Μια πρώτη δικαιολογημένη αντίδραση θα μπορούσε βέβαια να είναι η ειλικρινής έκπληξη. Πού το ξέθαψε το παλιό αυτό μελόδραμα του Μόλναρ ο Θωμάς Μοσχόπουλος, πώς και σύστησε το «Λίλιομ» στην παρέα των «κακών αγοριών» της «Πόρτας», πώς και τόλμησε να δώσει πνοή σήμερα στο μελόδραμα του 1909;
Είναι μια παλιά επιτυχία του λεγόμενου –τότε– αυστροουγγρικού θεάτρου, μεγάλο κεφάλαιο της θεατρικής ιστορίας και ενός κόσμου –θεατρικού και μη– που δεν εντοπίζεται πια στον χάρτη. Είναι επίσης μια μεγάλη κατάθεση ενός συγκεκριμένου αστικού θεάτρου –του βουλεβάρτου– και του τρόπου που εκπροσωπήθηκε στα καθ’ ημάς από τον φοβερό και τρομερό παλιό του θιασώτη, τον Κώστα Μουσούρη. Ο «Λίλιομ» υπήρξε μια κατάκτηση του ’50 για το ελληνικό θέατρο και μια επίδειξη ευελιξίας και δυνατότητας γι’ αυτόν τον πανέξυπνο άνθρωπο, τον εκπρόσωπο ενός θεάτρου του χρυσού κανόνα και της μέσης λύσης του «τόσο... όσο», που πάντα θρέφει το αστικό θέατρο.
Δείτε, για παράδειγμα, τον Λίλιομ. Είναι τόσο ρομαντικός όσο αντέχει η πατερναλιστική οπτική με την οποία βλέπουμε τους φτωχούς. Τόσο κυνικός όσο να μην καταντά ενοχλητικός στην ηθική μας. Τόσο επικίνδυνος όσο να μη χαλάμε τον ύπνο μας. Και τόσο γοητευτικός όσο να μην αναστατώνεται η ησυχία μας. Και από την άλλη, το «Λίλιομ» έχει όλα τα προτερήματα του μελοδράματος, το οποίο είμαι έτοιμος να δεχτώ πως τελικά δεν αποτελεί «είδος», αλλά ένα είδος θεατρικής σος με την οποία συνοδεύεται –συχνά μάλιστα κρύβεται από κάτω– το καθαυτό έδεσμα.
Εδώ έχουμε στο πιάτο όλα τα υλικά με τα οποία συντέθηκε το θέατρο των αρχών του αιώνα, σερβιρισμένα με πολύ τακτ: ρεαλισμός, νατουραλισμός στις άκρες, πολιτική σκέψη, βιαστικός προβληματισμός για τον προλετάριο, άντε και για τους Εβραίους, δίπλα σε παραμυθόδραμα, αλληγορία, θεατρικαλισμό και βάλε. Επίτευγμα; Ασφαλώς. Το ότι καταφέρνει ο Μόλναρ να τα δέσει όλα αυτά στην ίδια συνταγή είναι δείγμα της απίστευτης ικανότητας αυτής της θεατρικής πιάτσας (στην οποία ανήκουν και πολλοί δικοί μας του εμπορικού θεάτρου, της φαρσοκωμωδίας και του μελό) στο να φτιάχνει πανοράματα με τη γοητεία και την ελαστικότητα που ζητά το μέσο κοινό του μέσου θεάτρου, της μέσης οδού.
Μη ζητάμε λοιπόν από τον «Λίλιομ» το βάθος που δεν έχει. Ενας αλητάκος είναι, το λεγόμενο μούτρο που στην ουγγρική αργκό λέγεται «λίλιομ», που κάνει τον κράχτη σε καρουζέλ της Βουδαπέστης και τον ευκαιριακό εραστή σε όσες ζητούν να γραπωθούν από το ελαφρολαϊκό σεξαπίλ του. Θα προκαλέσει όμως τον έρωτα σε μια υπηρέτρια, και με αυτή θα προσγειωθεί στις ανάγκες της αληθινής ζωής. Επειδή όμως είναι και παραμένει «μούτρο», γρήγορα θα μπλέξει σε μια παρωδία ληστείας με στόχο τα χρήματα και την εξασφάλιση του ονείρου. Εις μάτην. Τα σχέδια οδηγούνται σε φιάσκο και ο Λίλιομ για να αποφύγει τη σύλληψη, αυτοκτονεί. Δυστυχώς όμως τα βάσανά του δεν τελειώνουν, φαίνεται, εκεί. Υπάρχει και το… Επέκεινα, όπου ο αλητάκος μας ανακρίνεται και καταδικάζεται σε δεκάξι χρόνια καθαρτηρίου – συν την υποχρέωση επιστροφής του στη γη για να επιτελέσει μια καλή πράξη για τους δικούς του. Μα ούτε και αυτό δεν είναι εύκολο. Δεκάξι χρόνια μετά, ο ενσαρκωθείς σε ζητιάνο Λίλιομ θα ζητήσει για ακόμη μια φορά να κάνει κάτι καλό και για ακόμη μια φορά θα αποτύχει. Θα μείνει στη μνήμη των αγαπημένων του όχι σαν «καλός», αλλά σαν κάποιος που δεν μπόρεσε να ψηλαφίσει ό,τι άγγιζε.
Εχω λοιπόν την εντύπωση ότι αυτό που βλέπουμε στην «Πόρτα» ανήκει μόνο κατά το ήμισυ στον αρχικό δημιουργό του, Μόλναρ. Το δεύτερο και σημαντικότερο μισό είναι του διασκευαστή και σκηνοθέτη (εδώ οι έννοιες σε ομοούσια δυάδα) Θωμά Μοσχόπουλου, ο οποίος έκοψε και έραψε, άλλαξε το ήθος της γλώσσας, έντυσε τους ήρωες με το ύφος του ονειροδράματος (με τη συμμετοχή της ατμοσφαιρικής μουσικής του Κορνήλιου Σελαμσή). Ο ίδιος λέει ότι ξεχώρισε το έργο γιατί αντιστέκεται στον σημερινό κυνισμό με την πίστη του σε σταθερές αξίες. Εγώ, από τη μεριά μου, είδα το αντίθετο. Ο Λίλιομ της «Πόρτας» διακρίνεται ακριβώς για τον κυνισμό του, το σκωπτικό χιούμορ που εξαπλώνεται από το στραβό χαμόγελο του κεντρικού χαρακτήρα προς τον κόσμο όλο, και τον εδώ και τον «άλλον». Τίποτα για τον Λίλιομ δεν είναι σοβαρό –και αυτό είναι ίσως η πιο σοβαρή διαπίστωση που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν. Είναι ένας χαρακτήρας χαμένος στην επιπολαιότητα, τη φτηνή λάμψη του καρουζέλ, ένας άνθρωπος χωρίς βάρος, πέραν της μιας βραδιάς.
Πέραν τούτου, ουδέν. Και, μάλιστα, καλύτερα να μην το πάρουμε πολύ στα σοβαρά το έργο, γιατί τότε θα αρχίσουμε να έχουμε και άλλα ζητήματα, φεμινιστικής φύσης, τα οποία θα μου επιτραπεί προς το παρόν να αντιπαρέλθω, θεωρώντας τα κάπως σοβαροφανή για το συγκεκριμένο βουλεβάρτο.
Λαμπερές ερμηνείες
Μένω όμως για ακόμη μια φορά άφωνος με τη δεξιότητα του Μοσχόπουλου. Ηταν θαυμάσιο που μας κέρδισε με τον Φο και τον Ιονέσκο. Αλλά και με τον Μόλναρ; Μου φαίνεται ότι αυτό που επιδιώκει είναι να αναμετρηθεί στον στίβο του αληθινού αθλήματος με εκείνο που κάνει θαυμαστό το ευτελές. Μήπως αυτή δεν είναι άλλωστε η εξαπάτηση του μελοδράματος; Ρυθμός, χάρη και συναίσθημα, νεανίζουσα ελευθεριότητα, σκηνικά ευρήματα που θέλουν να μένει περιθώριο στον ηθοποιό για αποστασιοποίηση και στον θεατή για προσωπική σκέψη πάνω στα πράγματα. Και βέβαια η γοητεία ενός θεάτρου που αναδημιουργεί τον εαυτό του – γοητεία για την οποία ο Μοσχόπουλος μπορεί να νιώθει περήφανος και αυτή τη φορά.
Οι ηθοποιοί του –η ομάδα του– είναι και πάλι σπουδαίοι. Ο Λίλιομ του Γιώργου Χρυσοστόμου βγάζει την αντιηρωική, αφηρημένη επανάσταση του διαρκώς έφηβου. Γήινη, αποφασισμένη, αντιστικτική δίπλα του η Αννα Καλαϊτζίδου. Το δίπολο πλαισιώνει η αρχοντορεμπέτικη ερμηνεία της Φιλαρέτης Κομνηνού (σαν Μαντάμ Μουσκάτ) και η θαυμάσια ενζενί Εμιλυ Κολιανδρή (σαν Μαρί). Το διόλου περίεργο είναι πως για ακόμη μια παράσταση του Μοσχόπουλου η λάμψη κρύβεται στη μεταμόρφωση: γι’ αυτό διακρίνονται η Κίττυ Παϊταζόγλου, ο Σωκράτης Πατσίκας και ο Γιάννης Κλίνης στα πρόσωπα και προσωπεία που δημιουργούν. Πολύ καλοί σαν αστυνομικοί ο Λευτέρης Βασιλάκης και ο Ηλίας Μουλάς.
Είναι ο Λίλιομ που μας συγκινεί στο θέατρο, ή μήπως είναι το θέατρο που μας συγκινεί στον Λίλιομ; Νομίζω, το δεύτερο. Κι είναι αυτό η μεγάλη ανακάλυψη, η αληθινή επιτυχία της «Πόρτας».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας