Η Μπεάτε Τεμπρίδης είναι Γερμανίδα δημοσιογράφος του κρατικού τηλεοπτικού δικτύου RBB (ARD). Το ελληνικό της επίθετο το κρατά από τον πρώην σύζυγό της, Γιαννούλη Τεμπρίδη, εικαστικό, παιδί πολιτικών προσφύγων από την Ελλάδα, που γεννήθηκε και έζησε στην Ανατολική Γερμανία. Η Μπεάτε έχει σπουδάσει θεατρολογία και νέα ελληνική φιλολογία, σε Βερολίνο και Αθήνα, έχει ζήσει στη χώρα μας και τη γνωρίζει πολύ καλά, ενώ το διδακτορικό της είχε θέμα τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και ειδικότερα την ταινία του «Ο θίασος». Με αφορμή τα 25 χρόνια από την πτώση του Τείχους, μας μιλά για τη ζωή στο πρώην κομμουνιστικό καθεστώς, την κατάρρευσή του, αλλά και για την κρίση στην Ελλάδα, με την οποία καταπιάνεται στο ντοκιμαντέρ που μόλις ολοκλήρωσε, με τίτλο «Η δυστυχία-τύχη τού να είσαι Ελληνας»
•Θυμάσαι πού ήσουν το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1989 όταν κατέρρευσε το Τείχος;
Ναι, ήμουν εδώ στο Ανατολικό Βερολίνο, λίγες ημέρες μετά τον γάμο μου με τον Γιαννούλη Τεμπρίδη. Το βράδυ εκείνο κοιμόμουν, όταν με ξύπνησε ο σύζυγός μου και μου είπε: «Δεν θα το πιστέψεις. Ανοιξαν τους συνοριακούς σταθμούς. Ντύσου γρήγορα να κατέβουμε, να πάμε να δούμε τη μητέρα μου (η οποία ζούσε στο Δυτικό Βερολίνο)». Και έτσι έγινε. Σε λίγη ώρα ήμασταν στο Δυτικό Βερολίνο και χτυπούσαμε την πόρτα του διαμερίσματος της μητέρας του. Ειλικρινά, το βράδυ εκείνο, δεν αισθάνθηκα κάτι ιδιαίτερο. Λίγα χρόνια μετά, όμως, συνειδητοποίησα το πόσο ιστορική ήταν η βραδιά εκείνη.
•Γιατί κατέρρευσε τόσο εύκολα το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας;
Γιατί ήταν ένα ξοφλημένο-τελειωμένο καθεστώς, οικονομικά και ιδεολογικά. Το 1989, η πρώην Ανατολική Γερμανία είχε τεράστια εξωτερικά χρέη. Είχε καταντήσει να δανείζεται από τον ιδεολογικό της εχθρό, τους Συντηρητικούς του Στράους, που κυβερνούσαν τη Βαυαρία. Οικονομικά, η κατάσταση έμοιαζε πολύ με τη σημερινή αντίστοιχη της Ελλάδας. Ενα κράτος υπερχρεωμένο, με μια οικονομία που δεν ήταν διόλου ανταγωνιστική. Ιδεολογικά, το μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε από χρόνια ξεπεραστεί. Δεν είχε να κάνει καθόλου με αληθινή Αριστερά. Ηταν μια «αριστερή» δικτατορία, ένα απόλυτα καταπιεστικό καθεστώς, που έπρεπε να φοβάσαι για το τι λες, σε ποιον το λες, τι σχέσεις έχεις, τι μουσική ακούς, τι βιβλία διαβάζεις, τι ταινίες σού αρέσουν. Ολα βρίσκονταν υπό τον πλήρη έλεγχο του κράτους και υπήρχε απόλυτος έλεγχος του πνεύματος και βέβαια –το βασικότερο– η απαγόρευση του να ταξιδεύει κανείς και φυσικά το Τείχος.
•Ισως η απαγόρευση των ταξιδιών ήταν και ο βασικότερος λόγος που κατέρρευσε το καθεστώς;
Το συγκεκριμένο καθεστώς σού παρείχε τα βασικά. Εργασία, υγεία, εκπαίδευση και τα στοιχειώδη καταναλωτικά αγαθά. Επί χρόνια υπήρχαν πολλοί που έλεγαν ότι «αφού τα έχω αυτά, δεν με νοιάζει τίποτε άλλο». Ομως, η επί δεκαετίες συσσωρευμένη έλλειψη ελευθερίας έφτασε το 1989 να ξεχειλίσει το ποτήρι. Βγήκαμε στους δρόμους, επειδή δεν μπορούσαμε άλλο να ανεχθούμε τον απόλυτο έλεγχο του καθεστώτος. Δεν μπορούσαμε πλέον να ανεχθούμε το ότι επί δεκαετίες μάς κυβερνούσε μια κάστα γηραιών στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος, που μας επέβαλλε το πώς και πού θα ζήσουμε.
•Η κατάρρευση μπορεί να έφερε την ελευθερία, έφερε όμως και πολλά προβλήματα. Οι Ανατολικογερμανοί έκαναν χρόνια να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Ναι, τα πρώτα χρόνια υπήρχαν πολλά προβλήματα, με βασικότερο την ανεργία. Επίσης, σκέψου ότι άνθρωποι –σαν κι εμένα– είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα κράτος που δεν υπήρχε πια. Για το μεγαλύτερο όμως μέρος του πληθυσμού, η πτώση του Τείχους ήταν μια απελευθέρωση από την τυραννία.
•Και πώς είναι ο απολογισμός 25 χρόνια μετά την πτώση;
Για ένα μεγάλο μέρος των Ανατολικογερμανών, σίγουρα, η κατάσταση είναι καλύτερη από πριν. Ομως για ένα άλλο μέρος, τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Κάποιοι έμειναν πίσω. Κάποιοι έμειναν μόνοι. Δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο γεγονός ότι τώρα πια παλεύεις μόνος σου για τη ζωή. Σίγουρα, υπάρχει μεγάλη βελτίωση στην ποιότητα ζωής –σε σχέση με το παρελθόν–, ωστόσο έχει χαθεί το πνεύμα αλληλεγγύης που είχαμε μεταξύ μας στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Εχει χαθεί η αλληλεγγύη. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν και οι αμετανόητοι, αυτοί που θέλουν την επιστροφή στο παλαιό καθεστώς, είναι συνήθως πρώην αξιωματούχοι που δεν τους δίδαξε τίποτε η Ιστορία. Οτι, δηλαδή, η πλειονότητα του λαού ήθελε να ζήσει ελεύθερη, όποιο και να ήταν το ρίσκο.
•Στο ντοκιμαντέρ σου κατέγραψες την Ελλάδα της κρίσης από το 2011. Τι είδες στην Ελλάδα τα χρόνια αυτά;
Σίγουρα η χειρότερη στιγμή της Ελλάδας ήταν το 2012. Και το πιο βασικό είναι πως είδα τους Ελληνες να αλλάζουν. Οχι πάντοτε αρνητικά. Εγιναν πιο απλοί τα τελευταία χρόνια, πιο προσγειωμένοι. Αλλά, παράλληλα και πιο καταθλιπτικοί. Οι αλλαγές στην Ελλάδα υπήρξαν δραματικές, γιατί έγιναν και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Από την Ελλάδα των Καγέν, μέσα σε λίγο καιρό είδα την Ελλάδα των αστέγων και της μεγάλης φτώχειας. Ηταν αλλαγές σοκαριστικές.
•Για πολλούς Ελληνες φταίει ο «κακός λύκος», μια Ανατολικογερμανίδα σαν κι εσένα, η Ανγκελα Μέρκελ.
Είναι μεγάλη υπερβολή να λέει κανείς ότι για όλα φταίει η Μέρκελ. Βέβαια, καταλαβαίνω πως οι Ελληνες χρειάζονται έναν κακό λύκο. Ομως, όλοι πριν από την κρίση βλέπαμε πως ο ελληνικός λαός ζει πάνω από τις δυνατότητές του. Εχω φίλους που ο καθένας στην οικογένεια είχε και από ένα αυτοκίνητο. Στα χρόνια αυτά βρίσκονται οι ρίζες της κρίσης και όχι στην Ανγκελα Μέρκελ. Βέβαια, η Γερμανία και γενικότερα οι Ευρωπαίοι, ενώ έβλεπαν το πάρτι που γινόταν στην Ελλάδα, δεν έκαναν κάτι για να το σταματήσουν. Αντίθετα, χρησιμοποιούσαν την τρέλα αυτή για να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
Ακόμη, ως Ευρωπαίοι δεν λειτουργήσαμε ως κοινότητα ούτε πριν ούτε κατά τη διάρκεια της κρίσης και δεν δείξαμε την αλληλεγγύη που έπρεπε στην Ελλάδα. Φυσικά, όπως είπα, οι Ελληνες έγιναν τώρα –από μια άποψη– καλύτεροι, μια και ανακαλύπτουν τις βασικές τους αξίες. Και ναι, έχουν γίνει ακόμη πιο φιλικοί και σε εμένα που είμαι και Γερμανίδα. Με το ντοκιμαντέρ μου, στο οποίο μιλούν πολλοί γερμανομαθείς Ελληνες, ήθελα να δείξω το πόσο κοσμοπολίτες και μορφωμένοι είναι οι Ελληνες και πόσο ικανοί είναι για πολλά πράγματα. Είναι ικανοί να βγουν από την κρίση και θα τα καταφέρουν, όπως τα καταφέραμε και εμείς οι Ανατολικογερμανοί, παρά τις πολύ μεγάλες δυσκολίες που περάσαμε.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας