Αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρονιάς, σε σημείο που το να βρεις θέση για τη «Linda» της Βρετανίδας Πενέλοπε Σκίνερ στο θέατρο του Κολωνού αποτελεί πλέον κατόρθωμα. Στον χώρο της Λένορμαν συνωστίζονται οι θεατές (διέκρινα μια σαφή ποσόστωση υπέρ των -ήντα) για να παρακολουθήσουν ένα άψογα (Σκότη είναι αυτή...) καθοδηγημένο επιτελείο να παρουσιάζει την πτώση μιας γυναίκας, αν όχι συνηθισμένης τουλάχιστον αντιπροσωπευτικής για πολλές άλλες γυναίκες του δυτικού κόσμου. Θα δούμε αυτή τη Λίντα να διαβαίνει τα τελευταία βήματα του βίου της και να πέφτει από ψηλά, θα αναγνωρίσουμε σε αυτήν ίσως κάποιο τραγικό πρότυπο στις τελευταίες στιγμές της. Πρόκειται για πορεία που την έχουμε αναγνωρίσει παλαιότερα πολλές φορές σε μεγάλους ήρωες της παγκόσμιας δραματουργίας. Μόνο που εκείνοι ήταν άνδρες. Ενώ εδώ η ποιότητα του ήρωα, το κυρίαρχο γνώρισμά του, θα λέγαμε, είναι πως αυτός είναι Γυναίκα.
Είναι το τραγικό πρότυπο λοιπόν το καλούπι με το οποίο η Σκίνερ προσπάθησε να αποδώσει τις στιγμές της πτώσης μιας ηρωίδας της. Μόνο που για να καταλήξει κανείς σε αυτό δεν αρκεί το «καλούπι». Χρειάζεται η υποδήλωση της αναγκαιότητας, το είδος του πεπρωμένου, που σε συνάρτηση με την ελεύθερη βούληση θα προσδώσει στον ήρωα και την ιστορία του το ανάλογο μέγεθος, ύψος και περιεχόμενο. Αλλιώς, χωρίς τα ανάλογα ποιοτικά χαρακτηριστικά μια «τραγικοφανής» ιστορία γίνεται απλό καλούπι για μελόδραμα.
Η Λίντα είναι μια γυναίκα που κατόρθωσε πολλά στη ζωή της και, όπως μαθαίνουμε απολύτως, έφτασε ψηλά από μόνη της. Μόνη της ανέβηκε τα σκαλιά της εταιρείας καλλυντικών ώς τον ψηλότερο όροφο της εκτελεστικής εξουσίας. Μόνη της μεγάλωσε τα παιδιά της, μόνη της κρατάει το σπιτικό της καθαρό και την κουζίνα της μυρωδάτη, χώρια που ταυτόχρονα κρατάει τη σιλουέτα της σε επίπεδα πολύ καλύτερα από ό,τι θα περίμενε κανείς από μια γυναίκα της ηλικίας της.
Γιατί η Λίντα πάτησε πρόσφατα τα 55, στην ηλικία δηλαδή που σύμφωνα με σύγχρονες στατιστικές κατατάσσει έναν επαγγελματία στους «ηλικιωμένους». Και αν αυτό ισχύει μία φορά για τους άνδρες, για τις γυναίκες ισχύει διπλά. Ακόμη και μια γυναίκα τόσο δυναμική και χαρισματική όπως αυτή κινδυνεύει σε αυτή την ηλικία να γίνει «αόρατη». Αόρατη για το ανδρικό βλέμμα, αόρατη για τους συναδέλφους, αόρατη για όσους νεότερους την ακολουθούν. Κι αυτό για τη Λίντα, που δούλεψε όλη της τη ζωή ακριβώς για να γίνει «ορατή», σημαίνει κάτι παραπάνω από απόσυρση. Σημαίνει μια ήττα προσωπική και υπαρξιακή.
Η Λίντα αποτέλεσε επομένως μια ολοκληρωμένη γυναίκα, συνεπή τόσο στην εργασία όσο και στο σπιτικό της. Ομως, αν πιστεύει κάποιος πως μπορεί να φτάσει στην κορυφή του συστήματος χωρίς να θυσιάσει ένα μέρος του εαυτού του/της, είναι απλά γελασμένος. Η Λίντα μπόρεσε να προχωρήσει τόσο μπροστά στην πραγματικότητα γιατί ποτέ δεν σταμάτησε για να σκεφτεί ή να στρέψει το πρόσωπό της σε ό,τι άφηνε πίσω της. Και γι’ αυτό, ήρθε τώρα ο καιρός να πληρώσει το τίμημα.
Το τίμημα αφορά τη μια της κόρη, την Αλις, που γνώρισε στο παρελθόν μια απολύτως τραυματική εμπειρία, και μάλιστα τη στιγμή που έμοιαζε ικανή να ξεπεράσει τη μητέρα της σε χαρίσματα και δυναμισμό. Η μητέρα της, που θα περίμενε κανείς να την προστατέψει, ακολούθησε μια αμφίβολη στάση. Και το τραύμα όχι μόνο της αρχικής εμπειρίας της Αλις αλλά και της εγκατάλειψής της που ακολούθησε, τη συνοδεύει έκτοτε σαν δεύτερο δέρμα. Ουσιαστικά, η Αλις βρίσκεται χωμένη κάτω από την πατημασιά της μητέρας της προς την επιτυχία.
Σήμερα όμως τα πράγματα θα αλλάξουν. Και μάλιστα με ρυθμό που επιβάλλει το πεπρωμένο ή κάποια εξωτερική μοίρα. Σε ελάχιστο χρόνο η Λίντα θα γνωρίσει την ήττα και μάλιστα από μια λαμπερή συνάδελφο, που έχει την ηλικία της κόρης της. Θα συγκρουστεί για τις αξίες της με τον διευθυντή και το διοικητικό της συμβούλιο. Θα αποδεχθεί την επίθεση της κόρης της. Θα μάθει την απιστία του άνδρα της. Και θα φτάσει στο τέλος χαμηλά, τόσο χαμηλά ώστε να μη θυμάται πια πόσο ψηλά βρισκόταν λίγες στιγμές πριν.
Είναι πολλά όλα αυτά; Οπως είπαμε, το έργο της Σκίνερ διαθέτει τα στοιχεία μιας πλοκής και ενός προσώπου που θα μπορούσαν να συνθέσουν μια τραγωδία. Αλλά χωρίς τις ανάλογες δυνάμεις φτάνει να διαφεύγει τελικά στο μελόδραμα: στις απανωτές συμπτώσεις, στις ατυχείς συγκυρίες, στα απανωτά χτυπήματα της μοίρας, ακόμα και σε ένα ελάχιστα πιστευτό φινάλε. Δεν προκαλεί γι’ αυτό κάποιο βαθύ συναίσθημα, μια αίσθηση της ανθρώπινης ουσίας - προκαλεί ωστόσο μεγάλη συγκίνηση, ένταση και ενδιαφέρον.
Κι εφόσον παραμένει έργο γραμμένο από Βρετανίδα συγγραφέα, ακολουθεί όλους τους κανόνες της ορθής δραματουργίας, σαν σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Με σύντομες σκηνές, συχνή αλλαγή των «χαρτιών» για να αυξήσει το ενδιαφέρον, ωραία διαγραφή του οικογενειακού και επαγγελματικού περιβάλλοντος. Η Ελένη Σκότη το σκηνοθέτησε με την ικανότητά της να κρύβει τις ραφές της γραφής και να προβάλλει τα πρόσωπα του έργου σαν να αναβλύζουν από το γενικότερο περιβάλλον τους. Η σημαντικότερη δασκάλα που έχουμε σήμερα στο θέατρό μας σε ό,τι αφορά την ήπειρο του ρεαλιστικού θεάτρου καταθέτει ακόμη μία σπουδή στο πεδίο της. Ο μόνιμος συνεργάτης της, ο Γιώργος Χατζηνικολάου, ανέλαβε όπως πάντα τη σκηνογραφία, αφήνοντάς μας και πάλι κατάπληκτους στο πώς μπόρεσε να χωρέσει τόσους τόπους στο κουτί του Κολωνού. Δική του και η μετάφραση του έργου, δείγμα της διεργασίας που συντελείται στο θέατρο του Κολωνού ώστε οι λέξεις του θεατρικού να εμπλουτίζονται με την «αφή» τους επί σκηνής. Τα κοστούμια της Μαρίας Αναματερού είναι μια λιτή διαπίστωση της ικανότητάς της ως ενδυματολόγου να φανερώνει πολλά με λίγα και ουσιαστικά.
Αν με ρωτήσετε ωστόσο ποιος είναι ο βασικός παράγοντας της τόσης επιτυχίας του Κολωνού, θα στραφώ αλλού. Στην Κατερίνα Λέχου, που ερμηνεύει τη Λίντα Γουάιντ, ως ιδανική γυναίκα του νέου κόσμου, που κουβαλά μέχρι τέλους το δικό της μαρτύριο του Σίσυφου. Γιατί υπάρχει για το τέλος κι αυτό το σημείο προβληματισμού. Η Λίντα της Λέχου δεν είναι ακόμη μία από τις δυναμικές γυναίκες των πολυεθνικών. Είναι μια γυναίκα που ζήτησε να αλλάξει τον κόσμο, αλλάζοντας το μισό του ουρανού του. Ζήτησε ένα σύστημα που θα κατανοεί και θα σέβεται τις γυναίκες, πέρα από την καταναλωτική τους δύναμη. Η πτώση αυτής της Λίντα λοιπόν δεν είναι παρά η παραδοχή της αδυναμίας να αλλάξουμε τον κόσμο από έξω ή -ακόμη- από μέσα. Γι’ αυτό η ηθοποιός μπορεί να τσαλακωθεί και να επιστρέψει πίσω με τις ρωγμές και τα δώρα μιας νέας λάμψης.
Αντί να αλλάξουμε τον κόσμο, τον συνεχίζουμε ως έχει.... Στη θέση της Λίντα ανεβαίνει η αντίπαλός της, η Αμι -του είδους των σαρκοφάγων-, που την υποδύεται η Εριέττα Μανούρη. Εχει κι αυτή ασκηθεί να ζητάει πολλά, να διεκδικεί τα πάντα και να αποκτά το κάθε τι με όποιο μέσον, ακόμα και θυσιάζοντας την ψυχική της ισορροπία. Είναι ενδιαφέρον ότι η ηθοποιός την παρουσιάζει μέσα από μια υποκριτική που θυμίζει αδιόρατα τις οριοθετημένες τυπολογίες των σύγχρονων animation.
Οι δύο κόρες λειτουργούν συμπληρωματικά. Η μεγάλη, η Αλις, ενσαρκώνεται από τη Νεφέλη Κουρή τυλιγμένη στον προστατευτικό μανδύα της - ένα δίχτυ ασφαλείας. Ομως είναι φανερό πως η ανάπτυξη του ρόλου δεν χωράει στο έργο, ενώ η απότομη μεταβολή του στο τέλος μάς αφήνει με ερωτήματα. Στον άλλο ρόλο, της έφηβης κόρης της Λίντα, Μπρίτζετ, η Μαριέλλα Δουμπού παρουσιάζει μια κοπέλα που αναζητεί ταυτότητα στο ανδροκρατικό σύστημα, επιλέγοντας ως νέα ηθοποιός ανδρικούς αντί για γυναικείους ρόλους. Εχει ενδιαφέρον πώς ο μετα-φεμινισμός της οδηγείται σε κωμική αποτυχία: Το νόημα δεν είναι να χωρέσεις σε παλιά σχήματα, αλλά να αγωνιστείς ώστε να γεννηθούν σχήματα που θα σε υπολογίζουν.
Οι ανδρικοί ρόλοι είναι όλοι εξαιρετικά αδύναμοι - και είναι αλήθεια πως σε πολλά φεμινιστικά έργα οι άνδρες παρουσιάζονται με τρόπο τόσο προβληματικό ώστε απορείς πώς έφτασαν κάποτε να κυβερνούν τον κόσμο… Αποδίδονται ωστόσο καλά από τον Μιχάλη Μαρκάτη ως Νιλ, σύζυγο της Λίντα, και τον Βασίλη Καζή στον ρόλο του Λουκ, ενός φευγάτου μα και γοητευτικού επιβήτορα. Χωρίς αμφιβολία όμως είναι ο Αλκης Κούρκουλος που κερδίζει την παράσταση και μάλιστα μέσα από την οθόνη ως Ντέιβ, διευθυντής της Λίντα. Η σκέψη να τον βλέπουμε έτσι, εξ αποστάσεως, σαν από κάποιο θεολογείο της σύγχρονης τεχνολογίας, φανερώνει την απόσταση που μας χωρίζει από εκείνον.
Εχει πολλά ζητήματα το έργο της Σκίνερ, σε αφήνει όμως με ένα κρίσιμο ερώτημα. Υπάρχει στο πρόσωπό της Λίντα μια (έστω και άδηλη) τραγικότητα, που να συνδέεται συγκεκριμένα με τη γυναικεία υπόσταση; Αν ήταν άνδρας πόσο ελαφρύτερο θα ήταν το βάρος της; Δεν απαντάται ασφαλώς ένα τέτοιο ερώτημα τόσο απλά. Μα όσο το σκεφτόμαστε ας δούμε τις Γυναίκες να πέφτουν...
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας