Το σπίτι δεν μας γνώριζε. Αγρίεψε «απ’ τη μονάχια». Αυτά έλεγε ο κατοικών πλέον στη χώρα των ασφόδελων Θανάσης Τζούλης, αγαπημένος ποιητής και συνάδελφος στη Νέα Χηλή της Αλεξανδρούπολης.
Εγνοια του το σπίτι μήτρα της παιδικής του μνήμης. Η βάτρα και η αναμμένη λάμπα που συναγωνίζονταν με τη λαίμαργη φωτιά. Σκέψη του, να γεμίσει τις λάμπες με λάδι, να φωτίσει τη μοναξιά του πατρικού σπιτιού. Να ζεσταθεί και το δικό του φυλλοκάρδι, χωμένος στη μεγάλη αγκαλιά των νεκρών του.
Σπίτια που σταματούσαν τον χρόνο τον χειμώνα. Σαν τις αρκούδες της Πίνδου. Ζούσαν μόνο τις μέρες του Πάσχα. Τότε που αντάμωναν οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς. Τότε που τα σπίτια χαμογελούσαν. Και ζούσαν το δικό τους Μεγαλοβδόμαδο. Αντίστροφα γι’ αυτά. Η Ανάστασή τους γινόταν την ημέρα που άνοιγαν οι πόρτες των σπιτιών και οι ανάσες των μισεμένων σε πόλεις και ξένες πολιτείες θόλωναν τα τζάμια και χάιδευαν στοργικά τους πέτρινους τοίχους.
Κούγω τον άνεμο που αχάει. Τα σπίτια, αδημονώντας τέτοιες μέρες, στήνουν αυτί στους ήχους των αγαπημένων τους. Ακούνε τον αέρα να κουβαλάει κοντά τους τις μυρωδιές όσων γεννήθηκαν σ’ αυτά. Σε μονόχωρα του Αιγαίου, σε πλινθόσπιτα του κάμπου, σε πέτρινα των βουνών. Χαίρονται τα σπίτια. Θα είναι όλοι και όλες εκεί. Αι γενεαί όλαι. Οι ημέρες του Πάσχα είναι προσκλητήριο σκιών και ζωντανών. Στήνουν κουβέντες για τη λήθη που γίνεται βιτριόλι στη σχέση τους.
Θα ’ρθεις όταν πεθάνω; Η ερώτηση βγαίνει κομπιαστά από το στόμα της Μαναμεγάλης στο ομώνυμο διήγημα του Χριστόφορου Μηλιώνη. Λόγια ζυμωμένα με τον επιθανάτιο ρόγχο. Λόγια που ακούγονται, πλέον, ολοένα και σπανιότερα. Τα σπίτια πεθαίνουν στερημένα από το χάδι των ανθρώπων. Εχουν κι αυτά ψυχή.
Αυτό ήταν το παράπονο ενός ακρωτηριασμένου σπιτιού στην Αθήνα. Στάθηκα μπροστά του. Η φαγάνα το είχε ξεκοιλιάσει. Αφησε μόνο τα πλακάκια της κουζίνας στον τοίχο. Κι ένα ερμάρι. Κούγω το αναφιλητό του ακρωτηριασμένου σπιτιού. Για τη ζωή του που χάθηκε. Λέξεις κομμένες, μοιρολόι που γινόταν πολυφωνικό τραγούδι. Ενας πανώριος και πανύψηλος ευκάλυπτος θρόιζε τα φύλλα του, ο ήχος τους πλεκόταν με τις φωνές των παιδιών που έπαιξαν στον ίσκιο του.
Μεγαλοβδόμαδο στην Αθήνα. Σε όλες τις πόλεις. Σιωπή και μοναξιά για τα σπίτια που ορφάνεψαν. Παντζούρια ξεκοιλιασμένα, ζωές ακρωτηριασμένες. Αργός θάνατος ή βίαιος. Χωρίς κάποιος να τους κλάψει. Διεμοιράσαντο τα ιμάτιά μου, ψιθυρίζουν. Οι ζωές που φιλοξένησαν στα παζάρια εκτίθενται αιμορραγούσες. Ζωές μισοτιμής.
Με σημάδεψε η συνήθεια να δίνω λίγο λαδάκι στους νεκρούς, γράφει ο ποιητής. Λαδάκι για τα σπίτια είναι οι ανάσες των ανθρώπων. Και των σκιών που θα ανταποκριθούν στη συνάντηση όλων των γενεών, νεκρών και ζωντανών. Πρώιμη Ανάσταση γι’ αυτά.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας