Αθήνα, 20°C
Αθήνα
Βροχοπτώσεις μέτριας έντασης
20°C
20.9° 18.4°
1 BF
71%
Θεσσαλονίκη
Σποραδικές νεφώσεις
21°C
21.6° 19.3°
2 BF
61%
Πάτρα
Αραιές νεφώσεις
19°C
22.0° 19.4°
2 BF
75%
Ιωάννινα
Σποραδικές νεφώσεις
17°C
16.9° 16.9°
1 BF
63%
Αλεξανδρούπολη
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
17.9° 17.9°
3 BF
72%
Βέροια
Αυξημένες νεφώσεις
20°C
20.2° 20.2°
2 BF
74%
Κοζάνη
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
15.4° 15.4°
2 BF
59%
Αγρίνιο
Αυξημένες νεφώσεις
21°C
21.2° 21.2°
1 BF
67%
Ηράκλειο
Ασθενείς βροχοπτώσεις
20°C
21.4° 18.8°
4 BF
73%
Μυτιλήνη
Ελαφρές νεφώσεις
19°C
19.9° 18.2°
2 BF
61%
Ερμούπολη
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
19.4° 19.4°
3 BF
61%
Σκόπελος
Ελαφρές νεφώσεις
20°C
19.7° 19.7°
2 BF
68%
Κεφαλονιά
Ελαφρές νεφώσεις
20°C
20.3° 19.9°
4 BF
73%
Λάρισα
Αυξημένες νεφώσεις
21°C
21.2° 21.2°
2 BF
57%
Λαμία
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
19.1° 18.9°
1 BF
59%
Ρόδος
Σποραδικές νεφώσεις
19°C
19.8° 18.8°
4 BF
79%
Χαλκίδα
Αραιές νεφώσεις
21°C
20.5° 20.5°
2 BF
46%
Καβάλα
Σποραδικές νεφώσεις
20°C
20.5° 18.3°
3 BF
66%
Κατερίνη
Αραιές νεφώσεις
21°C
21.3° 21.3°
2 BF
64%
Καστοριά
Αυξημένες νεφώσεις
17°C
17.0° 17.0°
2 BF
64%
ΜΕΝΟΥ
Πέμπτη, 24 Απριλίου, 2025
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Δημοσθένης Κούρτοβικ | ΦΩΤ.: ΒΑΣΩ ΜΑΡΑΓΚΟΥ∆ΑΚΗ

«Τη σημαντική λογοτεχνία δεν τη γράφουν οι τακτοποιημένοι»

Γιατί πρέπει να μας αφορά ως αναγνώστες και αναγνώστριες το τάδε ή το δείνα βιβλίο; Αυτή τη διερώτηση είχε πυξίδα ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στην 30χρονη διαδρομή του στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής από τις σελίδες του «Σχολιαστή» (1984-88), της «Ελευθεροτυπίας» (1989-91), και των «Νέων» (1992-93, 1996-2017). Ηθελε οι βιβλιοκριτικές του να δίνουν ερεθίσματα για έναν ευρύτερο εποικοδομητικό διάλογο ή και για αντιπαραθέσεις ιδεών. Να μην προσλαμβάνεται η λογοτεχνία ως υπόθεση κλειστών αναγνωστικών κοινοτήτων, κάτι που σήμερα –το σημειώνει– μοιάζει να την απειλεί.

Με την ίδια διερώτηση ξεκίνησε και η συζήτησή μας, αφού το καινούργιο του βιβλίο, με τον μεταφορικό τίτλο «Η ελιά και η φλαμουριά. Ελλάδα και κόσμος, άτομο και Ιστορία στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020» (εκδ. Πατάκης), είναι ένα οξυδερκές και διαυγές δοκίμιο που κινείται πέρα από τις ακαδημαϊκές αναλύσεις και τις στενά τεχνικές κριτικές και διαβάζεται όχι σαν λογοτεχνικός κανόνας αλλά σαν ερεθιστικό μυθιστόρημα.

Παράλληλα, αμφισβητεί στερεότυπα όπως π.χ. ότι η ελληνική πεζογραφία (ελιά) είναι καχεκτική και επαρχιώτικη. Δεν είναι. Αντίθετα, από ένα σημείο κι έπειτα, ανοίχτηκε με πρωτοφανή μαζικότητα, στην παγκόσμια πραγματικότητα (φλαμουριά). Επίσης, το βιβλίο αναδεικνύει τη σημασία φαινομένων όπως το νέο, αναστοχαστικό ιστορικό μυθιστόρημα, η άνθηση παραγνωρισμένων λογοτεχνικών ειδών, η σχέση μιας νέας υποκειμενικότητας με τον ευρύτερο δημόσιο χώρο κ.ά. Βάζει ερωτήματα σχετικά με την πρόσληψη μιας σειράς πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών εξελίξεων, ελληνικών και διεθνών κ.ά. Μέσα από τα έργα της ελληνικής πεζογραφίας ανοίγει ζητήματα, λ.χ. της σχέσης της νεωτερικότητας με την παράδοση.

Ο Κούρτοβικ δεν ακολουθεί μια αξιολογική ή αισθητική προσέγγιση και επιλέγει να εστιάσει περισσότερο σε βιβλία που πάλεψαν με τις προκλήσεις της Μεταπολίτευσης, παρά σε συγγραφείς (π.χ. συμπεριλαμβάνει και ορισμένα δικά του πεζογραφήματα και αφήνει απέξω φωνές προβεβλημένες). Με όλα αυτά διαφοροποιείται δημιουργικά από τις υπερδιπλάσιες σε όγκο, αναλυτικές μελέτες των συναδέλφων του, Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και Ελισάβετ Κοτζιά, που κυκλοφόρησαν το 2018 και το 2020 αντίστοιχα (εκδ. Πόλις), ως έργα αναφοράς για την πεζογραφία της Μεταπολίτευσης. Καρπός μιας προσωπικότητας αντιφατικής που έχει τη συγκρότηση αιρετικού αριστερού διανοούμενου και μια έκκεντρη σκευή (πτυχίο Φυσικομαθηματικής, διδακτορικό Ανθρωπολογίας, θητεία θεατρικού σκηνοθέτη, μεταφραστή και πεζογράφου) η προσέγγισή του στο «Η ελιά και η φλαμουριά» συνιστά και μια πρόταση για το πώς μπορούμε να μιλάμε για τη λογοτεχνία με τρόπο ενδιαφέροντα.

«Αν ένα βιβλίο δεν σε ερεθίσει από τις πρώτες σελίδες, γιατί να το διαβάσεις;»

• Τα κριτικά σας κείμενα ήταν ανέκαθεν αιχμηρά, μπορούσατε να γίνετε δυσάρεστος σε συγγραφείς δαφνοστεφανωμένους, αλλά και βλέπατε τη συγγραφική φλέβα σε πρωτοεμφανιζόμενους και το σημειώνατε όταν σας απογοήτευαν. Δεν αφήνατε τίποτα να πέσει κάτω. Αντίθετα στο βιβλίο για την πεζογραφία του 1974-2020 η στάση σας είναι πολύ γενναιόδωρη. Τι σημαίνει αυτό; Τήρηση ισορροπιών;

Οταν έχεις να κάνεις, ως κριτικός λογοτεχνίας, με ένα μεμονωμένο βιβλίο, θα διαπιστώσεις αρετές, αδυναμίες, αστοχίες κ.λπ., αλλά βλέπεις το δέντρο, δεν βλέπεις το δάσος. Αν διαβάσεις πολλά ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, μπορεί να δεις επαναλαμβανόμενες, κοινού τύπου «στραβοτιμονιές» από συγγραφέα σε συγγραφέα και να εκνευριστείς, ιδίως αν δεν σου αρκεί το καλό και θέλεις το καλύτερο. Αυτό συνέβη με μένα. Θα προσθέσω ως αιτία εκνευρισμού μου τον εφησυχασμό και τον κομφορμισμό που κυριαρχούσαν και κυριαρχούν στην ελληνική κριτική, πλην εξαιρέσεων.

Οταν όμως επανεξέτασα την παραγωγή ολόκληρης της Μεταπολίτευσης, υλικό σχεδόν μισού αιώνα, και την τοποθέτησα στο πλαίσιο της σύγχρονής της διεθνούς λογοτεχνίας, η κρίση μου σχετικοποιήθηκε. Δεν είδα να υστερεί και τόσο η ελληνική πεζογραφία, συνολικά, από πολύ πιο προβεβλημένες διεθνώς εθνικές πεζογραφίες, ούτε ποιοτικά ούτε από άποψη σύγχρονων προβληματισμών. Με μια υπενθύμιση όμως: όταν μιλάμε για την αξία μιας εθνικής λογοτεχνίας, αναφερόμαστε πάντοτε στην αξία των καλύτερων δειγμάτων της.

• Εχει ανάγκη από υπεράσπιση η ελληνική λογοτεχνία;

Δεν ξέρω αν την έχει ανάγκη, αλλά δεν θα της έπεφτε και άσχημη, καθώς πολλοί Ελληνες αναγνώστες τη σνομπάρουν τα τελευταία πολλά χρόνια, τη θεωρούν παρακατιανή και επαρχιώτικη. Το ίδιο κάνουν, πρέπει να πω, και μερικοί κριτικοί.

• Βλέπετε δύο υποπεριόδους στη λογοτεχνική παραγωγή της Μεταπολίτευσης, η πρώτη καλύπτει τη δεκαπενταετία 1974-1989 και η δεύτερη την τριακονταετία 1990-2020. Οι νεοελληνιστές στα πανεπιστήμια του εξωτερικού εστιάζουν συνήθως στην πρώτη.

Μπορεί κανείς να δει καθαρά, ακόμη και αν δεν παρακολουθεί στενά τη μεταπολιτευτική πεζογραφία, ότι η εικόνα της εμφανίζεται διαφοροποιημένη μετά το 1990. Στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης η πεζογραφία μας ήταν, σε πολύ γενικές γραμμές, πιο ελληνοκεντρική και η ματιά της επηρεασμένη από εμπειρίες, ιδέες, στάσεις προηγούμενων δεκαετιών με διαφορετικό χαρακτήρα, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά.

Μετά το 1990 η πεζογραφία γίνεται πιο εξωστρεφής, ανοίγεται στον ευρύτερο κόσμο και η προβληματική της είναι σε σύγκριση με την προηγούμενη φάση πιο πολυσχιδής. Φυσικά η τομή του 1990 δεν είναι απόλυτη, υπάρχουν συνέχειες ανάμεσα στις δύο φάσεις, όπως δείχνω στο βιβλίο μου. Δεν με εκπλήσσει το ότι ελληνιστές του εξωτερικού ενδιαφέρονται περισσότερο για την πρώτη φάση, γιατί ήταν πιο «ελληνική», αλλά και γιατί τόσο λόγω γεωγραφικής απόστασης όσο και λόγω ηλικίας δεν έχουν ξεκάθαρη εικόνα της νεότερης παραγωγής και δυσκολεύονται να εκτιμήσουν τη σημασία της.

• Πάντως τα ουσιαστικά ζητήματα που αναδύθηκαν με την κρίση δεν κέντρισαν μεγάλη μερίδα συγγραφέων, ενώ θα περίμενε κανείς το αντίθετο, όπως στη διεθνή σκηνή.

Μου φαίνεται πως πολλοί Ελληνες συγγραφείς παγιδεύτηκαν από το μότο «Λογοτεχνία της κρίσης», που το εφηύραν ή τέλος πάντων το χρησιμοποίησαν πιο πολύ ξένοι δημοσιογράφοι και ελληνιστές. Ηταν ένα μότο που προηγήθηκε του περιεχομένου του, αντί να περιγράφει κάτι που είχε ήδη υπόσταση.

Εκτός αυτού, ενώ η κρίση θα απαιτούσε έναν αναστοχασμό γύρω από τα προβλήματα της χώρας, της κοινωνίας και των συλλογικών νοοτροπιών, οι περισσότεροι συγγραφείς την προσέγγισαν με έτοιμες απαντήσεις, βασισμένες σε ιδεοληψίες ή σε μια πρωτοβάθμια, ρηχή συναισθηματική ανταπόκριση. Κακά τα ψέματα, σημαντική λογοτεχνία δεν γράφουν οι ευτυχισμένοι, οι τακτοποιημένοι, οι εξασφαλισμένοι, που περνούν τον καιρό τους στο γραφείο τους, σε βιβλιοθήκες ή με υποτροφία. Γράφουν εκείνοι που ξύνουν βαθιές πληγές τους οι οποίες μπορεί να είναι και συλλογικές.

• Την τελευταία εικοσαετία είναι πολλοί οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς που δημιουργούν μεγάλες ελπίδες, αλλά λίγοι αυτοί που τις επιβεβαιώνουν στη συνέχεια…

Ζούμε στη χώρα της υπερβολής. Πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς εισπράττουν άμετρους επαίνους για το πρωτόλειό τους –έχω υποπέσει και εγώ μερικές φορές σε αυτό το αμάρτημα–, πράγμα που τους κάνει να αισθάνονται πως έγιναν κιόλας λογοτεχνικές κορυφές. Ο εφησυχασμός οδηγεί όμως στην παρακμή του ταλέντου. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις που ένας συγγραφέας είπε ό,τι είχε να πει στο πρώτο βιβλίο του και από εκεί και πέρα επαναλαμβάνεται. Ή, αν έχει αρκετή αυτογνωσία και δεν είναι κενόδοξος, παύει να δημοσιεύει.

• Πόσο σημαντική είναι για μια πεζογραφία η ύπαρξη έντονων βιωμάτων; Ορισμένοι/ες συγγραφείς ξεκινούν με ένα πλούσιο υπέδαφος, όπως η γενιά του «Black lives matter» ή εκείνοι/ες που ανήκουν σε μειονότητες κ.ά.

Τη μεγάλη λογοτεχνία δεν τη γράφουν οι ευτυχισμένοι, οι τακτοποιημένοι, οι εξασφαλισμένοι, που περνούν τον καιρό τους στο γραφείο τους ή σε βιβλιοθήκες ή με υποτροφίες. Τη γράφουν εκείνοι που ξύνουν βαθιές πληγές τους, οι οποίες μπορεί να είναι και συλλογικές, και εκείνοι που βιώνουν τις συνέπειες της μειονεκτικής ή παράταιρης θέσης τους στο περιβάλλον τους. Οι συγγραφείς των κατηγοριών που αναφέρατε, και άλλων, έχουν τέτοια εφόδια, για τον περισσότερο κόσμο όχι ζηλευτά. Συγγραφείς με πιο ομαλό βιωματικό υπόβαθρο, γεννήματα των σημερινών δυτικών κοινωνιών, μπορούν να διοχετεύσουν το ταλέντο και την ευαισθησία τους π.χ. στον αναστοχασμό της συνολικής ιστορικής εμπειρίας του πολιτισμού τους ή σε προβλήματα που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση και την εθνική-πολιτισμική «μιγαδοποίηση» των κοινωνιών τους. Εκεί μπορούν να πουν ενδιαφέροντα πράγματα με ενδιαφέροντα τρόπο.

• Ούτε η ιδιαίτερη συνθήκη που βιώνει η νεολαία μετά το 2008 συγκίνησε το συγγραφικό δυναμικό. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η νεολαία ως υποκείμενο δεν υπάρχει στη μεταπολιτευτική ελληνική πεζογραφία…

Ναι, δεν υπάρχει. Υπάρχουν σχεδόν μόνο συγγραφείς που μιλούν εξ ονόματος της νεολαίας και το βρίσκω αυτό ενοχλητικό. Παλιότερα, οι νέοι πεζογράφοι της γενιάς του ’80 περιέγραψαν τη νεολαία της εποχής τους, το έκαναν με ταλέντο, αλλά χωρίς πολύ βάθος και οπωσδήποτε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Δεν ξέρω σε τι οφείλεται η σημερινή έλλειψη. Ισως στο ότι η λογοτεχνία δεν έχει την αλλοτινή αίγλη της και δεν είναι πια το κύριο μέσο έκφρασης των νέων, πλάι ή μετά τη μουσική. Μάλλον έχει παίξει ρόλο εδώ η εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Από το υπόγειο στο ρετιρέ

• Είστε από τους πρώτους και λίγους κριτικούς που έστρεψαν το βλέμμα του κοινού προς τα είδη που «από το υπόγειο βρέθηκαν στο ρετιρέ», όπως η αστυνομική λογοτεχνία, η λογοτεχνία του φανταστικού ή η γυναικεία λογοτεχνία. Τι ιδιαίτερο προσφέρουν;

Η αστυνομική λογοτεχνία, η λογοτεχνία του φανταστικού, η επιστημονική φαντασία θεωρούνταν στην Ελλάδα ανέκαθεν παραλογοτεχνία, αν και στην περίπτωση της αστυνομικής λογοτεχνίας η στάση αυτή έχει κάπως αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Στην πραγματικότητα τα είδη αυτά δίνουν πολύ συχνά έργα που δεν είναι μόνο εξαιρετική λογοτεχνία αλλά έχουν και μια προβληματική πολύ πιο προωθημένη από αυτή της «σοβαρής» λογοτεχνίας. Μιλώντας π.χ. για την επιστημονική φαντασία, ας θυμηθούμε τον Χάξλεϊ, τον Ζαμιάτιν, τον Φίλιπ Ντικ, τον Στανίσλαβ Λεμ και ένα σωρό άλλους.

Οσο για τη γυναικεία λογοτεχνία, όρος που δεν μου αρέσει, δεν ξέρω πόσο παραγνωρισμένη είναι. Αν τα ροζ μυθιστορήματα είναι γυναικεία λογοτεχνία, τότε όχι μόνο παραγνωρισμένη δεν είναι αλλά και κάνει θραύση. Τώρα μάλιστα με το κίνημα του #metoo πρέπει να περιμένουμε ότι η γυναικεία εξομολογητική-καταγγελτική λογοτεχνία θα γίνει το κυρίαρχο είδος.

• Στο «Η ελιά και η φλαμουριά» στέκεστε στην Ελληνίδα ως συγγραφέα και ως ηρωίδα λογοτεχνίας, επισημαίνοντας μια αντίφαση: παρότι την περίοδο αυτή έχει αποκτήσει θεσμικές ελευθερίες, αυτές δεν μετασχηματίστηκαν σε πραγματικές ελευθερίες…

Η σημερινή Ελληνίδα φαίνεται πράγματι πως δυσκολεύεται να εσωτερικεύσει τις θεσμικές ελευθερίες που απέκτησε στη Μεταπολίτευση. Φυσικά η εσωτερίκευση είναι μια μακρά διαδικασία, αλλά πενήντα ή σαράντα χρόνια δεν είναι λίγα. Σωστά κάνετε πάντως διάκριση ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και τον αντικατοπτρισμό της στη λογοτεχνία. Η προβληματική ορισμένων γυναικών συγγραφέων μπορεί να δώσει την εντύπωση μιας μεγάλης προόδου, μεγαλύτερης από την πραγματική. Ισως τα ροζ μυθιστορήματα και η απήχησή τους δίνουν, από αυτή την άποψη, μια πιο πιστή εικόνα, παρά τα κλισέ, την ανυπόφορη γραφή και την αυταρέσκεια που κρύβεται συχνά κάτω από την αυτολύπηση των ηρωίδων τους.

• Τι σκέφτεστε όταν ακούτε ότι ένα βιβλίο «αρέσει στο κοινό»;

Εχω ακούσει πολλές φορές εκδότες να λένε ότι το τάδε βιβλίο τους θα αρέσει στο κοινό. Στην πραγματικότητα εννοούν, αν και δεν το συνειδητοποιούν πάντοτε, ότι θα αρέσει στο δικό τους κοινό, που μπορεί να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο. Το κοινό είναι σήμερα διαφοροποιημένο, δεν διαβάζουν όλοι τα ίδια βιβλία. Υπάρχει βέβαια κάποια ώσμωση ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες αναγνωστών, αλλά σε γενικές γραμμές άλλοι είναι αυτοί που διαβάζουν την ελληνική λογοτεχνία που βγάζει π.χ. ο «Ψυχογιός» και άλλοι αυτή που βγάζει η «Εστία» ή το «Μελάνι». Αν πάντως θέλουμε να μιλήσουμε για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ως σύνολο, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα παιδείας. Και γι’ αυτό ευθύνεται πρωτίστως το σχολείο.

• Συμβάλλει η σχολική παιδεία στη διαμόρφωση του αναγνωστικού γούστου;

Οι προσωπικές εμπειρίες μου από τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, τόσο της πεζογραφίας όσο και της ποίησης, στο ελληνικό σχολείο είναι καταθλιπτικές. Οι μαθητές στην Ελλάδα μαθαίνουν όχι να αγαπούν αλλά να σιχαίνονται τη λογοτεχνία.

Η κριτική της Κριτικής

• Ποιο είναι το πρώτο χάρισμα που αναζητάτε σε ένα βιβλίο;

Αν ένα βιβλίο δεν σε ερεθίσει, δεν λέω να σου αρέσει, από τις πρώτες σελίδες του, γιατί να το διαβάσεις; Γιατί πρέπει να φτάσεις στη σελίδα 50, ας πούμε, για να το βρεις ενδιαφέρον; Μιλάω βέβαια από τη σκοπιά του αναγνώστη. Αλλά και ως κριτικός έπαψα από ένα σημείο και έπειτα, δυστυχώς για μένα πολύ αργά, να διαβάζω βιβλία που δεν με τράβηξαν στις πρώτες δέκα, το πολύ είκοσι σελίδες τους. Το πρώτο ερώτημα, πάντως, στο οποίο προσπαθούσα να απαντήσω όταν έγραφα για ένα βιβλίο ήταν γιατί πρέπει να μας ενδιαφέρει ή να μας αφορά ως αναγνώστες. Η ακαδημαϊκή κριτική παραβλέπει συχνά αυτό το ερώτημα.

-Από τα δικά σας πεζογραφικά έργα ποια θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα;

Διακρίσεις απέναντι στα παιδιά μου, έτσι; Τέλος πάντων. Θα ανέφερα το «Τετέλεσται» (1996) και το «Τι ζητούν οι βάρβαροι» (2008). Το «Τετέλεσται» είναι μια συνομιλία της λογοτεχνίας με τη φωτογραφία και τη φιλοσοφία της Ιστορίας, που άρεσε πολύ και στο εξωτερικό. Το «Τι ζητούν οι βάρβαροι», πάλι, είναι μεταξύ άλλων μια κατάθεση της σχέσης μου με τα Βαλκάνια, ένα μείγμα έρωτα και φόβου, οικειότητας και απώθησης, που εκφράζει κάποιες απόψεις «αιρετικές», μη «πολιτικά ορθές» και μη «εθνικά ορθές». Είναι ένα μυθιστόρημα που το κατάλαβαν καλύτερα στη Βόρεια Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής και κυρίως της βιωματικής εγγύτητας με τον βαλκανικό χώρο.

• Ως πεζογράφος δεν έχετε ευτυχήσει και πολύ από τη βιβλιοκριτική. Μήπως είστε «καταδικασμένος» να σας βλέπουν περισσότερο ως κριτικό παρά ως πεζογράφο;

Παίρνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της κριτικής μου –είναι αυτά που περιγράψατε– και τη γνωστή προκατάληψη για κριτικούς που είναι και συγγραφείς, λέω ότι σε γενικές γραμμές είχα καλή έως πολύ καλή αντιμετώπιση ως πεζογράφος. Αλλωστε η τεχνική και οι προβληματικές της πεζογραφίας μου είναι από αυτές που μάλλον ξενίζουν στην Ελλάδα, τουλάχιστον τη στιγμή που εμφανίζονται. Αν και κανένας, νομίζω, δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα βιβλία μου είναι «βαριά» και δυσνόητα.

• Ως κριτικός, ποιον «δεκάλογο» θα προτείνατε σε επίδοξους κριτικούς βιβλίων;

Συμβουλές και πολύ περισσότερο δεκαλόγους δεν μου άρεσε ποτέ να δίνω σε επίδοξους κριτικούς. Θεωρώ ότι η ευαισθησία, και δεν εννοώ μόνο τη λογοτεχνική ευαισθησία, είναι η κύρια προϋπόθεση για έναν κριτικό. Ας την πω καλύτερα ανησυχία. Από εκεί και πέρα, είναι σημαντικό να έχει ο κριτικός ικανοποιητικές γνώσεις για τη διεθνή λογοτεχνία, εκτός από αυτή της χώρας του. Δεν είναι απαραίτητο να έχει εξειδικευμένες και λεπτομερείς τέτοιες γνώσεις, ίσως μάλιστα δεν είναι ούτε επιθυμητό, γιατί πολλές φορές αυτό θολώνει το βλέμμα αντί να το οξύνει.

Στην Ελλάδα, η πληθώρα αυτοαποκαλούμενων κριτικών σημαίνει ένδεια σε αληθινούς κριτικούς. Ισως είναι όμως μια αναπόφευκτη εξέλιξη. Η εποχή μας είναι μεταμοντέρνα, απορρίπτει την αυθεντία και θεωρεί ότι καλό και σπουδαίο είναι ό,τι θεωρεί καλό και σπουδαίο ο καθένας, η κάθε μειονοτική ή μειονεκτούσα ομάδα ή η κάθε κλειστή κοινότητα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Το λογοτεχνικό σινάφι

• Ο λογοτεχνικός μικρόκοσμος έχει απασχολήσει ελάχιστα την ελληνική πεζογραφία. Στο βιβλίο σας επισημαίνετε τη σάτιρα ηθών και ιδεών «Ο συγγραφέας και το εξώφυλλο» (1991) του Κώστα Κοντοδήμου και το σατιρικό, ειρωνικό «Τιμής ένεκεν» (2004) του Πέτρου Τατσόπουλου. Ισως όμως το πιο υπονομευτικό και εύγλωττο να ήταν η «Πινακοθήκη τεράτων» του Μιχάλη Μιχαηλίδη (2009), που αποσύρθηκε εσπευσμένα από τα ράφια, σαν να μην αντέχει το σινάφι καμία αμφισβήτηση…

Το λογοτεχνικό σινάφι στην Ελλάδα κουβαλάει πολλές αμαρτίες, φανερές και κρυφές. Αυτό το κάνει να αισθάνεται ένοχο και ανασφαλές. Η ανασφάλεια και η ενοχικότητα οδηγούν σε δυσανεξία απέναντι στην κριτική, σε εχθροπάθεια και σε εκστρατείες ακύρωσης όσων βγάζουν στη φόρα τα άπλυτά του.

Προσωπικά, προσπαθούσα πάντοτε να διαχωρίζω το ανθρώπινο ποιόν ενός συγγραφέα από την ποιότητα των βιβλίων του. Καλός συγγραφέας δεν σημαίνει και καλός άνθρωπος, και η μικρότητα του ελληνικού λογοτεχνικού σιναφιού δεν συνεπάγεται απαραίτητα μικρότητα του έργου που παράγει. Δυστυχώς ή ευτυχώς η μεγάλη λογοτεχνία δεν γράφεται από ανθρώπους-ηθικά υποδείγματα. Ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, δεν ήταν ευχάριστος χαρακτήρας και σίγουρα δεν ήταν ο Σελίν. Μπορεί ένας προικισμένος παλιάνθρωπος να αισθάνεται την ανάγκη να εξιλεωθεί για την παλιανθρωπιά του με βιβλία υψηλής αισθητικής και βαθιά ηθικού περιεχομένου.

• Και η ερώτηση-κλισέ: Μπορεί ένα βιβλίο να αλλάξει τον κόσμο;

Παραείναι ρομαντική αυτή η προσδοκία. Κανένα βιβλίο δεν έχει πυροδοτήσει επανάσταση. Ας πούμε ότι κάποια βιβλία μπορούν να αλλάξουν τη συνείδηση ανθρώπων που μπορούν να αλλάξουν έναν κόσμο που είναι έτοιμος να αλλάξει.

«Αφορμή ή και πρόφαση η πανδημία για αντιδημοκρατικές πρακτικές»

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ κλείνει το βιβλίο του ανοίγοντας ένα μεγάλο θέμα πολιτικής. Προκειμένου να βρει την αναγνώριση που της αξίζει στις διεθνείς βιβλιαγορές, η ελληνική πεζογραφία, λέει, θα χρειαστεί να σπάσει τα γραφικά στερεότυπα που εξακολουθούν να ορίζουν την εικόνα της χώρας. Ομως το εάν θα το κατορθώσει δεν εξαρτάται από τα έργα που μεταφράζονται ή από την (καταργημένη) πολιτική μεταφράσεων. Εξαρτάται, «από την οικονομική δομή και δράση της χώρας, από τις λειτουργίες της πολιτικής, από τον προσανατολισμό των εκπαιδευτικών θεσμών, από τις επενδύσεις στην παιδεία, στην έρευνα και στον πολιτισμό, από τη γενική εικόνα της πνευματικής δραστηριότητας της χώρας».

• Πόσο «βαριά» είναι τελικά η βιομηχανία του πολιτισμού στην Ελλάδα;

Η «βαριά βιομηχανία του πολιτισμού» είναι ένα μεγάλο, χονδροειδές ψέμα, έτσι όπως χειρίζονται τη φράση οι πολιτικοί μας. Η βαριά βιομηχανία παράγει προϊόντα ζωτικής σημασίας. Για το ελληνικό κράτος όμως ο πολιτισμός δεν ήταν ποτέ ζωτικής σημασίας. Δείτε τα μούτρα που κάνουν οι βουλευτές ή οι υπουργοί όταν τους ανατίθεται το υπουργείο Πολιτισμού. Ο πολιτισμός είναι για τους Ελληνες πολιτικούς απλώς ένα εξάρτημα της βαριάς βιομηχανίας του τουρισμού και, ως τέτοιο, αναφέρεται μόνο στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

• Στα μυθιστορήματα και στις βιβλιοκριτικές σας υπήρχαν πάντα κοινωνικοπολιτικά ή και ιδεολογικά σχόλια, αλλά την περίοδο 2012-2020 στραφήκατε και στην πολιτική αρθρογραφία. Πιστεύετε πως υπάρχει κοινό ανοιχτό σε επιχειρήματα, έτοιμο να ανατοποθετηθεί;

Είναι γνωστό ότι δεν διακρινόμαστε στην Ελλάδα για τη νηφάλια ανταλλαγή επιχειρημάτων και την παραγωγικότητα του διαλόγου. Μας κατευθύνει το θυμικό μας. Ακόμη και αναγνώστες που θεωρούν ότι σκέφτονται ορθολογικά, σαν διαφωτισμένοι Ευρωπαίοι, καθοδηγούνται στην πραγματικότητα από τα πάθη τους και τις προκαταλήψεις τους. Λίγοι είναι αυτοί που θέλουν «ιστορίες για να σκεφτούν διαφορετικά». Οι αρθρογράφοι στα ΜΜΕ πείθουν μόνο τους πεισμένους.

• Ως πολιτικός αρθρογράφος υπήρξατε πολύ δηκτικός προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Πώς σχολιάζετε τη θητεία της Ν.Δ. ως διάδοχης κυβέρνησης;

Ο διανοούμενος που θέλει να είναι ανεξάρτητο πνεύμα πρέπει να στέκει κριτικά πρωτίστως απέναντι στην εξουσία, όποια και αν είναι αυτή. Οσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυβέρνηση, και ας μην ξεχνάμε μαζί με ποιους, ή και λίγο νωρίτερα, όταν ήταν φανερό ότι όδευε προς την εξουσία με τον τρόπο που όδευε, έβλεπα στη συμπεριφορά του πολλά που σήκωναν σκληρή κριτική και δεν νομίζω ότι έσφαλλα. Τώρα έχουμε άλλη κυβέρνηση άλλου χρώματος και στην πολιτική της αυτά τα δύο χρόνια υπάρχουν ακόμη περισσότερα που θεωρώ ότι πρέπει να στηλιτευθούν. Για κάποια από αυτά το έκανα όσο αρθρογραφούσα στο protagon.gr.

• Πώς σχολιάζετε το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο με το οποίο συντάχθηκαν προσωπικότητες των γραμμάτων που άλλοτε υποστήριζαν το ΚΚΕ εσωτερικού;

Οι περισσότεροι από αυτούς τους διανοούμενους είχαν ψευδή συνείδηση. Πίστευαν ότι είναι αριστεροί, όπως ήταν κάποτε, αλλά στο μεταξύ ο τρόπος ζωής τους, οι σχέσεις τους, τα δημιουργημένα συμφέροντά τους, οι αντιλήψεις τους για το ένα και το άλλο τους έσπρωχναν ολοένα πιο δεξιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την πράγματι απογοητευτική κυβερνητική θητεία του, της οποίας μόνη σημαντική θετική συμβολή ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών, τους έδωσε την τέλεια αφορμή να κάνουν το επόμενο και πιο αποφασιστικό βήμα: να ταυτιστούν με τη Δεξιά. Αυτό που μισούν σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο παλιός εαυτός τους.

• Τι σας ανησυχεί περισσότερο στην ελληνική κοινωνία σήμερα;

Παρά τη δυστυχία, την τυφλή οργή και ορισμένα πολύ άσχημα πολιτικά φαινόμενα που συνόδεψαν την κρίση της δεκαετίας του 2010, όπως η άνοδος της Χρυσής Αυγής, η ελληνική κοινωνία έδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή, όπως και η ελληνική δημοκρατία. Αλλες κοινωνίες δεν θα είχαν αντέξει τόσο πόνο και θα είχαν κινηθεί πολύ μαζικότερα προς τα άκρα. Αυτό που σήμερα με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι η πανδημία του Covid-19 χρησιμοποιείται ως αφορμή ή και πρόφαση για αντιδημοκρατικές πρακτικές και για θεσμικές αλλαγές προς αυταρχική κατεύθυνση, που έρχονται για να μείνουν, ενώ οι κριτικές φωνές καταγγέλλονται στο όνομα δήθεν της λογικής και της σύνεσης.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
«Τη σημαντική λογοτεχνία δεν τη γράφουν οι τακτοποιημένοι»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας