Αν όχι για παράσταση, ο περίφημος «Φιάκας» του Δημοσθένη Μισιτζή, πολυδιαβασμένος και πλειστάκις ανεβασμένος από την πρώτη του εμφάνιση στο ελληνικό θέατρο, στα 1870, μέχρι τον Μεσοπόλεμο, προσφέρεται για σεμινάριο θεατρικής ιστορίας. Στο έργο αυτό της κοινωνικής σάτιρας από τον γεννημένο στη Σάμο, αλλά μεγαλωμένο στο περιβάλλον της Πόλης, δάσκαλο δεν βρίσκουμε μόνο την αιφνίδια έκλαμψη μιας δημιουργικότητας που δεν πρόκειται να δώσει τίποτα ανάλογο σε αξία στη συνέχεια. Βρίσκουμε ακόμη τις ρίζες μιας ελληνικότητας που εκφράζεται υβριδικά από την άποψη της γλώσσας, αλλά και μεικτά από τη μεριά της σκηνής. Μεταξύ διαφορετικών διαλέκτων και ιδιωμάτων και στο ενδιάμεσο του λαϊκού και ευρωπαϊκού θεάτρου, το σημαντικό είναι ότι ο «Φιάκας» άρεσε άμα τη εμφανίσει του, αλλά και σε κάθε του νέα εμφάνιση έκτοτε, φανερώνοντας έτσι πως είχε βρει τον δρόμο προς την ψυχή ενός νεόκοπου έθνους με τρόπο που άλλοι, πολύ πιο περισπούδαστοι θεράποντες της γλώσσας και του εθνικού δράματος, αδυνατούσαν να βρουν. Αυτό και μόνο αρκούσε για να χαρίσει στον συγγραφέα του τα εύσημα της ιθαγένειας και να του προσδώσει, ειδικά στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τα χαρακτηριστικά της γνήσιας και αυθεντικής κιβωτού της ελληνικότητας.
Εργα
Δεν είναι περίεργο επομένως που μια σειρά Ελλήνων σκηνοθετών θέλησαν να δοκιμάσουν τη δύναμή τους τραβώντας το δραματουργικό αυτό Eξκάλιμπερ από τον βράχο της λήθης -και αρκετοί είναι αυτοί που το κατάφεραν. Ανάμεσά τους, βασικός και μέγιστος εκπρόσωπος της γενιάς και σχολής του, ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, ως εισηγητής και διαμορφωτής του κύματος ανεβάσματος των έργων του νεοελληνικού κατωφλιού στη σκηνή των δεκαετιών του ’60, του ’70 και ’80.
Ανάμεσά σε αυτά αναδύθηκε βέβαια ξανά και ο «Φιάκας» του Μισιτζή, στη θρυλική παράσταση του Αμφι-Θεάτρου των αρχών του ’80, που αποδείκνυε ότι με την κατάλληλη διδασκαλία, με τη σωστή απόδοση του κειμένου, το ορθό χόρδισμα και τον ιδανικό τόνο των ερμηνειών, το κοινό, ναι, θα μπορούσε να καταλάβει τον «Φιάκα», να διασκεδάσει μαζί του, να τον παρακολουθήσει στις γλωσσικές του παλινδρομήσεις και, ναι, θα μπορούσε να γελάσει με αυτόν από την καρδιά του.
Η παραπάνω εισαγωγή προσφέρεται για να περιγράψει το βάθρο πάνω στο οποίο οφείλουμε να θέσουμε τη διασκευή του «Φιάκα» από τους Γιωργή Τσουρή και Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο στο θέατρο «Πτι Παλαί». Το ανέβασμα του «Φιάκα», -έστω και σαν ελεύθερη διασκευή, όπως συμβαίνει εδώ-, με τρόπο που να γεμίζει ένα ευρύχωρο θέατρο σαν αυτό με ενθουσιασμό και άπλετο χειροκρότημα είναι σήμερα κάτι σπουδαιότερο από μια ακόμη «επιτυχημένη» σκηνική απόπειρα. Είναι η απάντηση της νέας γενιάς του θεάτρου μας στο παλαιό εκείνο στοίχημα που παρέλαβε από τους προηγούμενους. Ομοια όπως τα έργα δένονται το ένα με το άλλο σε αλυσίδα συνεχή και αδιάρρηκτη, έτσι και τα ανεβάσματά τους μπορούν να γίνουν κρίκοι συνέχειας, μιας παράδοσης που αφορά τη σκηνική γλώσσα, τη θεατρική έκφραση, την οφειλή και τα δάνεια.
Αυτό που πέτυχαν οι δύο σκηνοθέτες ήταν πως αντιμετώπισαν το έργο σαν το παλιό λυχνάρι που με το κατάλληλο χειρισμό θα αποκαλύψει το πνεύμα εντός του. Πρόκειται για το «πνεύμα» που κατοικεί και στον «Φιάκα», με διάφορα ονόματα. Ας πούμε σαν εναντίωση στους τρόπους, τα φερσίματα, τα σουλούπια των αστών της ημετέρας Ανατολής, ειδικά των κορασίδων που σύμφωνα με το αυστηρό μάτι των ηθογράφων του 19ου αιώνα είχαν προσηλωθεί στην ανάγνωση των διασπαστικών και ελάχιστα ηθικοπλαστικών ρομάντζων της Εσπερίας.
Ο «Φιάκας» όμως που ανεβαίνει στο Παγκράτι αποκτά και ένα άλλο νόημα, πιο σύγχρονο: το θέμα της εξαπάτησης και απώλειας του «κέντρου», τη διασπορά του εαυτού που καταλήγει στην εξάντληση και φυγή κάθε καλού. Εδώ, στο «Πτι Παλαί», ο Βαρόνος Φ. δεν δρα μόνος του αλλά σαν το νήμα μιας κοινωνίας που στηρίζεται στην απάτη, την κλεψιά και το ψέμα, - μέχρι που κάποια στιγμή εξαπατάται και ο ίδιος από την όμορφη Ευανθία, που κοιτάει και αυτή το θύμα της με την ίδια υστεροβουλία. Το κοινωνικό σύμπτωμα του αρχικού κειμένου εδώ αναδύεται, διευρύνεται και αποκτά μια επίκαιρη νοηματοδότηση πολιτικού χαρακτήρα. Μπλέκεται γι’ αυτό με τη μετα-μπρεχτική απόδοση, τη ζωντανή μουσική (που είναι συνάμα σχολιαστική και ευρωπαϊκή) και το σπάσιμο του τοίχου προς όφελος της αμεσότητας. Ακόμα και ο ανατολίτης υπηρέτης του βαρόνου, ο Γιάννης, αποκτά μπροστά μας διπλή όψη που παραπέμπει από τη μια στον Καραγκιόζη και από την άλλη στον Σαρλό. Δεν απουσιάζουν ακόμη τα κατ’ ιδίαν προς το κοινό τραγούδια της παράστασης (σε στίχους της σκηνοθετικής δυάδας) που στρέφουν κι αυτά τη σάτιρα προς τον δημόσιο χώρο.
Αυτά ζητάει η εποχή μας από τον σημερινό «Φιάκα» και αυτά εκείνος της αντιγυρίζει. Αυτά του δίνουν πυρήνα, μήνυμα και στόχο. Μα με όλη τη σημασία τους, στα στοιχεία αυτά δεν βρίσκεται η επιτυχία της προσπάθειας. Η επιτυχία βρίσκεται στην πύκνωση της ενέργειας που διαρρέει το νεανικό μας θέατρο εν γένει. Ο «Βαρόνος Φ.» είναι από μόνος του επίτευγμα αυτής της γενιάς. Που καθώς φαίνεται και παρά τις κατά καιρούς καταστροφολογίες είναι σε θέση να διαβάσει ένα ελληνικό κείμενο γραμμένο σε μεικτή δημώδη και αρχαΐζουσα, να το κινήσει σκηνικά και να το περάσει στους σημερινούς θεατές, κάθε μάλιστα ηλικίας. Ο «Βαρόνος Φ.» είναι μια παράσταση έμπλεη ενθουσιασμού και δαιμονίου, κεφιού και δεξιοτεχνίας. Και αυτά όλα, παρακαλώ, κάτω από το καπάκι μιας «δήθεν» πρόχειρης παρουσίασης ενός «δήθεν» απλοϊκού έργου...
Πρωτοβουλία
Αξίζουν λοιπόν συγχαρητήρια στους διασκευαστές και σκηνοθέτες του «Φιάκα» για την πρωτοβουλία τους και το αποτέλεσμα της απόπειρας. Μα βιάζομαι να στρέψω τον ενθουσιασμό και τον έπαινο στους ηθοποιούς -γιατί πάντα στη δική τους παρουσία αναγνωρίζεται το γνήσιο και ελληνικό. Στον βαρόνο Φ. καταρχάς του Θάνου Τοκάκη, με το εξωτερικό χτίσιμο του Γκόγκολ και τη μέσα κούραση του παλιάτσου. Στην Ευανθία της Ηρώς Μπέζου παραδίπλα, ενζενί υπερ-χαριτωμένη, που κρύβει στην επιτήδευση τα νύχια της πονηριάς της. Στον Γιάννη του Γιωργή Τσουρή έπειτα, που όπως είπαμε ακροβατεί μεταξύ παραδόσεων, γεμίζοντας με την αύρα του τους αρμούς της κωμωδίας. Στη θαυμάσια κοκόνα Φρόσω της Ευαγγελίας Καρακατσάνη, που δείχνει το πώς μπορεί ένας ρόλος να είναι ταυτόχρονα κωμικός και στιβαρός. Και βέβαια, σαν επιστέγασμα, στον Καζαμία του Θανάση Δόβρη, που αποκαλύπτει τις οφειλές του στους κωμικούς τύπους του «μάγκα». Σε ένα μικρό ρόλο, του Πατέρα Σώτου, εμφανίζεται ο καλός μουσικός Yoel Soto. Σε μεγάλα κέφια η μουσική του Νίκου Γαλενιανού, η κίνηση της Σεσίλ Μικρούτσικου και τα κοστούμια της Αλέγιας Παπαγεωργίου. Ακόμα και οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα συμβάλουν στη δημιουργία ενός διπλού «παταριού», ικανού να χωρέσει το θέατρο αγκαλιά με την πραγματικότητα.
Από όπου και να το πιάσει κανείς πρόκειται για παράσταση που σέβεται την ιστορία, το έργο και την παράδοσή της. Και μάλιστα όχι αμυνόμενη αλλά επιτιθέμενη σε αυτά με τη ζωντάνια, το κέφι και το ταλέντο της.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας