«Ακόμη και στις σοβαρότερες στιγμές μας, εμείς οι Αγγλοσάξονες ουδέποτε ξεχάσαμε πως οι πράκτορές μας μόλις είχαν κατέβει από τα δέντρα»
Κιμ Φίλμπι («My silent war», Ν. Υόρκη 1968, σ. 197)
Yπήρξε η πρώτη παραστρατιωτική επιχείρηση της CIA μετά τη σύστασή της, αλλά και εκείνη για την οποία διαθέτουμε το πλουσιότερο πρωτογενές υλικό.
Ο λόγος για την «Επιχείρηση Διάβολος» (FIEND), που το 1953 μετονομάστηκε σε «OBOPUS»: τη συστηματική διείσδυση πρακτόρων μέσω Ελλάδας στην Αλβανία με σκοπό την υπονόμευση του εκεί κομμουνιστικού καθεστώτος, με παράλληλη επεξεργασία σχεδίων για βίαιη ανατροπή αυτού του τελευταίου με στρατιωτική εισβολή μισθοφορικών σωμάτων.
Επιχείρηση που κράτησε μία δεκαετία (1949-1958) και τα ντοκουμέντα της αποδεικνύονται άκρως διαφωτιστικά, όχι μόνο για την αλβανική ιστορία αλλά και για την τότε ελληνική πολιτική πραγματικότητα – από τη στενή διαπλοκή των κυβερνήσεων, του στρατού και της ΚΥΠ με τον ξένο παράγοντα, μέχρι το διαβόητο πρόγραμμα «Κόκκινη Προβιά».
Σε αντίθεση με την πολυδιαφημισμένη πρόσφατη ανάρτηση 930.000 εγγράφων της CIA στον διαδικτυακό ιστότοπό της, ανάρτηση που αφορά κυρίως αναλύσεις γραφείου, το αρχειακό υλικό των επιχειρήσεων FIEND και OBOPUS (2.088 έγγραφα αποχαρακτηρισμένα το 2007) απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από επιχειρησιακά ντοκουμέντα, άμεσα σχετιζόμενα με τις μυστικές δραστηριότητες της υπηρεσίας.
Παρά το προφανές ενδιαφέρον (και τη σπανιότητα) μιας τέτοιας αποκάλυψης, το εν λόγω αρχείο δεν απέσπασε την προσοχή των ελληνικών ΜΜΕ, με εξαίρεση κάποια μεμονωμένα σάιτ.
Η αδιαφορία αυτή οφείλεται, ενδεχομένως, σε τεχνικούς λόγους.
Σε αντίθεση με τις αναλύσεις γραφείου, που μπορούν ν’ αναπαραχθούν αυτούσιες δίχως ιδιαίτερο κόπο, η δημοσιογραφική αξιοποίηση των επιχειρησιακών ντοκουμέντων απαιτεί χρονοβόρα και κοπιαστική αντιπαραβολή, επεξεργασία ή ακόμη και αποκρυπτογράφησή τους, καθώς χρησιμοποιούν συχνά κωδικές ονομασίες για πρόσωπα, τόπους και πράγματα: η Ελλάδα αναφέρεται συνήθως ως LCFLAKE, η Αθήνα ως LCDrink, η Γιουγκοσλαβία ως TOPROACH, η Γερμανία ως HTSTEIN, η Αλβανία ως LCBATLAND ή Pixieland, οι Αλβανοί ως Pixies ή KMWAHOO, ο εξόριστος βασιλιάς Ζόγου ως RNCASTING ή Yarborough κ.ο.κ.
Υπάρχουν και κωδικοί, η αποκρυπτογράφηση των οποίων παραμένει άκαρπη.
Στην περίπτωση, π.χ., του «Ωοειδούς» (GADROON), υψηλόβαθμου στελέχους των ελληνικών υπηρεσιών ασφαλείας το 1954, μόνο να υποψιαστούμε μπορούμε -λόγω εμφάνισης- ότι πρόκειται για τον τότε αρχηγό της ΚΥΠ Αλέξανδρο Νάτσινα.
Ισως, πάλι, η απροθυμία των ελληνικών ΜΜΕ ν’ ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα να οφείλεται σε πολιτικότερους λόγους.
Την αμηχανία, δηλαδή, απέναντι σ’ ένα αρχείο που φέρνει στην επιφάνεια μυστικά (και) του εγχώριου βαθέος κράτους, ασύμβατα με τα στερεότυπα που η διαχρονική εθνικοφροσύνη έχει πλάσει για τον εαυτό της και τη χώρα μας.
Στο σημερινό αφιέρωμα θα σκιαγραφήσουμε τη συνολική εξέλιξη της όλης επιχείρησης ώστε ο αναγνώστης να παρακολουθήσει ευκολότερα τις πτυχές της ελληνικής εμπλοκής που θα μας απασχολήσουν στα επόμενα δύο φύλλα.
Για λόγους χώρου, οι παραπομπές στα ντοκουμέντα της CIA περιορίζονται στην αναγραφή του τόμου, του αριθμού και της ημερομηνίας κάθε εγγράφου [Τ/Ε/Η].
Το στήσιμο των μηχανισμών

Σε μια πρώτη φάση, τόσο η «Επιχείρηση Διάβολος» της CIA όσο και η ομόλογή της «Επιχείρηση Πολύτιμος» (Operation VALUABLE) της βρετανικής Ιντέλιτζενς Σέρβις (SIS ή MI6) σχεδιάστηκαν ως προέκταση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, με σκοπό την παρενόχληση των μετόπισθεν του Δημοκρατικού Στρατού στην Αλβανία και την αντιστροφή του ελληνικού υποδείγματος σε βάρος του σοβιετικού μπλοκ [13/48/26.7.49].
Το βρετανικό σχέδιο δρομολογήθηκε το 1947, μορφοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1948 και εγκρίθηκε από την κυβέρνηση των Εργατικών τον Φεβρουάριο του 1949.
Το αμερικανικό εγκρίθηκε από τον Φρανκ Γουίσνερ, διευθυντή του Γραφείου Πολιτικού Συντονισμού (OPC), στις 22 Ιουνίου 1949.
Οταν δύο μήνες αργότερα ο ελληνικός εμφύλιος τερματίστηκε με την ήττα του ΔΣΕ στο Βίτσι και στον Γράμμο, οι μυστικές υπηρεσίες πέρασαν, απλώς, από την «άμυνα» στην επίθεση.
Ο επιτελικός σχεδιασμός των δύο επιχειρήσεων ήταν θεωρητικά κοινός, μέσω μιας μικτής επιτροπής που συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1949 στην Ουάσινγκτον από εκπροσώπους του ΜΙ6, της CIA, του Φόρεϊν Οφις και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τον συντονισμό παρόμοιων εγχειρημάτων.
Στην πραγματικότητα, όπως εξηγούμε παραδίπλα, τα σχετικά ντοκουμέντα αποτυπώνουν ένα κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας και καλυμμένης εχθρότητας, αποκαλυπτικό για τις υπόγειες εντάσεις που σημάδεψαν την ιστορική αλλαγή φρουράς στην ηγεσία του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Η ελληνική συμβολή, απαραίτητη λόγω γεωγραφίας, διασφαλίστηκε με τη βολιδοσκόπηση κορυφαίων παραγόντων του επίσημου και του βαθέος κράτους.
Καθοριστική για την όλη συνεννόηση υπήρξε η συμβολή τριών ανθρώπων: του αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου, του βιομήχανου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη και του διπλωμάτη Παναγιώτη Πιπινέλη.
Ακολούθησε το στήσιμο δύο παράλληλων μηχανισμών σε διάφορες χώρες, με τελική απόληξη την Ελλάδα:
● Η βρετανική VALUABLE εγκατέστησε το στρατηγείο της στη Μάλτα, χρησιμοποιώντας ως βάση εκπαίδευσης των Αλβανών πρακτόρων της ένα παλιό φρούριο του νησιού. Κομβικότερο ρόλο διαδραμάτισε όμως η «προωθημένη βάση» των ασυρμάτων της στη Βίλα Μιμπέλη («Καστέλλο») της Κέρκυρας, πάλαι ποτέ κατοικία του Γερμανού διοικητή επί Κατοχής.
● Η αμερικανική FIEND οργάνωσε στο Νταχάου της Βαυαρίας ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης για 250 Αλβανούς («Λόχος 4.000») και στην Ελλάδα ένα δίκτυο από κρησφύγετα (στην Εκάλη, τη Ραφήνα, την Κηφισιά, τη Γλυφάδα και αλλού), δύο στρατόπεδα εκπαίδευσης (στη Βούλα και στο Μενίδι) κι ένα «συντονιστικό γραφείο» που απασχολούσε 10 με 14 υπαλλήλους της CIA στην Αθήνα.
Το 1953 θα στήσει επίσης ένα μυστικό στρατόπεδο στα Καλά Νησιά (Αλκυονίδες) του Κορινθιακού.
Πάνω απ’ όλα βασίστηκε, ωστόσο, όπως θα δούμε σε επόμενο αφιέρωμα, στη στενή συνεργασία των ελληνικών αστυνομικών και στρατιωτικών αρχών.
Το πολιτικό σκέλος του εγχειρήματος διασφαλίστηκε με τη σύσταση μιας «Εθνικής Επιτροπής για Ελεύθερη Αλβανία» (NCFA) που χρησίμευε «σαν βιτρίνα για τις μυστικές επιχειρήσεις προπαγάνδας και ψυχολογικού πολέμου της CIA» [3/16/χ.χ.].
Ο σχηματισμός της ανακοινώθηκε στις 26/8/1949, έπειτα από πολυήμερα παζάρια με τις βασικές συνιστώσες της δεξιάς κι ακροδεξιάς αλβανικής διασποράς στη Δυτική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή.
Δύο από τις πέντε θέσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής παραχωρήθηκαν στην οργάνωση «Νομιμότητα» (Legaliteti) του αυτοεξόριστου βασιλιά Αχμέτ Ζόγου, δύο στο «Εθνικό Μέτωπο» (Balli Kompëtar) που είχε συσταθεί το 1943 ως αλβανικό ισοδύναμο του δικού μας ΕΔΕΣ και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, ενώ η τελευταία δόθηκε σ’ έναν ανεξάρτητο φύλαρχο του Βορρά.
Η ίδια αναλογία (40%-40%-20%) διατηρήθηκε και στη στρατολογία εθελοντών για τον «Λόχο 4.000».
Η λειτουργία της NCFA εξαρτιόταν ολοκληρωτικά από τη χρηματοδότηση της CIΑ, που εξελίχθηκε σε ειδικό πρόγραμμα με την ονομασία «Επιλήσμων» (OBLIVIOUS).
Τα κεντρικά γραφεία της στη Ν. Υόρκη «καθοδηγούνταν από έναν κρυφό σύμβουλο της CIA», το δε «γραφείο προπαγάνδας» στη Ρώμη επανδρωνόταν με «συνδέσμους» της CIA και του MI6 [3/16/1960].
Πράκτορες των δύο υπηρεσιών συνέτασσαν το επίσημο όργανό της («Shqiperia») [3/16/1956], ενώ ακόμη κι ο θυρεός της σχεδιάστηκε από τους ειδήμονες ψυχολογικού πολέμου της CIA [20/4/4.1.52].
Στα έγγραφα του αρχείου τονίζεται, τέλος, επανειλημμένα πως η NCFA δεν είχε ούτε λόγο ούτε την παραμικρή ενημέρωση για τις ένοπλες δραστηριότητες που διεξάγονταν στο όνομά της.
Πράκτορες στη φάκα
Οι πρώτες αποστολές πρακτόρων έγιναν από το ΜΙ6 το φθινόπωρο του 1949.
Βασισμένη στις αναμνήσεις επιζώντων, η πρώτη σχετική εξιστόρηση περιγράφει 4 ομάδες 20 ενόπλων, 15 από τους οποίους επέστρεψαν ώς τα τέλη της χρονιάς στο ελληνικό έδαφος (Μπέθελ 1990, σ. 98-113).
Η ημιεπίσημη ιστορία του ΜΙ6 κάνει αντίθετα λόγο για 29 άντρες σε έξι ομάδες· μία εξολοθρεύτηκε, μία «εξαφανίστηκε» και τρεις αναδιπλώθηκαν αμέσως στην Ελλάδα, ενώ η έκτη παρέμεινε στην Αλβανία ένα δίμηνο (Jeffery 2010, σ. 715).
Εγγραφο της CIA καταγράφει, τέλος, την αποστολή 6 ομάδων (με τους κωδικούς τους), 30 πράκτορες και 8 «απώλειες» της αδελφής υπηρεσίας το ίδιο διάστημα [19/23/15.10.51].
Οι αποστολές συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια, με μειωμένους ρυθμούς και κάποια απρόοπτα που θα μας απασχολήσουν στο ερχόμενο φύλλο.
Παρά τους ισχυρισμούς της σχετικής βιβλιογραφίας περί απόσυρσης του ΜΙ6 από το κοινό πρόγραμμα μέσα στο 1952, οι φάκελοι της CIA καταγράφουν διεισδύσεις «βρετανικών» ομάδων μέχρι τον Αύγουστο του 1953, τουλάχιστον [26/54/21-22.10.53, σ. 2].
Η CIA, πάλι, έριξε τους πρώτους εννιά Αλβανούς της με αλεξίπτωτα στις 11 Νοεμβρίου 1950 [5/1/14.11.50].
Μέχρι τα τέλη του 1951 έστειλε στην Αλβανία 39 πράκτορες, από τους οποίους επέστρεψαν οι μισοί [20/36/28.1.52].
Το 1952 πραγματοποιήθηκαν 9 διεισδύσεις 18 ανδρών σε 5 ομάδες [23/93/17.12.52] και το 1953 άλλες 8, από 6 ομάδες 20 πρακτόρων [27/31/18.2.54].
Παρά την επίπονη προετοιμασία τους, οι περισσότερες από αυτές τις αποστολές ελάχιστα πράγματα κατόρθωσαν στην πράξη.
Στην καλύτερη περίπτωση ήρθαν σε επαφή με παλιούς φίλους και συγγενείς, διένειμαν προπαγανδιστικό υλικό και προσπάθησαν να συγκροτήσουν «δίκτυα αντίστασης» που αποδείχθηκαν εξαιρετικά βραχύβια.
Στη χειρότερη, η αλβανική ασφάλεια (Σιγκουρίμι) τους περίμενε με ανοιχτές αγκάλες για τα περαιτέρω.
Μια δημοφιλής ερμηνεία αυτών των αποτυχιών τις αποδίδει σε κατάδοση του διαβόητου διπλού πράκτορα Κιμ Φίλμπι, του Βρετανού διπλωμάτη (και πράκτορα των Σοβιετικών) που μεταξύ Οκτωβρίου 1950 και Ιουλίου 1951 εκπροσωπούσε το ΜΙ6 στη μικτή επιτροπή της Ουάσινγκτον.
Η πραγματικότητα υπήρξε ωστόσο μάλλον πιο πεζή: οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες υποτίμησαν την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών ασφαλείας του αλβανικού καθεστώτος και την απροθυμία του ντόπιου πληθυσμού να εμπλακεί σ’ επικίνδυνες περιπέτειες, αν όχι την ανοιχτή εχθρότητά του προς τα ακροδεξιά ενεργούμενα μιας ξένης επέμβασης που δικαίωνε την επίσημη προπαγάνδα.
Το πιστοποιούν κάποιες παραδοχές της ίδιας της CIA [1/3/3.5.54], αλλά και η πρόσφατη ανασύσταση των συνθηκών της εξόντωσης ενός πράκτορα της ελληνικής ΚΥΠ την ίδια εποχή (Stavrou 2008).
Παρά την προσπάθεια ν’ αποδοθούν -και εδώ- ευθύνες σε κάποιους διπλούς πράκτορες, Αλβανοαμερικανούς τούτη τη φορά, εξηγείται ταυτόχρονα ρητά πως η εξουδετέρωση του ΚΥΠατζή οφειλόταν σε απερισκεψίες και καταδόσεις συγγενών του, με τους οποίους αυτός είχε έρθει σε επαφή.
Η χαριστική βολή στο εγχείρημα δόθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1953, όταν ο ραδιοφωνικός σταθμός των Τιράνων ανακοίνωσε αναδρομικά την εξάρθρωση του πιο «πετυχημένου» σκέλους του [26/95/31.12.53].
Τα στελέχη της CIA διαπίστωσαν με οδυνηρή έκπληξη πως η ομάδα με το κωδικό όνομα «Μηλιά», που είχε διεισδύσει τον Μάιο του 1952 στην κεντρική Αλβανία κι έστελνε διαρκώς ενθαρρυντικές πληροφορίες ζητώντας ενισχύσεις και υλικά, στην πραγματικότητα βρισκόταν από πολύ νωρίς στα χέρια της Σιγκουρίμι, παραπλανώντας συστηματικά τους καθοδηγητές της [6/50/18.5.54].
Στην πανηγυρική δίκη που ακολούθησε στα Τίρανα τον Απρίλιο του 1954, ο πρότυπος κομάντο της «Επιχείρισης Διάβολος» (ένας παλιός χωροφύλακας ονόματι Χαμίτ Ματιάνι) περιέγραψε λεπτομερώς κάθε σχετική δραστηριότητά του, από τη στρατολόγησή του το 1949 από την ελληνική Διεύθυνση Υπηρεσιών Πληροφοριών (ΔΥΠΛ), «γιαγιά» της σημερινής ΕΥΠ, μέχρι τις κατοπινές αποστολές του στην Αλβανία για λογαριασμό της CIA [6/59/14.4.54].
Παρά τον γκροτέσκο χαρακτήρα των ομολογιών, το περιεχόμενό τους επιβεβαιώνεται πλήρως από το διαθέσιμο ελληνικό κι αμερικανικό αρχειακό υλικό.
Η κατάληξη ήταν επτά θανατικές καταδίκες και η δεκάχρονη κάθειρξη ενός ντόπιου συνεργού, που είχε υποθάλψει επί χρήμασι τους πράκτορες, δίχως να γνωρίζει επακριβώς τα σχέδιά τους [6/62/13.4.54].
Τα σχέδια της εισβολής
Ποια ήταν όμως ακριβώς αυτά τα σχέδια – στο επίπεδο, τουλάχιστον, των καθοδηγητικών επιτελείων;
Οι πράκτορες του ΜΙ6 και της CIA αδυνατούσαν να πυροδοτήσουν μια αυθεντική επανάσταση, προορίζονταν όμως να λειτουργήσουν σαν βιτρίνα για ένα στρατιωτικό πραξικόπημα φιλικών στελεχών του αλβανικού στρατού, το οποίο θα πυροδοτούσε η εισβολή του «Λόχου 4.000».
Το εξηγούν με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο τα πρακτικά μιας διάσκεψης της CIA και του MI6 που πραγματοποιήθηκε στις 22-24/10/1951 στη Ρώμη:
«Συμφωνήθηκε», διαβάζουμε, «πως η ανατροπή του παρόντος καθεστώτος στην Αλβανία δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εκ των ένδον από τον λαό αυτής της χώρας, δίχως κάποια μορφή εξωτερικής υποστήριξης. Συμφωνήθηκε ότι θα ήταν δυνατό η εξωτερική βοήθεια να συγκαλυφθεί σαν δράση προς υποστήριξη ενός εσωτερικού ξεσηκωμού. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε η δύναμη επέμβασης να μεταμφιεστεί σε μικρή ομάδα υποστήριξης μιας αυθόρμητης εσωτερικής επανάστασης» [18/98, σ. 6].
Τα επιμέρους στάδια αυτού του σχεδιασμού καταγράφονται αναλυτικά σ’ ένα «σχέδιο πρακτικών» της ίδιας διάσκεψης [18/95/22.10.51]:
(α) καλλιέργεια του εδάφους για μαζική αυτομόληση αλβανικών στρατιωτικών μονάδων
(β) ψυχολογική προετοιμασία με πολυήμερη μαζική ρίψη προκηρύξεων από αέρος
(γ) εισβολή τριών ομάδων των 300 ενόπλων μέσω Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας ή/και θαλάσσης, δημιουργία ισάριθμων «προγεφυρωμάτων» και κάλεσμα στον πληθυσμό και τον στρατό να εξεγερθούν
(δ) εφοδιασμός των «επαναστατών» από αέρος για δύο βδομάδες, περίπου, μέχρι την κατάληψη των Τιράνων.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για το μοντέλο επέμβασης που εφάρμοσε η CIA το 1954 στη Γουατεμάλα για την ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης Αρμπενς, που είχε εθνικοποιήσει τις φυτείες της πολυεθνικής United Fruit (νυν Chiquita).
Στην περίπτωση της Αλβανίας, καθοριστικός θεωρούνταν ο προκαταβολικός προσεταιρισμός στελεχών του στρατού που θα προσχωρούσαν με τις μονάδες τους στην «επανάσταση».
Στο εξής, οι διεισδύσεις έπρεπε να προσανατολιστούν στην επαφή με τέτοια «δυσαρεστημένα στοιχεία» [20/10/1.1952].
Τελικά, η εισβολή ματαιώθηκε με πρωτοβουλία του Φόρεϊν Οφις (1953), προκειμένου να μην επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο οι σχέσεις Ιταλίας - Γιουγκοσλαβίας, που βρίσκονταν ήδη επί ξυρού ακμής για το ζήτημα της Τεργέστης [26/54/1953].
Η παρηγοριά του «ψυχολογικού πολέμου»
Παρά τη ματαίωση της εισβολής, οι διεισδύσεις πρακτόρων της CIA θα συνεχιστούν μέχρι το 1955.
Οπως διαβάζουμε σε μεταγενέστερο υπηρεσιακό απολογισμό της, «σημαντικά χρηματικά ποσά καταναλώθηκαν με την προσδοκία πως η επίσημη πολιτική των ΗΠΑ και της Βρετανίας θα επέτρεπε τελικά να επιχειρηθεί ένα πραξικόπημα» [3/16/1960, σ. 3].
Το φιάσκο της «Μηλιάς» επέβαλε, βέβαια, μεγαλύτερη προσοχή στην επιλογή των πρακτόρων και, κυρίως, στενότερη επιτήρησή τους: πριν από κάθε αποστολή παρέχονται αναλυτικές οδηγίες για κάθε ενέργεια, ενώ την επάνοδό τους στην Ελλάδα (exfiltration) ακολουθούν εξαντλητικές ανακρίσεις (debriefing) και διασταυρώσεις καταθέσεων.
Οπως διαπιστώνουμε από τα λεπτομερέστατα σχετικά υλικά, οι διεισδύσεις της τελευταίας φάσης βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο σε στενά οικογενειακά δίκτυα – κυρίως αδέρφια των πρακτόρων που βολιδοσκοπούνταν ως δυνητικοί «πράκτορες», «σύνδεσμοι» και επικεφαλής μελλοντικών «πυρήνων αντιστάσεως».
Τα αποτελέσματα υπήρξαν απογοητευτικά: οι βολιδοσκοπούμενοι παρείχαν μεν συνήθως κάποια στοιχειώδη υπόθαλψη, υπακούοντας στις παραδοσιακές επιταγές της συγγενικής αλληλεγγύης, απέφευγαν όμως κατά κανόνα ν’ αναλάβουν παραπέρα δεσμεύσεις.
Η έμφαση θα δοθεί έτσι, σταδιακά, σε λιγότερο ριψοκίνδυνες πτυχές του προγράμματος: μαζική διασπορά αντικομμουνιστικών προκηρύξεων από αέρος (1.440.000 το 1950, 3.664.900 το 1951, 5.070.000 το 1952, 5.180.000 το 1953, 20.200.000 το 1954 και 25.600.000 το 1955)· σποραδικές προπαγανδιστικές ρίψεις καταναλωτικών αγαθών (σαπούνια, φάκελοι, υφάσματα, πινέζες, βελόνες, ξυραφάκια κ.λπ.) ως «δώρων» της NCFA προς τον λαό «της»· λειτουργία (σε ελληνικό έδαφος) του «παράνομου» ραδιοσταθμού «Φωνή της Ελεύθερης Αλβανίας», που εξέπεμπε καθημερινά από τις 18/9/1951.
Οι κοσμοϊστορικές εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και την ουγγρική επανάσταση του 1956, σε συνδυασμό με τις περικοπές δαπανών του αμερικανικού προϋπολογισμού, θα επιβάλουν τελικά στη CIA έναν δραστικό αναπροσανατολισμό.
Τον Απρίλιο του 1956 η NCFA ενημερώθηκε ξαφνικά για τον τερματισμό της χρηματοδότησής της, με το σκεπτικό πως είχε πλέον χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα στο εσωτερικό της Αλβανίας [3/13/10.5.56] και στις 28 Ιουνίου έκλεισε τα γραφεία της στη Ν. Υόρκη.
Τον Οκτώβριο του 1957 το Λάνγκλεϊ αποφάσισε τον οριστικό τερματισμό (από 31/1/1958) των «διεισδύσεων» στην Αλβανία, που έτσι κι αλλιώς είχαν πρακτικά σταματήσει [11/11/26.10.57].
Η απροκάλυπτα δε αντικομμουνιστική «Φωνή της Ελεύθερης Αλβανίας» αντικαταστάθηκε από έναν «εθνικο-κομμουνιστικό ραδιοσταθμό μαύρης προπαγάνδας», το «πατριωτικό»/αντισοβιετικό πρόγραμμα του οποίου επιμελούνταν για λογαριασμό της CIA ένας «πρώην κομμουνιστής διανοούμενος» [30/64/12.2.58].
Το επόμενο καλοκαίρι ο φάκελος OBOPUS θα κλείσει και τυπικά, με τη γραφειοκρατική διαβεβαίωση ότι «δεν υπάρχουν εκκρεμείς υποχρεώσεις ή δεσμεύσεις» της υπηρεσίας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση [2/56/28.7.58].
Οι «διπρόσωποι» και η «ψόφια γάτα»

Πολύ σπάνιες είναι οι ευκαιρίες που μας δίνονται να παρακολουθήσουμε εκ των ένδον ένα τέτοιο μαλλιοτράβηγμα μεταξύ «σύμμαχων» μυστικών υπηρεσιών, όπως αυτό ανάμεσα στη CIA και το βρετανικό MI6, όπως καταγράφεται στους φακέλους της Επιχείρησης FIEND/OBOPUS.
Πέρα από κάποιες φυσιολογικές διαφορές στις εκτιμήσεις (και τους συνακόλουθους επιθυμητούς ρυθμούς της διείσδυσης πρακτόρων, ρίψης προπαγανδιστικού υλικού κ.λπ.), η εικόνα που προκύπτει από την εσωτερική αλληλογραφία της CIA και τα πρακτικά των κατά καιρούς διασκέψεων των στελεχών της με τους συναδέλφους της του ΜΙ6 είναι αυτή ενός υπόγειου ανταγωνισμού για το πάνω χέρι στην επιχείρηση – και, κατ’ επέκταση, την ιδεατή αντικομμουνιστική Αλβανία του μέλλοντος.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιες ορατές διαπλοκές με συγκεκριμένα συμφέροντα, όπως στην περίπτωση της βρετανικής αντίθεσης στις εισηγήσεις της CIA για λήψη μέτρων σε βάρος μιας αγγλικής εταιρείας που συναλλασσόταν με το καθεστώς του Χότζα, αποτελούν όμως πολύ δευτερεύοντα επεισόδια του όλου σίριαλ.
Ηδη από τη διάσκεψη της Ρώμης (22-24/10/1951), το ΜΙ6 εκφράζει παράπονα για ανισότητα στην ανταλλαγή πληροφοριών, αλλά και την ανησυχία του για το ενδεχόμενο «ανταγωνισμού» μεταξύ των δύο υπηρεσιών «όσον αφορά τις στρατολογίες» [18/98/1951, σ. 7-9].
Στο πρώτο σκέλος είχε μάλλον δίκιο, όπως διαπιστώνουμε από το γεγονός ότι ακόμη και στον επίσημο απολογισμό της «Επιχείρησης Διάβολος» για το 1952 που του διαβίβασε η CIA, δύο από τις τέσσερις αποστολές της τελευταίας στην Αλβανία αποσιωπούνται εσκεμμένα [23/100/22.10.52].
Για το δεύτερο, πάλι, αρκετά εύγλωττες είναι οι αναμνήσεις των τότε πρακτόρων που κατέγραψε ο Μπέθελ, σχετικά με την έλξη της αμερικανικής αφθονίας μέσων και κονδυλίων, σε σύγκριση με τη βρετανική στενότητα πόρων.
Ως βασικό σημείο τριβής αναδείχθηκε, ωστόσο, το αμερικανικό αίτημα για διεύρυνση της «Εθνικής Επιτροπής για Ελεύθερη Αλβανία» (NCFA) ώστε να περιλάβει ακόμη και το «Ανεξάρτητο Εθνικό Μπλοκ» (ΒΚΙ), όπως μετονομάστικε το Φασιστικό Κόμμα Αλβανίας (Partia Fashiste e Shqipërisë) που είχε ιδρυθεί το 1939, μετά την κατάληψη της χώρας από τον Μουσολίνι, ως τοπικό παράρτημα του αντίστοιχου ιταλικού.
Κατά τη διάσκεψη της 12-13/3/1952 στο Λονδίνο, ο εκπρόσωπος του ΜΙ6 αντιτάχθηκε σ’ αυτό το σχέδιο, με το σκεπτικό ότι «το δωσίλογο μητρώο του ΒΚΙ παρέχει στο ραδιόφωνο των Τιράνων πρώτης τάξης προπαγανδιστικό υλικό για την κατασυκοφάντηση της NCFA ως συνόλου».
Πήρε την απάντηση πως «είναι λάθος να μαστιγώνουμε την ψόφια γάτα του φασισμού, ενώ η ζωντανή τίγρη του κομμουνισμού ξεσαλώνει σήμερα εκτός των συνόρων της» (Πρακτικά [20/88], σ. 6-7).
Ενάμιση χρόνο μετά, η CIA είναι αποφασισμένη να επιβάλει πάση θυσία τους ανθρώπους της.
Στην πρότασή της για την ημερήσια διάταξη της επόμενης διάσκεψης (Λονδίνο 21-22/10/1953) ξεκαθαρίζει χωρίς περιστροφές τους όρους του παιχνιδιού: η κατηγορία του δωσιλογισμού σε βάρος του ΒΚΙ, διαβάζουμε, «είναι αμφίβολο αν είχε ποτέ ιδιαίτερη ισχύ, εν όψει του γεγονότος ότι διάφορα επιφανή μέλη του Αγροτικού Κόμματος [δηλαδή του Balli Kombëtar] είναι επίσης κηλιδωμένα με δωσιλογισμό της μιας ή της άλλης μορφής».
Επιπλέον, αυτή η κατηγορία «έχει όλο και μικρότερη σημασία στο πέρασμα του χρόνου», καθώς «οι αντικομμουνιστές στο εσωτερικό της Αλβανίας αισθάνονται επειγόντως ότι κάθε άλλη σκέψη πρέπει να θεωρηθεί δευτερεύουσα μπροστά στην ανάγκη για ενότητα μεταξύ των εξόριστων ομάδων».
Θέση με την οποία η υπηρεσία σπεύδει, φυσικά, να δηλώσει τη συμφωνία της [26/38/5.10.53, σ. 1].
Εξίσου εύγλωττη είναι η περιγραφή των μεθόδων πειθάρχησης όσων Αλβανών διαφωνούσαν μ’ αυτό το άνοιγμα.
Οι τελευταίοι, διαβάζουμε, θα αποβληθούν από την Επιτροπή· θα δεχτούν τα συντονισμένα πυρά της προπαγάνδας της (δηλαδή της CIA)· «όλα τα επιδόματα και οι πληρωμές θα σταματήσουν και κάθε βοήθημα που καταβάλλεται στους οπαδούς τους στον Λόχο και στα λοιπά όργανα της NCFA θα σταματήσει».
Θα πρέπει δε να φροντίσουν ακόμη και για την προσωπική τους ασφάλεια, καθώς «η υποστήριξη της CIA και του ΜΙ6, που μέχρι τώρα τους προστάτευσε απέναντι στην ιταλική και την ελληνική αστυνομία, θα αρθεί» (όπ.π., σ. 2).
Η επιθετική αυτή τακτική επέβαλε τελικά τη διεύρυνση της NCFA, διατηρώντας στην προεδρία της τον (έτσι κι αλλιώς δωσίλογο) Χασάν Ντόστι, κατοχικό υπουργό Δικαιοσύνης το 1941-1943 [26/54/21-22.10.53, σ. 4-5].
Το μελάνι της απόφασης δεν είχε ωστόσο προλάβει να στεγνώσει όταν στο Λονδίνο οργανώθηκε εκδήλωση για την εθνική επέτειο της Αλβανίας (28/11/1953), όπου καταγγέλθηκε δημόσια η ενσωμάτωση «στοιχείων που επέφεραν τη φασιστική κατοχή της πατρίδας τους» [27/29/17.2.54].
Εξω φρενών, ο συντάκτης του σχετικού εγγράφου της CIA δεν διστάζει να καταγγείλει την αλβανική εμπλοκή του ΜΙ6 σαν «ένα διπρόσωπο πρόγραμμα», όπου «η φιλία και η οικονομική υποστήριξη της CIA» χρησιμοποιούνται προς όφελος των βρετανικών αποκλειστικά συμφερόντων.
Η υπηρεσία του, προειδοποιεί, «έχει φτάσει ώς εδώ με μια σχέση όπου η CIA βάζει όλα τα λεφτά, ενώ οι συνεργάτες τού ΜΙ6 προσπαθούν να σαμποτάρουν ενέργειες που αποβλέπουν στην απελευθέρωση της Αλβανίας, προκειμένου να δημιουργήσουν μιαν ατμόσφαιρα περισσότερο ευνοϊκή για μελλοντικές επιχειρήσεις του ΜΙ6».
Εκεί ακριβώς βρισκόταν, άλλωστε, το πραγματικό διακύβευμα.
Στη διεύρυνση της NCFA με τους καθαρόαιμους φασίστες, διαβάζουμε στις ενδοϋπηρεσιακές εκτιμήσεις της CIA για τη διάσκεψη της 23-25/7/1952 στην Αθήνα, «οι Βρετανοί βλέπουν τον κίνδυνο αύξησης του αμερικανικού γοήτρου και συνακόλουθης μείωσης του δικού τους» [22/60/23.7.52, σ. 7].
Δεκαπέντε μήνες μετά, ο επικεφαλής της CIA στη ΝΑ Ευρώπη τονίζει πάλι πως «οι Βρετανοί έχουν ωφεληθεί σημαντικά από πολλές αλβανικές δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται με αμερικανικά αποκλειστικά κονδύλια» [23/60/28.10.52].
Δικαιώνεται έτσι η εκτίμηση του Κιμ Φίλμπι, πως «ο ατέρμονος αγγλοαμερικανικός καβγάς» για το ζήτημα «μπορούσε να γίνει κατανοητός μόνο αν τον έβλεπε κανείς ως έναν διαγωνισμό που θα έκρινε αν οι Βρετανοί ή οι Αμερικανοί θα κυριαρχούσαν στην αντεπαναστατική κυβέρνηση. Αν αυτή ποτέ σχηματιζόταν» («My silent war», Ν. Υόρκη 1968, σ. 196).
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας