Ηταν η πρώτη φορά στα εκλογοπολιτικά χρονικά της Ελλάδας που οι βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν με την πολυθρύλητη «άδολη» και «απλή» αναλογική.
Στις εκλογές της 25ης Μαΐου φάνηκε όμως, για πρώτη φορά επίσης, πόσο ένα εκλογικό σύστημα γίνεται καθοριστικός παράγων των πολιτικών εξελίξεων ανατρέποντας άρδην συσχετισμούς δυνάμεων. Διότι η απλή αναλογική δεν συνιστά μόνο μια διαδικασία ισότιμης κατανομής εδρών στο Κοινοβούλιο.
Καθορίζει μέσω της κάλπης και την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών, αρκετοί εκ των οποίων ανακαλύπτουν αίφνης κάτι το καινούργιο ή καθίστανται αλληλέγγυοι με τους λεγόμενους «μικρούς και αδικημένους».
Το εκλογικό σύστημα, αντίθετα απ' ό,τι συνέβαινε την εποχή των «σφαιριδίων», όταν ακόμη κι από «συμπόνια» έριχνε κάποιος ψήφο σ' έναν «φτωχό» υποψήφιο, στην εποχή των προγραμματικών κομμάτων οδηγεί τους πολίτες να επιλέγουν με μια συνθετική αξιολόγηση. Κι ας μη λησμονείται επίσης ότι υπάρχουν και σήμερα εκλογείς που ψηφίζουν «τιμωρητικά» και όχι επιλεκτικά, βάσει δηλαδή των προσωπικών τους πεποιθήσεων.
Τα εκλογικά συστήματα όμως δεν λειτουργούν μόνο για την ίση και δίκαιη εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων στο Κοινοβούλιο μιας χώρας, αλλά καθορίζουν άμεσα και ουσιαστικά και τη διαδικασία για τον σχηματισμό κυβερνήσεων.
Η πολυδιάσπαση των πολιτικών δυνάμεων κατά τον Μεσοπόλεμο, που δεν επέτρεπε κομματικοπολιτική σταθερότητα, οφειλόταν κυρίως στα αναλογικά εκλογικά συστήματα, μέσω των οποίων εισέρχονταν στα Κοινοβούλια σειρά κομμάτων και κομματιδίων, τα οποία ελάχιστη ή καμία σχέση είχαν με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Το οποίο λειτουργεί κατά βάσιν στο πλαίσιο μιας σχετικής συναίνεσης (consensus) ανάμεσα στις βιώσιμες πολιτικές δυνάμεις και τουλάχιστον πάνω σ' έναν κοινό παρονομαστή αξιώσεων, προτάσεων, επιλογών κ.ο.κ.
Η διάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία επήλθε πρώτιστα μέσα από τη ρευστότητα των πολιτικών σχέσεων, κατάσταση που προέκυψε κυρίως από τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων. Ο οποίος είχε επέλθει λόγω μιας υπεραντιπροσώπευσης των μικρών κομμάτων στο Ράιχσταγκ και των μικροσυναλλαγών που έφθειραν το γερμανικό πολιτικό σύστημα.
Η άνοδος του Χίτλερ δηλαδή ευνοήθηκε από αυτά τα αρνητικά φαινόμενα, μολονότι υπήρξε προδιαγεγραμμένη λόγω των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών που επιβλήθηκαν στις Βερσαλλίες. Οι οδυνηρές ιστορικές αυτές εμπειρίες οδήγησαν τους «πατέρες» του μεταπολεμικού γερμανικού Συντάγματος στην καθιέρωση ρητρών ασφαλείας του εκλογικού συστήματος για εγγύηση της πολιτικής σταθερότητας. Μία εξ αυτών ήταν η γνωστή «ρήτρα αποκλεισμού» του ποσοστού πέντε τοις εκατό (5%), η οποία ισχύει ακόμη, ενώ το εκλογικό σύστημα παραμένει ωστόσο καθαρά αναλογικό.
Η γερμανική εμπειρία διδάσκει πρώτον ότι ένα εκλογικό σύστημα πρέπει να είναι όχι μόνο δίκαιο αλλά και πάγιο, ώστε να συνιστά μόνιμο οδηγό («μπούσουλα») για τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία μέσω της λαϊκής ψήφου. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για το εκλογικό σώμα, τα ανακλαστικά του οποίου δεν μπορούν να μεταβάλλονται λόγω τυχαίων εντυπωσιασμών της πολιτικής συγκυρίας.
Το κομματικό σύστημα του γερμανικού δικομματισμού, Χριστιανοδημοκράτες – Σοσιαλδημοκράτες «συν ένα ήμισυ» (Φιλελεύθεροι), έμελλε να αλλάξει πρώτα με την εμφάνιση των Πρασίνων και κατόπιν με το τέλος του υπαρκτού -λεγόμενου- σοσιαλισμού. Οπότε υπήρξε χώρος και «ανοχή» για μια αριστερή πολιτική έκφραση στο Μπούντεσταγκ: η αριστερή Λίνκε, η οποία αγωνίζεται να επιβιώσει εσχάτως καθώς αδυνατεί να αποκτήσει λαϊκή βάση και στον δυτικο-γερμανικό χώρο.
Η απόφαση του κυβερνώντος τότε ΣΥΡΙΖΑ να καθιερώσει την απλή αναλογική υπήρξε μεν μια δίκαιη πολιτικά επιλογή, συνάμα δε και αρνητική για τον ίδιο από στρατηγική άποψη. Διότι η απόφαση αυτή απέβλεπε κυρίως στον αποκλεισμό μιας μονοκομματικής δεξιάς κυβέρνησης αλλά δεν προνοούσε για το πλαίσιο σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας μεταξύ των λεγόμενων «όμορων» πολιτικών δυνάμεων.
Ούτε διέκρινε και τη δυνατότητα ανάδειξης κομματικών μορφωμάτων από το «πουθενά», ως και της σημαντικής διασποράς των ψήφων. Οι Συριζαίοι ήγουν «έβλεπαν το τυρί αλλά όχι και τη φάκα». Ο πάλαι ποτέ περίφημος εκλογομάγειρας Κουτσόγιωργας είχε επιλέξει την ίδια τακτική, αλλά τότε βασίλευε ακόμη ο δικομματισμός κι η ελληνική κοινωνία δεν είχε γνωρίσει κρίσεις, μνημόνια, κορονοϊούς κ.ο.κ.
Θα πρέπει τέλος να επισημανθεί εδώ ότι άρθρο του γράφοντος με ίδιο τίτλο και σκεπτικό είχε δημοσιευθεί στα «Νέα», όταν το ΠΑΣΟΚ βίωνε τον δικό του κατήφορο (1987). Τα δεδομένα της εποχής έχουν μεταβληθεί αρκετά, με εξαίρεση ένα και βασικό: η ελληνική Δεξιά συνεχίζει και σήμερα να ελέγχει πέραν του παγιωμένου ενός τρίτου συντηρητικού στρατοπέδου.
Κάτι που δεν ισχύει πλέον για τον χώρο ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, όπου, προς το παρόν, φαίνεται αδύνατη πολιτικά μια μεταξύ τους συνεργασία. Τούτο απολήγει ίσως υπέρ των δεξιών κυβερνώντων, οι οποίοι έχουν αποκτήσει στο μεταξύ και τις δικές τους «παραφυάδες» (και για κάθε ενδεχόμενο...).
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας