Είμαι δημοσιογράφος. Θάβω κάθε μέρα αβέρτα. Την πραγματικότητα. Θάβω κόσμο και κοσμάκη. Κι ύστερα φεύγω, την κάνω. Τι μένει απ’ όλα αυτά; Μερικά πουκάμισα ιδρωμένα. Μένει η σιωπή, λοιπόν…
Μέχρι τώρα γνωρίζαμε το αστυνομικό νουάρ. Τώρα έχουμε μπροστά μας ένα δημοσιογραφικό νουάρ που ανασυνθέτει αριστοτεχνικά τις διαδρομές του ματωμένου χρήματος στην Ελλάδα.
Οχι με τον τρόπο ενός ντετέκτιβ Μάρλοου, αλλά με τον τρόπο ενός ανήσυχου δημοσιογράφου ο οποίος βλέπει πολλά, σκαλίζει περισσότερα, κάνει τολμηρούς συσχετισμούς, δέχεται απειλητικές προειδοποιήσεις, και επιλέγει τη σωστή στιγμή για να φέρει την αλήθεια στην επιφάνεια, αναλαμβάνοντας και το κόστος τού να εμποδίσει διάφορα κέντρα υπεράνω υποψίας να τη θάψουν.
Αυτή τη διαδρομή παρακολουθεί η Σταυρούλα Σκαλίδη με το μυθιστόρημά της Γραφείον ο φόβος (Πόλις) αντλώντας το υλικό της από μια μεγάλη ποικιλία βρόμικων υποθέσεων, οι οποίες απασχόλησαν την επικαιρότητα στο διάστημα 2010-2014, χωρίς απαραίτητα να διαλευκανθούν σε βάθος.
Η συγγραφέας δεν τις κατονομάζει, αλλά τις περιγράφει έτσι ώστε να παραπέμπουν σε γεγονότα οικεία στον αναγνώστη: όπως ο έλεγχος της περιοχής του Αγιου Παντελεήμονα από τη Χρυσή Αυγή ή οι ρατσιστικοί φόνοι, όπως η κατάρρευση του συστήματος της δημόσιας υγείας που ενίσχυσε την κερδοσκοπία των μεγαλογιατρών, όπως η διαπλοκή ορισμένων πολιτικών με το κοινό έγκλημα ή οι συμμαχίες ορισμένων κατηγορούμενων για τρομοκρατία με ποινικούς κρατούμενους, όπως και οι μαφιόζικες πρακτικές -εκβιασμοί, εκφοβισμοί, συκοφαντίες κ.ά.- τις οποίες αξιοποιούν κάποιοι επιχειρηματίες νέας κοπής κ.ο.κ.
Ολα αυτά τα φαινόμενα διασταυρώνονται στην καθημερινότητά μας είτε πραγματικά είτε δυνητικά. Αυτό λέει με το μυθιστόρημά της η Σκαλίδη. Και προχωρά πέρα από τις δημοσιογραφικές διαπιστώσεις, καταφέρνοντας να αναπλάσει το ζοφερό κλίμα σαπίλας, διαφθοράς, απανθρωπιάς και παράνοιας, το οποίο επί μια πενταετία δηλητηρίαζε με φόβο την ελληνική κοινωνία.
Βραβευμένη το 2009 από το «Διαβάζω» ως πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας για το Προδοσία και εγκατάλειψη (Πόλις 2008), συγγραφέας και της σπονδυλωτής νουβέλας Κρέας από σταφύλι (2010), η 37χρονη σήμερα Σκαλίδη έχει εργαστεί 13 χρόνια ως δημοσιογράφος -υπήρξε μάλιστα και άτυπη αρχισυντάκτις στη «Βραδυνή».
Ωστόσο, προσεγγίζει με όρους λογοτεχνικούς τα πάντα σκοτεινά κοινωνικά θέματά της, δίνοντας ένα δεύτερο επίπεδο στις ιστορίες της και ένα βάθος στη γλώσσα της. Ετσι και στο Γραφείον ο φόβος, όπου υιοθετεί δημιουργικά το ύφος των pulp μυθιστορημάτων και όπου κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας 40άρης αστυνομικός συντάκτης.
Παιδί «της άγριας πιάτσας», ο πρωταγωνιστής και αφηγητής έμεινε άνεργος έπειτα από 20 χρόνια στο ρεπορτάζ. Ομως εξακολουθεί να γράφει ειδήσεις από το αστυνομικό δελτίο σε μια δική του ιστοσελίδα, επειδή «δεν βαστάει η ψυχή του να αδιαφορήσει για όσα συμβαίνουν γύρω του».
Και συμβαίνουν πολλά και αιματηρά περιστατικά που μοιάζουν τυχαία όμως ανήκουν στο ίδιο παζλ. Οταν εκείνος θα το καταλάβει, θα συνειδητοποιήσει ότι και ο ίδιος έχει γίνει ένας κινούμενος στόχος, χωρίς άλλο όπλο παρά μόνο τις πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει..
Από αυτήν την αφετηρία ξεκινώντας, η Σταυρούλα Σκαλίδη προχωρά μέσα από μια σφικτή πλοκή σε ένα διπλό σχόλιο για τους αρχιτέκτονες του φόβου στα χρόνια της κρίσης.
Μιλά ρητά για τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και υπαινικτικά για τα δημοσιογραφικά συμφέροντα˙ ρητά για τα «παιδιά με τις ίδιες μπλούζες» και υπαινικτικά για τους ρεπόρτερ που παραπλανούν το κοινό προσπερνώντας τις αλήθειες˙ ρητά για τη βία, τα φονικά και την παγίδευση αθώων, υπαινικτικά για τη σιωπή όσων ξέρουν και σκύβουν το κεφάλι.
«Αντίβαρο στην κρίση, η ηθική στάση μας»
«Τα χειρότερα είναι αυτά που φοβάσαι, όχι αυτά που έρχονται», σχολιάζει ο αφηγητής. Διότι το μέλλον είναι ήδη εδώ και οι άστεγοι, οι άνεργοι, οι χρεωμένοι, οι αυτόχειρες δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου της κρίσης.Το επιβεβαιώνουν και τα ντοκουμέντα-φωτιά που του εμπιστεύεται ο άλλοτε αρχισυντάκτης του, ένας ευπατρίδης του αστυνομικού ρεπορτάζ που είχε στόχο να μην αφήσει καμιά βρομιά να κουκουλωθεί. Από τη στιγμή που μαθαίνει την ύπαρξη αυτού του υλικού, ο αφηγητής ξέρει ότι έχει μπλέξει: «Το καλούπι του εγκληματία είναι όλο και πιο ρευστό, κυλάει από τα χέρια του νόμου και τον παίρνει μαζί του».
Ετσι, όταν ένα παγιδευμένο αυτοκίνητο εκρήγνυται και σκοτώνει τον μέντορά του, ο αφηγητής καταλαβαίνει πώς κουμπώνουν μια σειρά από φαινομενικά «τυχαία» γεγονότα που συνδέουν τα «λευκά κολάρα», τον εφιάλτη του νεοναζισμού και τους αφανείς.
Ο αναγνώστης τον παρακολουθεί λοιπόν, να διερευνά τα «γιατί» βήμα-βήμα, ενώ στενεύει γύρω του ο κλοιός του τρόμου κι αυτός προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς να προδώσει την ηθική του συνείδηση. Αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα που απασχολεί τη Σκαλίδη: «Η ηθική στάση μας και οι προθέσεις μας» που δοκιμάζονται «στα πράγματα της ζωής» και «είναι το αντίβαρο» στην κρίση που μας σακατεύει.
Τα μοναδικά στηρίγματα του αφηγητή σ’ αυτήν την υπόθεση είναι οι ευαισθησίες της μυστηριώδους συντρόφου του, η αγάπη δίχως όρους των θετών γονιών του και η πίστη του στη νέα γενιά, όπως ο ακέραιος σκιτσογράφος που θα συνθέσει τελικά αυτή την ιστορία σε ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ.
Εκεί θα φανερωθούν όχι μόνο οι αυτουργοί των φόνων, αλλά και οι ηθικοί αυτουργοί του εφιάλτη. Ολα θα βγουν στο φως πράγματι, όμως αυτό το happy end είναι ειρωνικό. Η Σκαλίδη δεν είναι αφελής, αλλά σαν να θέλει να υπογραμμίσει τον ιδανικό δρόμο της ευθύνης και της αντίστασης στον φόβο. «Δεν ξεριζώνεται το κακό. Μόνο ανακυκλώνεται», γράφει. Ομως «έρχεται μια στιγμή που ο φοβισμένος εαυτός σου σε παρακαλάει να διασώσεις την αξιοπρέπειά του».
Ελλειμμα αρχών
Ο μέντορας της Σταυρούλας Σκαλίδη ήταν ο πλατιά αναγνωρισμένος γελοιογράφος Βασίλης Χριστοδούλου (1917-2010). Ενας άνθρωπος που «έζησε την Ιστορία του τόπου στο πετσί του, αλλά δεν λερώθηκε και βγήκε ατσαλάκωτος μέσα από τη σήψη. Φυσικά με κόστος…»
Συναντήθηκαν στη «Βραδυνή» όταν ακόμα η Σκαλίδη εργαζόταν στα διεθνή οικονομικά θέματα. Κοντά του έμαθε τι σημαίνει προσωπική ευθύνη του δημοσιογράφου. «Εχεις πάντα την ελευθερία να αφήσεις να διαφανεί το φως της αλήθειας», μου επιβεβαίωσε.
«Αλλά πρέπει συνεχώς να επιλέγεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις». Ετσι, σε μια εποχή που το επάγγελμα περνά τη μεγαλύτερη κρίση του, η Σκαλίδη, πέρασε αυτές τις αρχές στον Αρη Στεριανό, αφηγητή τού Γραφείον ο φόβος, και στον «μαθητή» του, τον νεαρό σκιτσογράφο K-ill B-ill.
Παθούσα κι εκείνη (όπως κι εγώ), είναι πολύ κριτική στο μυθιστόρημά της προς τα νέα φαινόμενα που εξαπλώνονται στην έντυπη δημοσιογραφία. «Δεν με πείραζε μόνο που με απολύσανε. Με περόνιαζε μέσα μου που η ίδια μου η δουλειά είχε πεθάνει», εξομολογείται ο Αρης. Και μιλά για «δημοσιογράφους-γραφειοκράτες του κερατά», που «δεν λερώνουν τα παπούτσια τους με αίμα», άρα δεν νιώθουν στο πετσί τους το κοινωνικό δράμα.
Μιλά επίσης για «παιδαρέλια» που δεν πηγαίνουν «στον τόπο του εγκλήματος», αλλά γράφουν για όσα συμβαίνουν με βάση ό,τι δείχνουν οι οθόνες τους. Παράλληλα, σχολιάζει όσες εφημερίδες εξελίσσονται σε «φυλλάδες της κακιάς ώρας», και ξαναθυμίζει τον κανόνα των «παλιών»: «Δεν υπάρχει “δεν ξέρω”. Υπάρχει “θέλω να μάθω και θα μάθω”».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας