Το «Fury» του Ντέιβιντ Αγερ, με έναν εξαιρετικό Μπραντ Πιτ, μας ξαναγυρνά στα κλασικά πολεμικά αμερικανικά δράματα του ’50. Ενώ η ταινία «The Hunger Games: Επανάσταση Μέρος 1» χάρη στην ερμηνεία της Τζένιφερ Λόρενς και το σενάριο των Ντάνι Στρονγκ και Πίτερ Κρεγκ, γίνεται ειλικρινά συγκινητική.
Fury
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Αγερ
Παίζουν: Μπραντ Πιτ, Σάια ΛαΜπεφ, Λόγκαν Λέρμαν, Μάικλ Πένια, Τζον Μπέρνθαλ, Τζιμ Πάρακ, Μπραντ Γουίλιαμ Χένκε, Τζέισον Αϊζακς, Αλίσια φον Ρίτμπεργκ
Το 1945, όταν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κοντεύει στο τέλος του υπέρ των Συμμάχων, Αμερικανοί στρατιώτες –και, συγκεκριμένα, ένα τανκ επανδρωμένο με 5 κουρασμένους πολεμιστές– αναγκάζονται να κατακτήσουν τις γερμανικές περιοχές στον δρόμο για το Μόναχο, σε μια Γερμανία που πνέει τα λοίσθια, αλλά δεν το βάζει κάτω, εκμεταλλευόμενη και την τεχνική υπεροχή της. Ο Wardaddy, κυβερνήτης του τανκ, παλεύει να κρατήσει ζωντανούς τους άντρες του και, ταυτόχρονα, να διασώσει την ψυχική του ισορροπία, εγκλωβισμένος σ’ έναν πόλεμο που μοιάζει πια ακατανόητος.
Ο Ντέιβιντ Αγερ, σκηνοθέτης παραδοσιακά «αγορίστικων» ταινιών, σαν το θαυμάσιο «End of Watch» και το αξιοθρήνητο «Sabotage», κάνει τη μακράν καλύτερη ταινία του ώς τώρα, ένα κλασικών αρχών πολεμικό δράμα, στην παράδοση των αμερικανικών ταινιών που κατέκλυζαν τη δεκαετία του ’50 και σιγά σιγά χάθηκαν στην αλλαγή των ενδιαφερόντων του κοινού.
Το «Fury» δεν έχει καμιά οργή ή αδρεναλίνη, αντίθετα είναι υπέροχα γεμάτο με τη μελαγχολία και την πικρία ισοπεδωμένων τοπίων, ανώνυμων πτωμάτων, φιλοσοφικής ματαιότητας. Οι άντρες είναι σκληροτράχηλοι και, βαθιά μέσα τους, ευαίσθητα αγόρια, η φωτογραφία του Ρόμαν Βασιάνοφ κρατά τους τόνους στο γκρι της αποτεφρωμένης γης και το χακί των στολών, ο ρεαλισμός κρατά τα μάτια ανοιχτά στη ρουτίνα της βίας και τον εκμηδενισμό της ανθρώπινης ζωής. Ολη αυτή η αριστοτεχνικά στημένη, στιβαρή αντιπολεμική πρόθεση «μπολιάζεται» προς το φινάλε με το αναπόφευκτο πυροτέχνημα αμερικανικού ηρωισμού, που είναι και το πιο αδύναμο, μπανάλ κομμάτι της ταινίας. Αντίθετα, τις κλασικές καταβολές της απογειώνουν εξαιρετικές αντρικές ερμηνείες, με πρωτοστάτη τον Μπραντ Πιτ, αλλά και την «ομάδα» του, που στις δύο ώρες και κάτι του φιλμ στήνουν αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, προκαλούν τη συμπάθεια και κάνουν τη φρίκη της εμπόλεμης κατάστασης πειστική και ρεαλιστική.
The Hunger Games: Επανάσταση Μέρος 1
Σκηνοθεσία: Φράνσις Λόρενς
Παίζουν: Τζένιφερ Λόρενς, Τζος Χάτσερσον, Λίαμ Χέμσγουερθ, Γούντι Χάρελσον, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, Τζούλιαν Μουρ, Ελίζαμπεθ Μπανκς
Η Κάτνις Εβερντιν ξυπνά στα βάθη της Περιοχής 13, του τομέα που νόμιζε ότι είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Εκεί, μέσα στην αυστηρή πειθαρχία που επιβάλλει η Πρόεδρος Κόιν, στήνεται η Επανάσταση, της οποίας το αγωνιστικό πρόσωπο καλείται να γίνει η Κάτνις. Την ίδια ώρα, ο Πίτα βρίσκεται στην Κάπιτολ (με τη θέλησή του ή όχι, άγνωστο) και η Κάτνις προσπαθεί από τη μια να τον διασώσει κι από την άλλη να τιθασεύσει τη σκέψη της, τη βαθιά κατάθλιψή της, την επιθυμία της να κάνει το καλό, να διαχειριστεί τη σχέση της με την οικογένειά της και τον Γκέιλ και να ενσαρκώσει το έμβλημα που οι υπόλοιποι θεωρούν ότι ήδη είναι.
Ο Φράνσις Λόρενς, σκηνοθέτης και του προηγούμενου, δεύτερου μέρους του «Hunger Games», δίνει συνέχεια στην ιστορία της νεαρής ηρωίδας με τη σοβαρότητα, την αγωνία και τον συναισθηματισμό που της αρμόζει, υπερβαίνοντας και τις όποιες αδυναμίες αυτού του μέρους των μυθιστορημάτων της Σούζαν Κόλινς. Η αρένα των «αγώνων πείνας» έχει, πια, εξαφανιστεί και η δράση εκτυλίσσεται σ’ ένα έντονα πολιτικό (επιδερμικό μεν, αποτελεσματικό δε) περιβάλλον, καθώς η σύγκρουση της εξουσίας της Κάπιτολ με τις χιλιάδες καταπιεσμένου λαού της Πάνεμ κοντεύει να ξεσπάσει. Μαζί έχουν εξαφανιστεί και τα υπέροχα φαντεζί ρούχα και σκηνικά και το χαριτωμένο χιούμορ, δίνοντας τη θέση τους σ’ έναν σκοτεινό, ακτιβιστικό, τελολογικό κόσμο, σαν φουτουριστικό Κεν Λόουτς, που λειτουργεί εκπληκτικά.
Ακόμα περισσότερο κι από αυτή την επιτυχημένη ατμόσφαιρα και το διαρκές υπόγειο σασπένς, η ταινία, κυρίως χάρη στην ερμηνεία της Τζένιφερ Λόρενς και το σενάριο των Ντάνι Στρονγκ και Πίτερ Κρεγκ, γίνεται ειλικρινά συγκινητική, σε σημείο χαρτομάντιλου. Με τον ίδιο τρόπο και οι υπόλοιποι ηθοποιοί προσεγγίζουν τους δεύτερους ρόλους τους με σεβασμό και περιεχόμενο, από τον Λίαμ Χέμσγουερθ, μέχρι το ηγετικό δίδυμο Τζούλιαν Μουρ - Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν (τον οποίο θα δούμε λίγο ακόμα στην 4η και τελευταία ταινία, το 2015) και, φυσικά, τον πάντα απολαυστικό Γούντι Χάρελσον. Εχοντας αγκαλιάσει την όλο και πιο σκυθρωπή πορεία της ιστορίας προς το φινάλε της, ο Λόρενς κάνει, αυτή τη φορά, μια ταινία ατμοσφαιρική και έντονη, που οδηγεί το saga στο πιο αξιόλογο κεφάλαιο της ενότητας «young adult λογοτεχνικών μεταφορών» της δεκαετίας.
Party Girl
Σκηνοθεσία: Μαρί Αματσουκελί, Κλερ Μπερζέ, Σαμιουέλ Τις
Παίζουν: Ανζελίκ Λιτσεμπερζέ, Ζοζέφ Μπουρ
Η 60χρονη Ανζελίκ έχει περάσει όλη της τη ζωή χορεύοντας σ’ ένα στριπτιζάδικο της εθνικής οδού – το ίδιο κάνει και τώρα, με σχετική επιτυχία και μόνιμους «πελάτες». Οταν ένας απ’ αυτούς, συνταξιούχος ανθρακωρύχος, της ζητά να τον παντρευτεί, η Ανζελίκ πρέπει ν’ αποφασίσει αν είναι έτοιμη ν’ αποχαιρετήσει τα χρόνια της ανεξαρτησίας, του αλκοόλ, του σεξ και του ασταμάτητου παιχνιδιού και να… κατασταλάξει.
Το δημιουργικό τρίδυμο των Γάλλων σκηνοθετών κάνει μια ιδιαίτερη ταινία που άνοιξε το τελευταίο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Κανών κι απέσπασε και δύο βραβεία. Μπορεί το σενάριο να είναι μυθοπλαστικό, είναι βασισμένο ωστόσο στην πραγματική ιστορία της Ανζελίκ, που υποδύεται τον εαυτό της. Και η γοητεία της ταινίας βρίσκεται όχι τόσο στην ντοκιμαντερίστικη, α λα Κασσαβέτη σκηνοθεσία και φωτογραφία, όσο στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας, που με την άγρια, ακόμα, ομορφιά της, τις ρυτίδες, το μαύρο μολύβι γύρω από τα έντονα μάτια, τα λεοπάρ ανσάμπλ και το κυνικό χιούμορ, δίνει στο φιλμ ψυχή και δύναμη από μόνη της.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ο ένας από τους σκηνοθέτες που καταγράφουν με τόση τρυφερότητα και διαφάνεια την ιστορία της, είναι ο δικός της γιος, Σαμιουέλ Τις. Κάπου ανάμεσα σε ηρωίδα ελληνικής τραγωδίας (με την υπερβατικότητα που αυτές οι ηρωίδες πάντα ενσάρκωναν) και στο περσινό «Gloria» που εκθείαζε τρυφερά την αξία των γυναικών στην έκτη, έβδομη δεκαετία της ζωής τους, το «Party Girl» δείχνει τις μικρές αμηχανίες και φλυαρίες ενός σκηνοθετικού ντεμπούτου, αλλά μάς αφήνει με την παρέα ενός ηλικιωμένου party girl που δεν ξεχνάμε εύκολα.
Διπλή ζωή (Two Lives)
Σκηνοθεσία: Γκέοργκ Μάας, Γιούντιτ Κάουφμαν
Παίζουν: Γιουλιάνε Κέλερ, Λιβ Ούλμαν, Σβεν Νόρντιν, Κεν Ντούκεν
Αρχές του ’90, η Κατρίνε, κόρη μιας Νορβηγίδας κι ενός Γερμανού φαντάρου από τον στρατό κατοχής του Β’ Παγκόσμιου, ζει μια τακτοποιημένη, ευτυχισμένη ζωή έξω από το Οσλο, με τον άντρα της, τη μητέρα της, την κόρη και την εγγονή της. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου επιτρέπει τη διερεύνηση των συνθηκών ζωής των «παιδιών του πολέμου» και την εκμετάλλευσή τους από το νορβηγικό κράτος, αλλά και τη Στάζι. Η επίμονη έρευνα ενός δικηγόρου θα φέρει τη ζωή της Κατρίνε στο χείλος της καταστροφής, αποκαλύπτοντας καλά κρυμμένα μυστικά. Γερμανικό πολιτικό δράμα, που φέρνει τους ήρωες και το κοινό αντιμέτωπους και με τα δύο μελανά σημεία της πρόσφατης γερμανικής ιστορίας, τον ναζισμό και την απολυταρχία του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας. Οσο ενδιαφέρουσα, ωστόσο, είναι η πραγματική ιστορία που περιγράφει η ταινία, τόσο προφανές είναι το σενάριό της, το οποίο καταπιάνεται με ανθρώπινες σχέσεις και με τη σχέση τους με την αλήθεια και το ψέμα, χωρίς να αναλύει ή να εμβαθύνει στους ήρωες ή να τους κάνει, καν, ενδιαφέροντες. Σπάζοντας τη σύγχρονη δράση με τύπου Super-8 flash backs στο ’70, αντλώντας μια έντιμη ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια Γιουλιάνε Κέλερ, φέρνοντάς μας μια ευπρόσδεκτη επίσκεψη από τη Λιβ Ούλμαν, το φιλμ δεν καταφέρνει να φτάσει, κινηματογραφικά, το σασπένς που προκαλούν από μόνα τους τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε.
Η άλλη Μποβαρί (Gemma Bovery)
Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν
Παίζουν: Τζέμα Αρτερτον, Φαμπρίς Λουκινί, Τζέισον Φλέμινγκ
Ενα νιόπαντρο ζευγάρι Λονδρέζων, η Τζέμα κι ο Τσάρλι, εγκαθίσταται σ’ ένα μικρό, γραφικό χωριό της Νορμανδίας. Ο γείτονάς τους, τέως πανεπιστημιακός και νυν φούρναρης, μαγεύεται από την πληθωρική ομορφιά της Τζέμα αλλά και, κυρίως, από το γεγονός ότι οι προσωπικότητες και τα ονόματα του ζευγαριού μοιάζουν τόσο με τη «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ που, άλλωστε, γράφτηκε στα περίχωρα.
Οσο γραφικό είναι το τοπίο της Νορμανδίας, τόσο γραφική είναι κι αυτή η «comédie humaine» της Φοντέν, αλλά πολύ λιγότερο αυθεντική κι ενδιαφέρουσα. Με έμπνευση το graphic novel της Πόουζι Σίμοντς αλλά, κυρίως, τη χαρακτηριστικά γαλλική αγάπη για τη λογοτεχνική σοβαροφάνεια, η Φοντέν μεταμορφώνει κάτι που θα ήταν μια χαριτωμένη ρομαντική κομεντί, σε μια ανούσια παράθεση φλύαρων διαλόγων, προβλέψιμων ανατροπών και ανόητου χιούμορ, με μοναδικό, αλλά σοβαρό, πλεονέκτημα, την πανέμορφη, ζουμερή Τζέμα Αρτερτον που είναι ικανή να μαγέψει και πέτρα.
Master of the Universe (Der Banker: Master of the Universe)
Σκηνοθεσία: Μαρκ Μπάουντερ
Ο Ράινερ Βος, ανώτερο στέλεχος μιας επενδυτικής τράπεζας τη μαγική για τους χρηματιστές δεκαετία του ’90, τώρα «στην απ’ έξω», μιλά για την οικονομική κρίση του 2008, τις επιδράσεις της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας στη διεθνή κοινότητα και, ουσιαστικά, για τον τυφλό ωφελιμισμό των πρωταγωνιστών των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, όσο η κάμερα περιπλανιέται, από το πρόσωπό του, στο γυμνό, πια, κτίριο της εταιρείας του, στα γεμάτα κόσμο trading floors και στα skylines μεγαλουπόλεων. Σκηνοθετικά αδιάφορο, το ντοκιμαντέρ του Μαρκ Μπάουντερ παρουσιάζει ένα συναρπαστικό πρόσωπο, με αιχμηρό λόγο, θεμελιωμένο πέρα από κάθε αμφιβολία, έναν πραγματιστή που μιλά με απίστευτη αμεσότητα για ένα κατεστραμμένο όραμα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας