Μπορεί να καταλάγιασαν κάπως οι αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης μετά την ολοκλήρωση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών που οδήγησαν στην επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά η σχετική αντιπαράθεση άφησε βαθιά σημάδια στην κομματική διαμάχη. Στο επίκεντρο της κριτικής αυτής βρέθηκε η συμπεριφορά ορισμένων βουλευτών, οι οποίοι θεώρησαν ότι μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή όσα προβλέπει το Σύνταγμα στο άρθρο 60, ότι δηλαδή «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση».
Το γεγονός ότι σ’ αυτή την κορυφαία διαδικασία βρέθηκαν στο πλευρό της κυβερνητικής πλειοψηφίας βουλευτές που προέρχονταν από άλλα κόμματα, είτε της αντιπολίτευσης είτε της μέχρι τότε συμπολίτευσης, αντιμετωπίστηκε από τη Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. με ύβρεις για την «κυβέρνηση-κουρελού» και προσωπικές επιθέσεις στους βουλευτές, στους οποίους αποδόθηκαν τα επίθετα «γυρολόγοι», «αποστάτες», «εκβιαζόμενοι» κ.λπ.
Δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της στάσης αυτών των βουλευτών, αλλά θεωρήθηκε επίμεμπτο από «ηθική άποψη» το γεγονός ότι αποστασιοποιήθηκαν από τα κόμματά τους ή τους αρχηγούς τους, με οδυνηρές συνέπειες ακόμα και στην κοινοβουλευτική αναγνώριση των πολιτικών αυτών σχημάτων.
Μια δεύτερη κατηγορία που αποδίδεται στην κυβέρνηση είναι ότι συμμαχώντας με το κόμμα του Πάνου Καμμένου προσέφερε νομιμοποίηση σε ένα ακροδεξιό πολιτικό σχήμα μόνο και μόνο για να κατακτήσει την εξουσία και στη συνέχεια να παραμείνει γαντζωμένη σ’ αυτήν.
Οπως θα δούμε παρακάτω, κανένα από τα φαινόμενα αυτά δεν είναι καινούργιο. Για την ακρίβεια, υπάρχουν στην πρόσφατη ιστορία της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πάμπολλα παρόμοια παραδείγματα, τα οποία μάλιστα εκδηλώθηκαν σε όλες τις πτέρυγες της Βουλής και έπληξαν κατά καιρούς πολλούς αρχηγούς. Το παράδοξο είναι ότι, αντίθετα με όσα διαλαλεί η προπαγάνδα της αντιπολίτευσης, η σημερινή συγκυρία είναι ίσως η πρώτη κατά την οποία η κατηγορία περί «γυρολόγων» και «αποστατών» είναι εντελώς αβάσιμη.
Γιατί αντίθετα από ό,τι συνέβαινε μέχρι πριν από λίγα χρόνια, τα σημερινά πολιτικά κόμματα έχουν σημαδευτεί από την κρίση του πολιτικού συστήματος που συνοδεύει την οικονομική και κοινωνική κρίση, ενώ ορισμένα από αυτά είναι άμεσα δημιουργήματα αυτής της κρίσης.
Αυτός είναι ο λόγος που διαπιστώνουμε ότι έχουν συστεγαστεί στο ίδιο κόμμα ιδεολογικά αποκλίνουσες τάσεις και πρόσωπα με ποικίλες πολιτικές καταγωγές. Μόλις αποδυναμώθηκε η αρχική αιτία που προκάλεσε τη σύγκλισή τους (λ.χ. το μνημόνιο), είναι φυσικό να χαλαρώνουν και οι κομματικοί δεσμοί που τα συγκρότησαν.
Ασφαλώς όλες αυτές οι διαδικασίες επιταχύνονται από το δεδομένο ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι οριακή. Αλλά τότε είναι που δοκιμάζονται και ο βουλευτής και οι αρχές του.
Αδύναμα κόμματα, παντοδύναμοι αρχηγοί
Αυτό, λοιπόν, που συνέβη τις τελευταίες βδομάδες στη Βουλή ήταν ασφαλώς αξιοπρόσεκτο, αλλά δεν ήταν καθόλου πρωτοφανές. Το γεγονός ότι απέσυρε τη στήριξή του στην κυβέρνηση ο επί τέσσερα χρόνια συγκυβερνήτης δεν είναι κάτι που συμβαίνει πρώτη φορά. Ακόμα και η αμέσως προηγούμενη κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά απώλεσε το καλοκαίρι του 2013 τη στήριξη της ΔΗΜΑΡ, μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ, χωρίς να διανοηθεί κανείς να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα των σχετικών διαδικασιών.
Μπορεί να μη διαταράχθηκαν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η δεδηλωμένη, αλλά ανατράπηκε το θεμέλιο της συγκυβέρνησης των τριών κομμάτων, το οποίο εμφανιζόταν έως τότε ως οιονεί «οικουμενικό» σχήμα, με τα κόμματα να εκπροσωπούν τους χώρους της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς. Οσο για τους βουλευτές που διαφωνούν με το κόμμα τους ή απλώς δεν συντάσσονται με τους αρχηγούς τους, δεν είναι ούτε κι αυτό κάτι το νέο.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει σήμερα και μπορεί να χαρακτηριστεί καινούργιο φαινόμενο είναι ότι τα ίδια τα κόμματα μεταλλάσσονται κατά τις κατευθύνσεις που τους δίνουν οι αρχηγοί τους, ενώ τα στελέχη τους αδυνατούν να παρακολουθήσουν αυτή την πορεία, την ίδια ώρα που η βασική συνεκτική ύλη του κόμματος τείνει να εκλείψει.
Η στήριξη στην Ακροδεξιά
Μια από τις κατηγορίες που απευθύνουν σήμερα η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι επί τέσσερα χρόνια στηρίχτηκε στη συνεργασία ενός ακροδεξιού κόμματος, με ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Το αστείο είναι ότι αυτή η μομφή αποδίδεται με μεγαλύτερη ένταση κατόπιν εορτής, από τη στιγμή δηλαδή που διερράγη η συνεργασία και οι πρώην συνεργάτες μεταβλήθηκαν σε σκληρούς ανταγωνιστές. Ηταν μάλιστα τόσο εδραιωμένη η πεποίθηση της αντιπολίτευσης ότι ο δεσμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛΛ. και ειδικά μεταξύ Τσίπρα και Καμμένου είναι ακατάλυτος, ώστε σε μια πρώτη φάση επικράτησαν στην αντιπολίτευση δηλώσεις για συναινετικό αν όχι εικονικό πολιτικό διαζύγιο, παρερμηνεύοντας πλήρως τις εξελίξεις μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι ίδιοι ακριβώς που ειρωνεύονται και ψέγουν τον Αλέξη Τσίπρα για τη συμπόρευσή του με τον Πάνο Καμμένο κάνουν ότι ξεχνούν πως τα δικά τους κόμματα ήταν εκείνα που άνοιξαν την πόρτα της ελληνικής Ακροδεξιάς στην εξουσία, συγκροτώντας την τρικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου τον Νοέμβριο του 2011, με Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ. Μάλιστα ο ΛΑΟΣ διέθετε τότε μια πλήρη ακροδεξιά ατζέντα (εθνικισμός, ξενοφοβία, ρατσισμός, αντισημιτισμός, συνωμοσιολογία), ενώ οι ΑΝ.ΕΛΛ. είχαν προκύψει από διάσπαση της Ν.Δ., στην οποία έκαναν κριτική από τα… αριστερά.
Το κόμμα του Π. Καμμένου συμπύκνωνε το πολιτικό του πρόγραμμα στον «αντιμνημονιακό» αγώνα και έτσι βρέθηκαν σημεία σύγκλισης με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Βέβαια ο ίδιος ο κ. Καμμένος ανήκε στην ακροδεξιά πτέρυγα της Ν.Δ. και υπήρξε ομοϊδεάτης του Γ. Καρατζαφέρη στα ενδότερα της δεξιάς πολυκατοικίας. Αλλά το κόμμα του –όπως προέκυψε και τώρα με τη διάλυσή του– είχε δημιουργηθεί από ένα ευρύτερο πολιτικό χαρμάνι.
Ας προστεθεί εδώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε να καταφύγει στη συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛΛ. ελλείψει άλλου υποψήφιου συμμάχου μετά τις εκλογές του 2015, θεωρώντας μείζονα υποχρέωση την αντίσταση στα μνημόνια, αλλά δεν παραιτήθηκε από την προσπάθεια να θεσμοθετήσει ορισμένες κρίσιμες διατάξεις που αφορούν ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα, στα οποία αντιδρούσαν οι ΑΝ.ΕΛΛ.
Είναι το ίδιο που έκανε η Ν.Δ. του κ. Σαμαρά την περίοδο 2012-2013 με αντίστροφο βέβαια πολιτικό πρόσημο, όταν ο κ. Μπαλτάκος είχε αναλάβει να εξασφαλίζει την ψήφο της Χρυσής Αυγής στα νομοσχέδια που δεν συναινούσε το ΠΑΣΟΚ.
1980: Τα βάσανα του Εθνάρχη
Θα επιστρέψουμε πολύ πίσω, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν βρέθηκε στη δύσκολη θέση να κυβερνά με οριακή πλειοψηφία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιμετώπισε περιπτώσεις όπου του έλειπαν ψήφοι. Και εκείνο που έκανε ο ιδρυτής της Ν.Δ. ήταν απλό: συνέλεξε βουλευτές από άλλα κόμματα.
Αυτό συνέβη όταν αποφάσισε να μεταπηδήσει στην Προεδρία της Δημοκρατίας, το 1980. Είχε βέβαια προετοιμάσει το έδαφος αμέσως μετά τις εκλογές του 1977. Κατ’ αρχάς ενσωμάτωσε το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων και τους δύο βουλευτές του (Κων. Μητσοτάκη και Π. Βαρδινογιάννη), εξασφάλισε την προσχώρηση στη Ν.Δ. και άλλων στελεχών του Κέντρου (όπως ο πρώην γ.γ. της ΕΔΗΚ Μιχ. Παπακωνσταντίνου), αλλά έφτασε να οργανώσει και ειδική «εκδήλωση υποδοχής» στα γραφεία του κόμματος για τα στελέχη του Κέντρου που είχαν ήδη προσχωρήσει στη Δεξιά (26.1.1979).
Από τότε εφάρμοσε ο Καραμανλής –τον οποίο μιμήθηκε και ο Αν. Παπανδρέου– τη μέθοδο της «αμφίπλευρης διεύρυνσης», στρατολογώντας από την Ακροδεξιά και το Κέντρο τα απαραίτητα «κουκιά».
Οταν έφτασε η ώρα της εκλογής του νέου Προέδρου, ο Κ. Καραμανλής εξασφάλισε στην τρίτη ψηφοφορία τις απαιτούμενες 180 ψήφους. Εφτασε τις 183, αφού στις 174 της Ν.Δ. προστέθηκαν και οι ψήφοι ενός διαγραμμένου από το ΚΟΔΗΣΟ, ενός ανεξάρτητου, ενός βουλευτή της ΕΔΗΚ και τριών της φιλοχουντικής Εθνικής Παράταξης. Η πηγή τριών ακόμη ψήφων έμεινε αδιευκρίνιστη. Η οριακή εκλογή υποχρέωσε τον Κ. Καραμανλή να ψηφίσει και ο ίδιος, ενώ στις δύο ψηφοφορίες που προηγήθηκαν απείχε «για λόγους ευθιξίας».
Το ενδιαφέρον είναι ότι εναντίον του εκτοξεύτηκαν από την πλευρά της Ακροδεξιάς κατηγορίες για εκμετάλλευση «αποστατών» βουλευτών και για «νόθο αποτέλεσμα».
Το δημοσιογραφικό όργανο των νοσταλγών της δικτατορίας επιτέθηκε στον Καραμανλή με μια επιχειρηματολογία που μας φαίνεται εξαιρετικά επίκαιρη: «Οι 14 βουλευταί που ανέδειξαν τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας είναι αποσχισθέντες από τα κόμματά των και προσχωρήσαντες εις την Ν.Δ. ή ευθέως ή με τον αυτοχαρακτηρισμόν τους ως δήθεν ανεξαρτήτων. Οι βουλευταί αυτοί ουδέν αντιπροσωπεύουν. Επαυσαν να είναι εντεταλμένοι φορείς λαϊκής θελήσεως. Είναι σώματα πολιτικώς νεκρά. Με ωρισμένην σημαίαν τούς εψήφισεν ο λαός και άλλην αντίθετον σημαίαν εσήκωσαν εκείνοι εις το κοινοβούλιον. Μόνον αν επανεκλεγούν από τον λαόν θα αποκτήσουν πολιτικήν υπόστασιν. Τώρα δεν αντιπροσωπεύουν παρά τον εαυτόν τους. […] Ολα τα συμβαίνοντα γύρω από την εκλογήν του Ανωτάτου Αρχοντος είναι νόθα. Στερούνται πολιτικής νομιμότητος. […] Η χώρα ευρίσκεται τώρα εις πλήρη ανωμαλίαν με τον Καραμανλήν πρωτομάστορα και πρωτοϋπεύθυνον αυτής της εκτροπής» (άρθρο Σάββα Κωνσταντόπουλου, «Ελεύθερος Κόσμος», 6.5.1980).
1985: Τα έγχρωμα ψηφοδέλτια
Επειτα από λίγα χρόνια ήρθε η ώρα του ΠΑΣΟΚ να δοκιμαστεί στους οριακούς συσχετισμούς της επόμενης προεδρικής εκλογής. Την τελευταία στιγμή, στις 9.3.1985, ο Ανδρέας Παπανδρέου αναθεώρησε τη θέση του να προτείνει τον Κων. Καραμανλή για μια δεύτερη προεδρική θητεία και υπέδειξε ως υποψήφιο τον Χρήστο Σαρτζετάκη, ενώ έθεσε και ζήτημα αναθεώρησης του Συντάγματος και περιορισμού των προνομίων του Προέδρου.
Χολωμένος ο Καραμανλής έσπευσε να παραιτηθεί προτού ολοκληρωθεί η θητεία του και τον αντικατέστησε ο πρόεδρος της Βουλής Ι. Αλευράς. Ακολούθησε η προσπάθεια της Ν.Δ. να βρεθούν «αποστάτες» στο ΠΑΣΟΚ έτσι ώστε να μη συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες 180 ψήφοι για την εκλογή του νέου Προέδρου.
Οι τρεις ψηφοφορίες υπήρξαν επεισοδιακές, με τη Νέα Δημοκρατία να επιχειρεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της διαδικασίας απέχοντας από την εκλογή, ενώ ένας βουλευτής της έφτασε να «απαγάγει» και την κάλπη από τη δεύτερη συνεδρίαση της Βουλής.
Στο επίκεντρο της κριτικής της Νέας Δημοκρατίας βρέθηκε κυρίως το γεγονός ότι δεν έπρεπε να ψηφίσει ο Ι. Αλευράς, καθώς και το ότι υπήρξε παραβίαση της μυστικότητας της διαδικασίας με την εισαγωγή «εγχρώμων» ψηφοδελτίων. Από τη δική του πλευρά, το ΠΑΣΟΚ κατάγγειλε τη Ν.Δ. για προσπάθεια εκφοβισμού και χρηματισμού των βουλευτών, προκειμένου να «αποστατήσουν».
Τελικά ο Χρ. Σαρτζετάκης βγήκε με 180 ψήφους. Από τους 186 που ψήφισαν, ο Π. Κανελλόπουλος δήλωσε ότι ήταν εκείνος που ψήφισε λευκό, οι τρεις που είχαν διαγραφεί από το ΠΑΣΟΚ (Α. και Δ. Μπουλούκος και Δ. Χονδροκούκης) έγραψαν στα ψηφοδέλτιά τους «Αίσχος στο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα», «Οχι στον ολοκληρωτισμό» και «Ζήτω η Δημοκρατία», ενώ οι δύο άλλοι που έριξαν άκυρο έμειναν άγνωστοι, δηλητηριάζοντας κι άλλο το κλίμα στη Βουλή.
Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος μιλούσε για «επίορκους» βουλευτές, ενώ υπαινισσόταν ότι η ψήφος τους πουλήθηκε για 100 εκατ. δρχ. («Τα Νέα», 29.3.1985).
Η Ν.Δ. δεν αναγνώρισε την εκλογή Σαρτζετάκη, με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές στις 2.6.1985 με κλίμα ακραίας πόλωσης. Το ΠΑΣΟΚ τελικά κέρδισε τις εκλογές και εκ των υστέρων η Ν.Δ. αντελήφθη ότι «η εμμονή της στην καταγγελία της εκλογής Σαρτζετάκη λειτούργησε αρνητικά στην εκλογική της προσπάθεια, καθώς το ΠΑΣΟΚ καλλιέργησε έντεχνα και πέτυχε σε μεγάλο βαθμό να γίνει δεκτή η άποψη πως η επικράτηση της Ν.Δ. θα οδηγούσε τον τόπο σε θεσμική περιπέτεια» (Αγγελος Μπρατάκος, «Η ιστορία της Νέας Δημοκρατίας», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2002, σ. 407).
1990: 150 και να καίει
Η χώρα έζησε την πιο χαρακτηριστική περίπτωση οριακής ψήφου το 1989-1990. Χρειάστηκαν τρεις εκλογές ώσπου να καταφέρει η Ν.Δ. του Κων. Μητσοτάκη να κερδίσει αυτοδυναμία.
Προηγήθηκαν οι εκλογές της 18.6.1989, όπου η Ν.Δ. κατέλαβε 145 έδρες (και οδηγήθηκε σε συγκυβέρνηση με τον Συνασπισμό υπό τον Τζ. Τζαννετάκη), ακολούθησαν οι εκλογές της 5.11.1989, όπου η Ν.Δ. έφτασε τις 148 έδρες (και υποχρεώθηκε στην οικουμενική με ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμό υπό τον Ξ. Ζολώτα).
Στις 8.4.1990 τελικά η Ν.Δ. έφτασε τις 150 έδρες και δεν δυσκολεύτηκε να αποκτήσει και την απαιτούμενη 151η με τη στήριξη του μοναδικού βουλευτή που είχε εκλέξει η ΔΗΑΝΑ, του Θ. Κατσίκη.
Η συνεργασία Ν.Δ.-ΔΗΑΝΑ έγινε αρχικά χωρίς τριβές, με μοναδική παρατυπία ότι ο Κων. Μητσοτάκης την προεξόφλησε προτού συνεδριάσει η ηγεσία της ΔΗΑΝΑ. Τα πράγματα άλλαξαν λίγους μήνες αργότερα, όταν η Ν.Δ. χρειάστηκε άλλον έναν βουλευτή για να εξασφαλίσει πλειοψηφία στα θερινά τμήματα της Βουλής.
Το πρόβλημα λύθηκε με την προσχώρηση του Θ. Κατσίκη στη Ν.Δ., γεγονός που προκάλεσε την οξύτατη αντίδραση του προέδρου της ΔΗΑΝΑ Κωστή Στεφανόπουλου, ο οποίος μίλησε για «μέθοδο διαφθοράς και αποστασίας», με την οποία «απέκτησε η Ν.Δ. την πλειοψηφία στη Βουλή που δεν της έδωσε ο λαός» και κατάγγειλε τον Κων. Μητσοτάκη ότι «εξευτελίζει ολόκληρη την παράταξή του», ότι «δεν απαλλάσσεται από τις παλαιές χείριστες συνήθειες» και ότι μετήλθε «αχρεία πολιτική συναλλαγή».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, στο ίδιο κλίμα, δήλωσε ότι «η κυβέρνηση κέρδισε μια ψήφο και απώλεσε το κύρος και το ηθικό της. Δυστυχώς επανέρχονται οι οδυνηρές σκηνές του 1965, της αποστασίας, ενώ στήθηκε ένα σκηνικό που κατέβασε το επίπεδο του Κοινοβουλίου σε σημείο που ξεπερνά όλες τις αντισυνταγματικές ενέργειες που έγιναν μέχρι σήμερα».
Λίγο καιρό αργότερα, η κυβέρνηση απέκτησε και 152ο βουλευτή, μέσω της κατακύρωσης της έδρας της Κέρκυρας στη Ν.Δ. από το εκλογοδικείο. Το ΠΑΣΟΚ κατάγγειλε τη δικαστική απόφαση «που είχε προαναγγελθεί από τον κ. Μητσοτάκη και είχε προβλεφθεί και ο αριθμός των δικαστών που θα σχημάτιζαν την πλειοψηφία».
1993: Οι δέκα μικροί «Σαμαράδες»
Η πτώση της κυβέρνησης Κων. Μητσοτάκη υπήρξε εξίσου περιπετειώδης με τη συγκρότησή της. Είχε προηγηθεί η σύγκρουση του πρωθυπουργού με τον υπουργό Εξωτερικών Αντ. Σαμαρά, ο οποίος αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση στις 13.4.1992, στο περιθώριο της σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών για το Μακεδονικό με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κων. Καραμανλή.
Η σύγκρουση Σαμαρά-Μητσοτάκη δεν περιορίστηκε στη διαφωνία τους για τους χειρισμούς στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ενώ παράλληλα άρχισαν να αναπτύσσονται φυγόκεντρες τάσεις και από άλλους δελφίνους της Νέας Δημοκρατίας.
Ο Αντ. Σαμαράς ανακοίνωσε την ίδρυση της Πολιτικής Ανοιξης στις 30.6.1993. Από τον Σεπτέμβριο άρχισαν να αποχωρούν βουλευτές της Ν.Δ. και να προσχωρούν στο κόμμα Σαμαρά. Και ενώ κάποιοι απ’ αυτούς συνόδευσαν την αποχώρησή τους με παράδοση της βουλευτικής τους έδρας (Δ. Σταμάτης, Ν. Κλείτος, Β. Μαντζώρης, Α. Γεροντόπουλος), ο στενός συνεργάτης του Σαμαρά (και πρώην στέλεχος της Εθνικής Παράταξης) Στ. Στεφανόπουλος παρέμεινε βουλευτής και έτσι ο αριθμός της κυβερνητικής πλειοψηφίας μειώθηκε στο οριακό 151. Τελικά στις 9.9.1993 ανεξαρτητοποιήθηκε και ο Γ. Συμπιλίδης, οδηγώντας την κυβέρνηση σε πτώση.
Ο Τύπος της Ν.Δ. μίλησε τότε για εξαγορά των βουλευτών με 300 εκατ. δρχ., ενώ αργότερα ο Κων. Μητσοτάκης κατηγόρησε τον Αντ. Σαμαρά ότι έριξε την κυβέρνηση κατ’ εντολή μεγαλοεπιχειρηματιών.
Ενδιαφέρον έχει ότι οι «αποστασίες» από τη Ν.Δ. στην ΠΟΛ.ΑΝ. συνεχίστηκαν και μετά την πτώση της κυβέρνησης, με πιο χαρακτηριστική τη μεταπήδηση του βουλευτή Καλαϊτζίδη στις 20.4.1994, ο οποίος κατηγορήθηκε για «κατευθυνόμενη προδοσία» («Απογευματινή», 21.4.1994).
Για να έχει κανείς μια σύγκριση μεταξύ κυβερνήσεων που είχαν οριακή πλειοψηφία στη Βουλή και του τρόπου που τη χειρίστηκαν μπορεί να καταφύγει και πάλι στην επίσημη ιστορία της Ν.Δ.: «Οι εσωκομματικές εντάσεις και αναμετρήσεις περιόρισαν την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης της Ν.Δ. κατά την περίοδο 1990-1993. Η οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία κρατούσε ουσιαστικά την κυβέρνηση αιχμάλωτη της προσωπικής στρατηγικής κάθε βουλευτή και δεν της επέτρεπε να κινηθεί με άνεση, τόλμη και σταθερότητα. Ετσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναγκάστηκε να συμβιβαστεί ή να αναστείλει την εφαρμογή του προγράμματός της σε κρίσιμα θέματα (ονομασία FYROM, ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποκρατικοποιήσεις ΟΤΕ και ΔΕΗ κ.λπ.), στα οποία σήμερα αναγνωρίζεται ευρύτερα ότι είχε δίκιο» (Α. Μπρατάκος, ό.π., σ. 587-588).
Αυτή είναι η διαφορά της οριακής κυβερνητικής πλειοψηφίας του Κων. Μητσοτάκη με τη σημερινή του Αλέξη Τσίπρα. Προκειμένου να μην πέσει η κυβέρνησή του, ο τότε πρόεδρος της Ν.Δ. υποχώρησε σε όλα τα ζητήματα ουσίας, υιοθετώντας ακόμα και τις θέσεις του μισητού του αντιπάλου Αντ. Σαμαρά για το Μακεδονικό, ενώ ο σημερινός πρωθυπουργός δεν δίστασε να διακινδυνεύσει τη θέση του προκειμένου να υποστηρίξει το πρόγραμμά του, με αποκορύφωμα τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας