θυματοποίησης και της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων (ΚΕΣΑΘΕΑ).
Οπως αποκαλύπτει η αλληλογραφία του Συνηγόρου με τις αρμόδιες, ή μάλλον αναρμόδιες, αρχές, το κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό ικανό να στελεχώσει τις δομές υπάρχει και παρά τις 9 μετατάξεις και μία απόσπαση που έληξε –δυναμικό που κάλυπτε τις μισές από τις προβλεπόμενες θέσεις– οι δομές δεν έχουν λειτουργήσει ακόμη. Επιπλέον, τον Συνήγορο προβληματίζει η αναφορά της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του υπουργείου Δικαιοσύνης στην οποία υπάγονται οι εν λόγω δομές, ότι «τα Σπίτια του Παιδιού δέχονται αιτήματα συνδρομής από Δικαστικές και Ανακριτικές Αρχές [...] παρόλο που δεν έχουν μεταφερθεί ακόμη στα κατάλληλα διαμορφωμένα κτίρια προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ολιστική αντιμετώπιση μέσω και των δικανικών συνεντεύξεων».
Το πόρισμα παραθέτει την απογοητευτική κατάσταση της διαδικασίας για το κάθε ένα από τα πέντε κέντρα, την αγωνιώδη προσπάθεια μέρους του επιστημονικού προσωπικού να κινητοποιήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης για την ολοκλήρωσή τους προκειμένου να επιτελέσουν το σημαντικό έργο τους, τη γραφειοκρατία που το καθυστερεί. Ενδεικτική αναφορά: «Οσον αφορά το Σπίτι του Παιδιού Πειραιά, δεν έχουν γίνει οιεσδήποτε ενέργειες για την ανεύρεση κτιρίου, ούτε για τη στελέχωση της δομής και συνεπώς δεν φαίνεται να υπάρχει σχεδιασμός για τη λειτουργία του στο ορατό μέλλον».
Κάτι μάλλον σοβαρό, αν σκεφτεί κανείς πληθυσμιακά τις ανάγκες που καλύπτει η λειτουργία των Σπιτιών Αθήνας και Πειραιά για τη χώρα. Η Ανεξάρτητη Αρχή διαπιστώνει ότι συνέπεια των σοβαρών καθυστερήσεων είναι οι «διαρκείς και σοβαρές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των παιδιών θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, οι οποίες, πέραν των άλλων, εκθέτουν τη χώρα μας διεθνώς».
Η σχετική έκθεση του Συνηγόρου περιλαμβάνει εκτενείς συστάσεις που κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ευσεβείς πόθοι, λόγου χάρη ότι η επίλυση διαφόρων γραφειοκρατικών εκκρεμοτήτων «[...] αναμένεται να επέλθει με τη δημοσίευση του Οργανισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σε χρόνο που δεν προσδιορίζεται», ενώ για τα κτιριακά ζητήματα, «πλήθος θεμάτων παραμένουν εκκρεμή τα οποία κυμαίνονται από την ανεύρεση κτιρίου, με όλες τις ιδιαίτερα χρονοβόρες διαδικασίες που ακολουθούν, μέχρι τη διασφάλιση πιστώσεων για τη διαμόρφωση και τον εξοπλισμό ήδη μισθωμένων κτιρίων».
Υπογραμμίζεται μάλιστα ότι οι παραλείψεις και τα σφάλματα φαίνεται να μετακυλίονται από τους κατεξοχήν υπηρεσιακούς αρμόδιους στους επιστήμονες των δομών, δηλαδή στους ειδικά εκπαιδευμένους στο καλύτερο διεθνώς κέντρο εκπαίδευσης δικανικούς ψυχολόγους, οι οποίοι με κύρια ευθύνη της προαναφερθείσης Προϊσταμένης είτε μετατρέπονται κατά καιρούς σε πραγματογνώμονες (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) ή ακόμα και σε περιπλανώμενους μοναχικούς αναζητητές κτιρίων (Πάτρα), είτε «τιμωρούνται» και ευτελίζονται.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ηρακλείου: ενώ η εκεί δικανική ψυχολόγος, σύμφωνα με το πόρισμα, ανάλωσε ολόκληρο τον χρόνο της απόσπασής της σε προσπάθειες κινητοποίησης των αρμοδίων υπηρεσιών για την επίλυση των προβλημάτων στέγασης και εξοπλισμού της δομής, διεκπεραιώνοντας εξ ολοκλήρου τις σχετικές διοικητικές διαδικασίες, αποφασίστηκε τελικά η μη παράταση της απόσπασής της, παρά την πρόβλεψη του νόμου, επειδή δεν κατάφερε να τη λειτουργήσει... φέρνοντας δική της επίπλωση, όπως καταγγέλλουν στην «Εφ.Συν.» νομικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα όλη η Περιφέρεια της Κρήτης να βρίσκεται στο σημείο μηδέν, όπως και ο Πειραιάς, όπου αποφασίστηκε αυθαίρετα η μη αναγκαιότητα λειτουργίας τής εκεί δομής, αν και έχει θεσμοθετηθεί.
Για όλα τα παραπάνω η Ανεξάρτητη Αρχή δεν ζητά μόνο τη διερεύνηση διοικητικών παραλείψεων και λαθών που οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση, αλλά και ενδεχόμενων πειθαρχικών ευθυνών. Σε κάθε περίπτωση, παρά τις προτάσεις προς την πολιτική ηγεσία και το αρμόδιο υπουργείο για επίσπευση των διαδικασιών, ο δρόμος φαίνεται να είναι ακόμη μακρύς, κατατάσσοντας την Ελλάδα στις χώρες που εγκληματικά αδιαφορούν να προστατεύσουν τα κακοποιημένα παιδιά τους όπως οφείλουν...
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας