Ο Ηρακλής Παπαϊωάννου βρέθηκε στο επίκεντρο του δημοσιογραφικού -και όχι μόνο- ενδιαφέροντος με την τοποθέτησή του στη θέση του διευθυντή του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης από τον υπουργό Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά.
Ο Ηρακλής Παπαϊωάννου είναι ένας από τους σκαπανείς του σύγχρονου ελληνικού χώρου της φωτογραφίας. Μας συστήθηκε το 1993, με την «πρώτη του απαιτητική μεταφραστική προσπάθεια», όπως ο ίδιος γράφει στον πρόλογό του στο βιβλίο της Σούζαν Σόνταγκ, αυτό με τον τίτλο «Περί φωτογραφίας», έκδοση του περιοδικού «Φωτογράφος».
Είκοσι τρία χρόνια πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα. Χρόνια που σημάδεψαν την εξέλιξη της φωτογραφίας, κυρίως εδώ στην πατρίδα μας. Σε αυτό το διάστημα ο Ηρακλής Παπαϊωάννου είχε σταθερή ανοδική και πρωταγωνιστική πορεία. Και ιδιότητες.
Εκτός του μεταφραστή, του εικαστικού φωτογράφου. «Κοσμοτοπία» είχε τίτλο μία από τις εκθέσεις του. Συγκεκριμένα αυτή που πραγματοποίησε στην Αίθουσα Τέχνης του Δήμου Θεσσαλονίκης το 1994, στο πλαίσιο της Φωτογραφικής Συγκυρίας (Φ.Σ.). «Ο κόσμος» εξηγεί στον κατάλογο της Φ.Σ. για τη δουλειά του «είναι ένα απέραντο πεδίο αρμονικών και δυναμικών αλληλεπιδράσεων. Μια περίπλοκη ροή στο χώρο, το χρόνο, την κλίμακα.
Αιώνια δράση. Τα Κοσμοτοπία είναι στιγμές εσωτερικής σιωπής…». Εσωτερικής σιωπής. Ετσι είναι και ως χαρακτήρας ο Ηρακλής Παπαϊωάννου. Ευγενής εκ φύσεως, ήρεμος και εν γένει χαμηλών τόνων.
Στη συνέχεια, τον συναντάμε στο Μουσείο Φωτογραφίας, όπου εργάζεται ως επιμελητής. Ως επιμελητή τον συναντάμε επίσης και στη Φωτογραφική Συγκυρία (Photosynkyria). Να διευκρινίσουμε, εδώ, ότι Σύγχρονη Φωτογραφία στον ελληνικό χώρο έχει επικρατήσει να εννοούμε ό,τι συμβαίνει στα φωτογραφικά δρώμενα, που αρχίζουν να πλέκουν τον ιστό τους από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης και φτάνουν μέχρι τις ημέρες μας.
Photosynkyria είναι το διεθνές φεστιβάλ φωτογραφίας που ίδρυσε ο ανήσυχος φωτογράφος και αρχιτέκτονας Αρις Γεωργίου το 1988 στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα απέκτησε ιδιαίτερη δυναμική και έγινε ένα σταυροδρόμι της ελληνικής και διεθνούς φωτογραφικής σκηνής.
Σ’ αυτήν παρουσιάστηκαν πολλές από τις καλύτερες ελληνικές φωτογραφικές εργασίες και διεθνείς δημιουργοί, όπως οι Henri Cartier-Bresson, Andre Kertesz, Gabriele Basilico, Bernd και Hilla Becher, Franco Fontana, Joan Fontcuberta και πολλοί άλλοι. Πριν από περίπου οκτώ χρόνια το φεστιβάλ μετεξελίχθηκε σε Μπιενάλε και μετονομάστηκε Photobiennale.
Με αφορμή τον διορισμό του Ηρακλή Παπαϊωάννου στο τιμόνι του Μουσείου επιχειρούμε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη μαζί του.
• Κύριε Παπαϊωάννου, θέλω να μου πείτε ποια είναι η σχέση σας με τη φωτογραφία.
Η σχέση μου με τη φωτογραφία είναι μάλλον οικογενειακή. Εκτός από τη στενή οικογένεια και τους αγαπημένους φίλους, οι άνθρωποι της φωτογραφίας είναι η μεγάλη μου οικογένεια. Σ’ αυτήν οφείλω πολλά, μέσα από πολύτιμες φιλίες και ειλικρινείς συνεργασίες.
Ελπίζω ότι τις έχω ανταποδώσει από την πλευρά μου εξίσου γενναιόδωρα. Η φωτογραφία εδώ και πολλά χρόνια απορροφά τη σκέψη και την πράξη μου, μέσα από τη διδασκαλία, το γράψιμο, την επιμέλεια εκθέσεων και εκδόσεων, την ίδια την πράξη της φωτογράφησης.
Το ενδιαφέρον μου γι’ αυτήν είναι αταλάντευτο, όπως και για τη ραγδαία εξέλιξή της, τους τρόπους με τους οποίους επιδρά βαθιά και καθημερινά στη ζωή των ανθρώπων, τη δύναμη που έχει να συναρπάζει άμεσα, ανυπόκριτα και την ίδια ακριβώς στιγμή να ξεγελά.
• Μπορούμε να κάνουμε μια αναφορά στο βιογραφικό σας;
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη (που θα έλεγε κι ο Διονύσης Σαββόπουλος) το 1962. Σπούδαζα Φυσική, όταν γνώρισα την τέχνη της φωτογραφίας μέσα από μια αναδρομική έκθεση του σπουδαίου Αμερικανού φωτογράφου Paul Caponigro που περιόδευε στην Ευρώπη και έφτασε και στην Ελλάδα στις αρχές του 1980. Το χτύπημα ήταν κεραυνοβόλο. Λίγα χρόνια μετά βρισκόμουν στις Ηνωμένες Πολιτείες για μεταπτυχιακές σπουδές τέχνης στη φωτογραφία.
Η φωτογραφία στη χώρα αυτή, και ειδικά στη Νέα Υόρκη, ήταν μεγάλο σχολείο. Η κατ’ εξοχήν νεωτερική κοινωνία είχε αγκαλιάσει το υποδειγματικά νεωτερικό μέσον σε μια σχέση σφιχτή όσο και διαρκώς εξελισσόμενη. Μαθήτευσα εκεί σε γκαλερί και μουσεία, σε στούντιο καλλιτεχνών. Προσπάθησα να δω και να ακούσω όσο μπορούσα περισσότερο. Ποτέ δεν είναι αρκετό.
Αν τα μάτια όμως είναι ανοιχτά, τα όρια της σκέψης διευρύνονται σημαντικά. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα γνώρισα τον Αρι Γεωργίου, που με τιμά ακόμη με τη φιλία και τη συνεργασία του. Το εκρηκτικό πάθος του με στράτευσε στο φεστιβάλ της Photosynkyria. Επρόκειτο για ένα ακόμη μεγάλο σχολείο.
Η δυναμική που απέκτησε το φεστιβάλ στα δέκα χρόνια που δουλέψαμε σκληρά δίπλα δίπλα με τον Αρι κατέστησε σταδιακά τη Θεσσαλονίκη άτυπη πρωτεύουσα της φωτογραφίας και προλείανε διακριτικά το έδαφος για την ίδρυση του Μουσείου Φωτογραφίας στην πόλη, προοπτική που στηρίχτηκε από την αναπτυσσόμενη εγχώρια φωτογραφική σκηνή. Τίποτε δεν είναι εντελώς τυχαίο.
Ακολούθησε το διδακτορικό μου στην ιδεολογία της φωτογραφίας του ελληνικού τοπίου, η στενότερη ενασχόληση με τις επιμέλειες εκθέσεων και εκδόσεων, μια απρόβλεπτα συστηματική εμπλοκή με το γράψιμο για τη φωτογραφία.
• Εχω παρακολουθήσει τις επιτυχημένες επιμέλειες εκθέσεών σας στη Θεσσαλονίκη όταν είχατε τη θέση του επιμελητή στο Μουσείο Φωτογραφίας.
Στο Μουσείο ήμασταν πάντα ελάχιστοι εργαζόμενοι, πολύ λιγότεροι από όσους απαιτούσε η απρόσκοπτη λειτουργία του. Αυτό μοιραία αναγκάζει κάποιον να γίνεται πολυεργαλείο για να υπερπηδήσει διαφορετικές δυσκολίες και να ικανοποιήσει ετερόκλητες ανάγκες.
Κύρια ενασχόλησή μου όμως στο Μουσείο υπήρξε για αρκετά χρόνια η επιμέλεια εκθέσεων και εκδόσεων, η έρευνα για τη φωτογραφία, ο εμπλουτισμός της συλλογής, η δυναμική εμπλοκή με τη διοργάνωση του φεστιβάλ.
• Υπήρξαν προβλήματα επικοινωνίας-συνεργασίας με τον προηγούμενο διευθυντή του Μουσείου, τον κύριο Βαγγέλη Ιωακειμίδη;
Οταν στην επαγγελματική σου διαδρομή έχεις την ευχαρίστηση να χτίζεις στέρεες φιλίες και συνεργασίες και μάλιστα με πολλούς ανθρώπους που εκτιμάς ιδιαίτερα, αν εμφανιστεί κάποιος που σε εχθρεύεται ανοιχτά, η στατιστική είναι με το μέρος σου, όσο κι αν είναι πιθανό να έχεις κάνει λάθη κι εσύ.
Ο Νεύτωνας έλεγε ότι οι άνθρωποι πρέπει να χτίζουν λιγότερους τοίχους και περισσότερες γέφυρες. Για να χτίσει κανείς γέφυρες, όμως, πρέπει να νιώθει την ανάγκη να μοιράζεται, να συνυπάρχει, να συνδημιουργεί. Δεν ήταν δική μου επιλογή η κακή σχέση με την προηγούμενη διεύθυνση και πιστεύω ότι πλήρωσα ακριβά το τίμημα της γνώμης και της διαφωνίας.
Παρ’ όλα αυτά, όταν βιώνεις επί μακρόν τον αποκλεισμό και την απαξίωση, είναι καλό να διδαχθείς κάτι. Αν κάποτε αναλάβεις θέση ευθύνης, είναι σημαντικό να αποφύγεις τα λάθη που έκανες αλλά και που γνώρισες.
• Ποια είναι η σημερινή κατάσταση του Μουσείου;
Το Μουσείο παραδίδεται σε μια ακατάστατη διοικητικά και οικονομικά συνθήκη, σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο για όλους τους φορείς πολιτισμού. Είναι ευθύνη μας να εξομαλυνθεί η δύσκολη συνθήκη και να βαδίσουμε σε μέρες δημιουργικές, προς όφελος της φωτογραφικής κοινότητας και του ευρύτερου κοινού.
• Μπορείτε να μας πείτε για την πολιτική του Μουσείου που θα ακολουθήσετε;
Οταν ξεπεραστούν τα άμεσα προβλήματα θα γίνει φανερό ότι το μέλλον του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης είναι πραγματικά γεμάτο ελπίδα.
Τόσο με την αξιοποίηση των αρχείων που το Μουσείο έχει στη συλλογή του, τον εμπλουτισμό της συλλογής με νέα αρχεία και έργα, την ανασύσταση της σύγχρονης συλλογής που καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, την έρευνα μέσα από εκθέσεις και εκδόσεις γύρω από την ιστορική και σύγχρονη φωτογραφία, την αξιοποίηση του δυναμικού της ελληνικής φωτογραφίας που έχει υψηλότατο δείκτη σπουδών, όσο και με την οργάνωση εκπαιδευτικών δράσεων σε όλες τις βαθμίδες, που μπορούν να βελτιώσουν το οξύ πρόβλημα του οπτικού αναλφαβητισμού.
Το στοίχημα δεν βρίσκεται πλέον μόνο στο να έρθει το κοινό εγγύτερα στα μυστικά της φωτογραφικής τέχνης, αλλά να θωρακιστεί παράλληλα απέναντι στις προκλήσεις της εποχής της εικόνας.
• Στέκομαι στην ανασύσταση της σύγχρονης συλλογής που καταστράφηκε πριν από τέσσερα χρόνια. Θέλετε να μας πείτε, επιγραμματικά, τι συνέβη;
Δεν γνωρίζουμε, ουσιαστικά, παρά μόνο το ίδιο το τραγικό γεγονός που έγινε στις αρχές Μαΐου 2012 και κατέστρεψε σχεδόν δύο χιλιάδες έργα της σύγχρονης συλλογής του Μουσείου. Η προηγούμενη διεύθυνση κράτησε ακόμη και τους φωτογράφους που δώρισαν τα έργα τους στο Μουσείο στη σκιά σχετικά με το τι έγινε. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να αναζητηθούν κάποιες απαντήσεις, χωρίς δαιμονοποιήσεις αλλά ούτε και διάθεση απόκρυψης.
Η πυρκαγιά και η καταστροφή που προκάλεσε λειτουργούν σαν ένα τραύμα ανεπούλωτο μεταξύ του Μουσείου και της κοινότητας των δημιουργών που το στήριξαν. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να κλείσει αυτό το τραύμα.
• Με ποιο τρόπο ή μεθοδολογία σκοπεύετε να δουλέψετε τώρα, σχετικά με τις συλλογές εν γένει; Εννοώ συλλογές αρχείων και φωτογραφικών έργων.
Κάποια από τα αρχεία μας έχουν παρουσιαστεί, παρότι υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια μελέτης και αξιοποίησής τους. Αλλα, όπως αυτά του Σωκράτη Ιορδανίδη και του Fred Boissonnas, περιμένουν υπομονετικά επί χρόνια τη διεξοδική γνωριμία τους με το κοινό, την προσπάθεια να ερμηνευτεί η πρόθεση και το ιδίωμα των δημιουργών στην εποχή τους.
Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει μια ισορροπημένη προσέγγιση ανάμεσα στη μελέτη της αξιόλογης ιστορικής φωτογραφίας και της ανάδειξης της σύγχρονης δημιουργίας. Εχουμε πολλά ακόμη να μάθουμε τόσο για την πρώτη όσο και για τη δεύτερη.
Εκδόσεις και εκθέσεις
• Γνωρίζω ότι έχετε μεταφράσει στην ελληνική γλώσσα τρία βιβλία που πραγματεύονται τη φωτογραφία. Εκτός της Σούζαν Σόνταγκ, είναι αυτό με τον τίτλο «Συνοπτική Ιστορία της Φωτογραφίας» του Ιαν Τζέφρι, το 1996, έκδοση επίσης του «Φωτογράφου» και το «Προς μια Φιλοσοφία της Φωτογραφίας», του Βίλεμ Φλούσερ το 1998, έκδοση του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και του University Studio Press.
Οι μεταφράσεις μου δεν είναι πολλές και σε κάθε περίπτωση δεν μετέβαλαν την ένδεια θεωρητικών έργων για τη φωτογραφία στη χώρα μας. Η φωτογραφία ωφελείται και υποφέρει ταυτόχρονα από την ίδια την ευκολία της, που κάνει κάποιον να πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να μιλά, να σκέφτεται ή να διαβάζει για αυτήν, ότι είναι κάτι που κανείς απλώς κάνει, αυθόρμητα ή ίσως αταβιστικά.
Η πραγματικότητα είναι πάντοτε πιο περίπλοκη και, χωρίς να καταφεύγει κανείς στην άνευ όρων θεωρητικολογία, ειδικά τη νεφελώδη και ανέστια, μοιάζει απαραίτητο να σταθούμε σήμερα σκεπτικά και ερωτηματικά απέναντι στη φωτογραφία, περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε.
• Και για κάποιες επιμέλειες εκθέσεων και εκδόσεων θα ήθελα να μου πείτε.
Μεταξύ άλλων, θα ξεχώριζα τις αναδρομικές εκθέσεις και εκδόσεις των Γιάννη Στυλιανού (2002) και Δημήτρη Λέτσιου (2005). Είναι πάντα διεγερτική αλλά και μεγάλη ευθύνη η προσπάθεια να κατανοήσει κανείς το συνολικό αποτύπωμα ενός δημιουργού.
Ακόμη, η διερεύνηση για τις τάσεις του σύγχρονου φωτογραφικού ντοκουμέντου στο Post-doc (2006), όπως και η ανθολογία κειμένων για την ελληνική φωτογραφία «Η ελληνική φωτογραφία και η φωτογραφία στην Ελλάδα» (2013).
Η φωτογραφία παίζει ρόλο παραμυθίας στον άνθρωπο
• Πιστεύετε ότι έχει αλλάξει η ψυχολογία των σύγχρονων φωτογράφων σε σχέση με αυτών των προηγούμενων δεκαετιών;
Η πρώτη γενιά φωτογράφων της Μεταπολίτευσης έφερε το άρωμα της άμεσης επαφής με την ευρωπαϊκή και αμερικανική σκηνή, έσπασε το φράγμα της απομόνωσης διατηρώντας το ενδιαφέρον της στις ζωτικές πτυχές της ελληνικής πραγματικότητας.
Περίπου σαράντα χρόνια μετά, οι σύγχρονοι Ελληνες φωτογράφοι έχουν αναμφισβήτητα θεμελιωμένη φωτογραφική παιδεία, περισσότερες διεθνείς εμπειρίες, δυνατότητα ενημέρωσης που δεν έχει πλέον όρια.
Μπορούν ή επιθυμούν να αξιοποιήσουν αυτή τη γνώση για να αγγίξουν την περίπλοκη σύγχρονη ελληνική συνθήκη, να σηκώσουν το χαλί της αυλής τους, ή επιλέγουν να ασκηθούν μονοσήμαντα σε πιο διεθνοποιημένες κατευθύνσεις;
Οι καλλιτέχνες είναι και πρέπει να είναι πάντα ελεύθεροι να ορίσουν μόνοι τον στίβο της δημιουργικότητάς τους. Στην εκτίμησή μου, όμως, τα πιο βαθιά πράγματα για τα οποία μπορεί κανείς να μιλήσει είναι όσα συμβαίνουν δίπλα του, αυτά που τον αφορούν βιωματικά και των οποίων έχει άμεση εποπτεία.
Ο Φρανκ Ζάππα έγραφε παλιότερα πως ό,τι είναι βαθιά προσωπικό είναι τελικά οικουμενικό. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η οικουμενική διάσταση που μπορεί να αποκτήσει η σύγχρονη ελληνική εμπειρία και όχι μόνο η διαρκής και άνευ όρων διεθνοποίησή της ή, αν θέλετε, η ισχυρή τριβή που γεννιέται από τις δύο αντίρροπες αυτές διαδικασίες.
• Ποιος είναι ο ρόλος της φωτογραφίας σήμερα;
Σε μια εποχή με υψηλή κοινωνική και εσωτερική αναστάτωση, η τέχνη -φωτογραφική ή άλλη- παίζει ρόλο ψυχαγωγίας, με την καθημερινή αλλά και την κυριολεκτική σημασία της λέξης, παραμυθίας στη δοκιμαζόμενη ανθρώπινη ύπαρξη.
Παράλληλα, η τεχνική εικόνα χτίζει το δικό της διαρκώς εκτεινόμενο, γυαλιστερό και επιφανειακό σύμπαν. Ανάμεσα σε τέτοιες αντιθετικές και αντιφατικές λειτουργίες τροχοδρομεί επιταχυνόμενη η εποχή των εικονογραφημένων ημερών, θέτοντας ζητήματα που δεν μπορεί να λύσει και λύνοντας ζητήματα που ίσως δεν έχει θέσει.
Τέλος, δεν μπορώ να μην παραθέσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Συζητήσεις του Antonio Tabucchi με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη» (Αγρα 1999). «Μερικές φορές νομίζεις ότι είσαι εσύ που γράφεις μια ιστορία, αλλά δεν είναι αλήθεια.
Είναι η ίδια η ιστορία που γράφει τον εαυτό της. Η ιστορία είναι ένα ζωντανό πλάσμα. Υπάρχουν φορές που νιώθεις πως δεν πρέπει να γράψεις ένα πράγμα, αλλά έρχεται η ίδια η ιστορία και σε αναγκάζει να το γράψεις…»
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας