Η ταινία για τον ιδιοφυή ερευνητή μαθηματικό και αναλυτή Αλαν Τούρινγκ, με τον τίτλο «Το παιχνίδι της μίμησης» βγαίνει στις αίθουσες από τον Νορβηγό σκηνοθέτη Μόρτεν Τίλνταμ και βάζει υποψηφιότητα για Οσκαρ, με την ιδανική ερμηνεία του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς που, για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται πολυδιάστατος.
Το παιχνίδι της μίμησης (The imitation game)
Σκηνοθεσία: Μόρτεν Τίλνταμ
Ηθοποιοί: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κίρα Νάιτλι, Μάθιου Γκουντ, Τσαρλς Ντανς, Μαρκ Στρονγκ
Τον χειμώνα του 1952, η βρετανική αστυνομία συλλαμβάνει τον Αλαν Τούρινγκ για «ανάρμοστη συμπεριφορά» και τον καταδικάζει με την κατηγορία της ομοφυλοφιλίας. Κανείς δεν γνωρίζει ότι πρόκειται για τον ιδιοφυή μαθηματικό και αναλυτή που στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου, δουλεύοντας για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, έσπασε τον ώς τότε αήττητο γερμανικό κώδικα κρυπτογράφησης Enigma, διασώζοντας εκατομμύρια ανθρώπους και, ταυτόχρονα, σχεδίασε τον πρώτο υπολογιστή.
Ο Νορβηγός σκηνοθέτης τού «Κυνηγοί κεφαλών» διασκευάζει το βιβλίο του Αντριου Χότζες και στήνει ένα ακριβές, συνεπές, συγκροτημένο πορτρέτο του Αλαν Τιούρινγκ. Κι αν του λείπει η έμπνευση, ευτυχώς υπάρχει άφθονη στον τρόπο σκέψης του ήρωά του και στον ηθοποιό που τον ενσαρκώνει.
Το φιλμ εξελίσσεται σ’ ένα παιχνίδι του χρόνου, ξεκινώντας από τη σύλληψη του Τιούρινγκ και γυρίζοντας πίσω στην αποκάλυψη της προσωπικότητας και του επιτεύγματός του, την ίδια ώρα που τα ανακαλύπτει και η αστυνομία. Κι εκείνο που αναδύεται είναι ένας άνθρωπος ιδιότροπος, εγωιστής, αλαζόνας, μπερδεμένος σεξουαλικά, θαρραλέος στην τότε σχετικά ανοιχτή ομοφυλοφιλία του, καταπιεσμένος αλλά με μεγαλειώδες πνεύμα, που τόλμησε, πολύπλευρα, να κοιτάξει έξω από την πεπατημένη και τιμωρήθηκε γι’ αυτό.
Ο Τίλνταμ μοιάζει να νοιάζεται περισσότερο για τον σεβασμό στην πραγματική ιστορία του Αλαν Τιούρινγκ, την κομψή, στην εντέλεια σχεδιασμένη αναπαράσταση της εποχής και την προσέλκυση των επερχόμενων Οσκαρ, πράγμα που ήδη βγαίνει πραγματικό με πολλαπλές διακρίσεις του φιλμ από τις αμερικανικές κινηματογραφικές ενώσεις. Εκείνο, ωστόσο, που είναι εντελώς αντισυμβατικό, εκτός από την ίδια την πορεία του ήρωα, είναι η ερμηνεία του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς που, για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται πολυδιάστατος, ευέλικτος, προσθέτοντας ο ίδιος στον ήρωά του τις πιο ενδιαφέρουσες διακυμάνσεις που ενδεχομένως λείπουν από το σενάριο.
Απέναντί του, η Κίρα Νάιτλι είναι –επίσης για άλλη μια φορά– εξαιρετικά κακή, αλλά αυτό καθόλου δεν μειώνει μια από τις καλύτερες ανδρικές ερμηνείες της χρονιάς, σε μια από τις πιο συναρπαστικές ανθρώπινες περιπτώσεις της πρόσφατης ιστορίας, με άμεσες αναφορές στο σήμερα.
Big bad wolves: Στο στόμα των λύκων (Big bad wolves)
Σκηνοθεσία: Ναβότ Παπουσάντο, Ααρον Κεσάλες
Ηθοποιοί: Λίορ Ασκενάζι, Ρότιμ Κίναν, Ντοβάλ Γκλίκμαν, Τζάχι Γκραντ, Μένας Νόι
Μικρό κορίτσι απάγεται την ώρα του παιχνιδιού και χάνει τη ζωή του. Οταν η αστυνομία δεν κινείται αρκετά γρήγορα προς την εύρεση του ενόχου, ένας αστυνομικός και ο πατέρας του κοριτσιού παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικούς τρόπους ο καθένας. Ολες οι εναλλακτικές μέθοδοι ωστόσο περιλαμβάνουν διαφόρων ειδών βασανιστήρια. Ναι, φυσικά και αυτή είναι η αγαπημένη ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο για τη χρονιά που πέρασε. Θα ήταν εύκολο να το συμπεράνουμε ακόμα κι αν δεν το είχε ενθουσιωδώς δηλώσει κι ο ίδιος. Η ταινία, από το δίδυμο Ισραηλινών σκηνοθετών που μας έφερε το διαμάντι «Rabies», διαχειρίζεται έντεχνα το ύφος της, καταφέρνοντας να διατηρεί νηφαλιότητα, αυστηρότητα, όσο και μια αρρωστημένη αίσθηση του χιούμορ (η σκηνή με την τούρτα και την αναπάντεχη μουσική επιλογή που τη συνοδεύει είναι από τα highlights), την ώρα που επιχειρεί να παρουσιάσει μια συγκροτημένη άσκηση ηθικής εν μέσω μιας αλληγορίας περί του Παλαιστινιακού! Η κατόπιν εορτής ένσταση έγκειται στο ότι όλο αυτό δεν μοιάζει τελικά να καταλήγει κάπου, μη προσφέροντας ιδιαίτερες εκπλήξεις και παραμένοντας σε μια κάποια επιφάνεια. Κατά τη διάρκεια όμως δεν υπάρχουν ενστάσεις, γιατί ό,τι επιχειρούν οι Παπουσάντο και Κεσάλες το καταφέρνουν με άξια ευσήμων δεξιότητα. Η ταινία δεν παύει σε κανένα σημείο της να είναι καθηλωτική.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Ο κύριος Τέρνερ (Mr. Turner)
Σκηνοθεσία: Μάικ Λι
Ηθοποιοί: Τίμοθι Σπολ, Ντόροθι Ατκινσον, Μάριον Μπέιλι, Πολ Τζέσον, Λέσλι Μάνβιλ, Μάρτιν Σάβατζ, Ρουθ Σιν
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Τέρνερ είναι ο διασημότερος Βρετανός ζωγράφος, τίτλο που κρατά ώς σήμερα. Επιτυχημένος, πλούσιος κι αναγνωρισμένος, για τις θαλασσογραφίες του αλλά κυρίως για τα βήματα προς την αφηρημένη τέχνη και τον ιμπρεσιονισμό, είναι ένας άνθρωπος εκκεντρικός, που μουγκρίζει αντί να μιλά, αγαπά με τρυφερότητα μόνο τον πατέρα του κι ανταποκρίνεται στους γύρω του και στις κοινωνικές επιταγές με αγριότητα, με ενστικτώδη απόρριψη. Το πορτρέτο αυτού του καλλιτέχνη αποφασίζει να μελετήσει στη νέα του ταινία ο Μάικ Λι και μαζί, φυσικά, να μιλήσει για τους δικούς του καλλιτεχνικούς προβληματισμούς. Μια 15ετία μετά το «Topsy-Turvy», καταπιάνεται και πάλι με μια πραγματική φυσιογνωμία, με αποτελέσματα πολύ διαφορετικά και λιγότερο καθηλωτικά. Ξεδιπλώνοντας την προσωπικότητα και τη ζωή του Τέρνερ, ο Λι συζητά για τη σημασία και τον λόγο ύπαρξης της τέχνης, για τη χυδαιότητα της εκμετάλλευσής της, για την κριτική και τους ίδιους τους δημιουργούς της.
Ανθρωπος παράξενος και δυσπρόσιτος, ο Τέρνερ συνδέει στους βρυχηθμούς και στους καμβάδες του δύο άκρα: αγροίκος, τραχύς, άντρας της σάρκας και της ζωώδους παρόρμησης, κατάφερε στην τέχνη του να αποκωδικοποιήσει τη φύση, το φως, τις αισθήσεις που αυτά προκαλούν, με Θεία διορατικότητα, μοναδική λεπτότητα και ακρίβεια. Εκτός από αυτή την αντίθεση, ο Μάικ Λι εμπνέεται κι από άλλες αφορμές, για να μιλήσει για θέματα που αφορούν τον ίδιο: το πώς η τέχνη πρέπει να προσφέρεται ελεύθερα στο κοινό κι όχι να γίνεται πηγή κέρδους για μεσολαβητές ή καλλιτέχνες, το πώς όσοι αξιολογούν τα έργα τέχνης, οι κριτικοί, οφείλουν να τα αντιμετωπίζουν με τρυφερότητα και προθυμία: «Ο κυνισμός δεν έχει θέση στην τέχνη», θα πει μέσα από το στόμα ενός ήρωά του.
Γυρισμένη, όπως πάντα, χωρίς αρχικό σενάριο, αφού αυτό διαμορφώθηκε στις εξάμηνες πρόβες, η νέα ταινία του Μάικ Λι, ωστόσο, με μια αδικαιολόγητη διάρκεια δυόμισι ωρών, χάνει τη φυσικότητα και τον ρεαλισμό του σκηνοθέτη κι αποκτά μια επιτήδευση, μια πόζα και μια υπερβολή που αγγίζει το γκροτέσκο. Ολόκληρο το καστ, με επικεφαλής τον Τίμοθι Σπολ, ακολουθεί την ίδια οδηγία, με φωνές που ανεβάζουν τα ντεσιμπέλ στο κόκκινο, συχνά ξεσπάσματα υστερίας κι ένα χιούμορ αταίριαστα χοντροκομμένο. Κυρίως, η ταινία είναι φτωχή σε συναίσθημα, μια αρετή που χαρακτηρίζει το σινεμά του Μάικ Λι: μπροστά σ’ έναν ήρωα που βράζει από εσωτερικές συγκρούσεις, ο θεατής παραμένει να παρακολουθεί ανέπαφος, ψυχρός, παρ’ ότι χωρίς ίχνος κυνισμού.
Περιπέτεια στο Αιγαίο
Σκηνοθεσία: Τάβι Βάρτια
Ηθοποιοί: Ιφιγένεια Τζόλα, Νούτι Κόντινεν, Ορφέας Αυγουστίδης, Εμίλ Ονο, Ιωάννα Τριανταφυλλίδου, Γιάννης Στάνκογλου, Ναταλία Δραγούμη, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Εφη Παπαθεοδώρου, Θανάσης Σαράντος, Πάνος Κρανιδιώτης, Γιάννης Ζουγανέλης, Λόρα Μαλμιβάρα
Οικογένεια Φινλανδών έρχεται για ήρεμες διακοπές στην Κω, όμως όλα πάνε στραβά όταν η κοπέλα που ερωτεύεται εκεί ο μεγαλύτερος των τριών γιων, πέσει θύμα απαγωγής από σπείρα αρχαιοκάπηλων. Τα τρία αδέρφια τότε ξεκινούν ένα ταξίδι αναζήτησης και περιπέτειας στις παραλίες και τα πιο συναρπαστικά σημεία το νησιού, αποφασίζοντας να μην εμπλέξουν καθόλου ενήλικες επειδή η ντόπια αστυνομία είναι κι αυτή μες στο κόλπο. Κι επίσης, επειδή πρόκειται για κατ εξοχήν παιδική περιπέτεια, όπου οι ιδεαλιστές πιτσιρικάδες βρίσκονται μόνοι τους ενάντια σε ένα ολόκληρο σύμπαν ενηλίκων που δεν τους καταλαβαίνουν. Στην πορεία είναι και οι μεταξύ τους δεσμοί που δοκιμάζονται, εξάλλου. Ολα αυτά είναι ενδιαφέροντα κι αξιαγάπητα. Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς την ταινία για υστερία ή για έλλειψη καλών προθέσεων. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι σε σημεία σχεδόν ερασιτεχνικό, με το φινλανδικό συνεργείο κινηματογραφιστών να μην μπορεί να στήσει την παραμικρή ελάχιστα πειστική σκηνή δράσης και την αφέλεια στη ροή της πλοκής να φτάνει σε σημείο αμηχανίας. Στο μυαλό των δημιουργών η ταινία ήταν περίπου «Goonies», αλλά στην πραγματικότητα είναι περισσότερο ιστορία από το εβδομαδιαίο «Μίκυ Μάους».
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Jack
Σκηνοθεσία: Εντβαρντ Μπέργκερ
Ηθοποιοί: Ιβο Πίτσκερ, Γκέοργκ Αρμς, Λουίζ Χέγερ
Η Σάνα έχει δύο μικρούς γιους. Τους λατρεύει, αλλά είναι και η ίδια πολύ μικρή, σχεδόν παιδί, επιπόλαιη, ανέτοιμη κι ανίκανη να επωμιστεί την ευθύνη της ανατροφής τους. Ετσι, τον μικρούλη Μανουέλ φροντίζει ο λίγο μεγαλύτερος Τζακ, ο οποίος ταυτόχρονα φροντίζει το σπίτι, τα ψώνια, τη μαμά του. Εξαιτίας ενός ατυχήματος, ο Τζακ θα μπει σε ίδρυμα, αλλά θα το σκάσει και θα ξεκινήσει, μαζί με τον Μανουέλ, την αναζήτηση της Σάνα που, για μια ακόμα φορά, έχει εξαφανιστεί.
Μια λιτή, συναισθηματικά καθηλωτική ταινία για την πρόωρη, εγκληματική σχεδόν, ωρίμανση των παιδιών, με αναφορές ξεκάθαρα νταρντενικές στις προθέσεις και στο ύφος. Ο Μπέργκερ στήνει ένα διακριτικό κοινωνικό «κατηγορώ», κάνοντας τις ηθικές κρίσεις του, χωρίς στιγμή να γίνεται διδακτικός, παρ’ ότι εξ αρχής είναι φανερή η πλευρά που υποστηρίζει. Η αφήγησή του έχει μια καλοδουλεμένη αφαιρετικότητα, η οποία όχι απλώς σε μεταφέρει στον κόσμο της ταινίας ενστικτωδώς, αλλά σε κάνει και να συνειδητοποιήσεις πόσο (τρομακτικά) πολλά πράγματα γνωρίζεις για την παιδική μοναξιά και απώλεια. Στο «Jack» όλα είναι γνώριμα, αλλά τίποτα δεν είναι προβλέψιμο και, σίγουρα, τίποτα δεν είναι μονόπλευρο. Η ίδια η επιλογή, άλλωστε, της κάμερας που αγγίζει κι ανασαίνει μαζί με τον Τζακ, απόλυτα επικεντρωμένη στο πρόσωπο και το πείσμα του, δεν αφήνει κανένα περιθώριο φλυαρίας ή κλισέ. Ταυτόχρονα, ο Μπέργκερ έχει το πλεονέκτημα ενός αριστουργηματικού δεκάχρονου πρωταγωνιστή που παίζει με εκπληκτική ειλικρίνεια και χαμηλούς τόνους γεμάτους ευαισθησία. Αν υπάρχει κάποιο παράπτωμα στο «Jack» είναι ότι ακολουθεί πιστά όλους τους κανόνες, σεναριακούς και σκηνοθετικούς, του σινεμά των αδελφών Νταρντέν της περασμένης δεκαετίας. Αλλά, πραγματικά, μπορούμε να σκεφτούμε πολλά πράγματα χειρότερα από αυτό.
Τρία ελληνικά ντοκιμαντέρ:
Μέσα σε μια κινηματογραφική εβδομάδα, την πρώτη του 2015, με οκτώ ταινίες στις αίθουσες, το γεγονός ότι τρεις από αυτές είναι ελληνικά ντοκιμαντέρ, είναι οπωσδήποτε ένας προγραμματισμός «ασύμφορος»: με την ήδη πεσμένη κινηματογραφική αγορά και τις πολλές επιλογές, πόσοι θεατές θα προλάβουν να τα δουν; Ωστόσο το ελληνικό ντοκιμαντέρ ανεβαίνει σε επίπεδα και σε δυναμισμό τα τελευταία χρόνια, οπότε, διαλέξτε τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω, έστω για το καλό.
Μια οικογενειακή υπόθεση
Της Αγγελικής Αριστομενοπούλου (αστεράκια: 2,5). Χρηματοδοτημένη εν μέρει από crowd funding, αυτή είναι η ιστορία της μουσικής κρητικής οικογένειας Ξυλούρη, από τον θρυλικό Νίκο Ξυλούρη και τα αδέρφια του, τον φημισμένο λυράρη Ψαραντώνη και τον δεξιοτέχνη λαουτιέρη Ψαρογιάννη, μέχρι τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Ταυτόχρονα, είναι μια σε βάθος ματιά στους δεσμούς αίματος, τη δύναμη της μουσικής και της παράδοσης και την αρμονική συμβίωση δύο ολάκερα ξεχωριστών κόσμων (οι γενιές της οικογένειας μοιράζονται πια ανάμεσα στα Ανώγια και τη Μελβούρνη!) χάρη, απλώς, στις κοινές αναφορές και την αγάπη.
Anaparastasis
Η ζωή και το έργο του Γιάννη Χρήστου (1926-1970), του Κωστή Ζουλιάτη (αστεράκια: 2,5). Από το χέρι ενός ενθουσιώδους θαυμαστή σκιαγραφείται η ιστορία του πρωτοποριακού συνθέτη Γιάννη Χρήστου, ενός ανθρώπου που, στην εξαιρετικά σύντομη ζωή του, αναγνωρίστηκε διεθνώς (αν τα έργα του δεν παίζονται πολύ σήμερα οφείλεται στη μεγάλη δυσκολία τους) και προσπάθησε να ερεθίσει στο κοινό του τα κρυμμένα και ενστικτώδη. Κυλώντας με μεσότιτλους, συνεντεύξεις οικείων, αφήγηση του σκηνοθέτη και ντοκουμέντα από τη ζωή, τις συναυλίες και τις παραστάσεις του Χρήστου, θέλοντας ν’ ακολουθήσει το εξπρεσιονιστικό μοτίβο της μουσικής του συνθέτη, το ντοκιμαντέρ αποκαλύπτει έναν άνθρωπο γεμάτο πάθος και όραμα που παραμένει και σήμερα λιγότερο γνωστός απ’ ό,τι άξιζε το έργο του.
Non omnis moriar
Της Θεοδοσίας Γραμματικού. «Δεν θα πεθάνω ολόκληρος, κάτι θα μείνει από εμένα», σημαίνει ο τίτλος του ντοκιμαντέρ που παρακολουθεί την απεργία στην Ελληνική Χαλυβουργία το 2011.
Στην ταινία φωτίζονται οι πτυχές που έκαναν αυτόν τον αγώνα τόσο ξεχωριστό, η επιμονή των απεργών και η αλληλεγγύη του κόσμου, ακολουθώντας την εξέλιξη της δράσης: 9 μήνες απεργία, 9 μήνες καταγραφής.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας