Μόνο στα χρόνια μας έχουμε αυτοδιάθεση σώματος, ανάδειξη ταυτότητας, ανεκτικότητα, συμπερίληψη; Παλαιότερα, λένε, δεν έδειχναν ανοχή στο διαφορετικό, στο οριακό, έκριναν, κατέκριναν, βάφτιζαν έκνομο το λοξό και ανήθικο το ανορθόδοξο. Είχε μαστίγια η γλώσσα: γεροντοκόρη, μαγκούφης, κουνιστός, κίναιδος, παστρικιά, του σχοινιού και του παλουκιού, τρελάκιας.
Μα είναι μόνο έτσι; Οι αμίλητες ιστορίες των αόρατων ανθρώπων μάς φανερώνουν χώρους ελευθερίας και στο θαμπό παρελθόν -έστω, νησίδες ελευθερίας.
Απορρυπαντικά
Στην καρδιά της πόλης, πίσω από τα μέγαρα και τα πλουσιόσπιτα, υπάρχει μια μικρή γειτονιά, μια ανορθογραφία υφασμένη με δρομάκια και στενάκια, σκαλάκια και μινιόν ιταλικές πλατείες περίκλειστες, σαν μπούκες θεάτρου. Ισόγεια με αυλή, και κάνα δώμα· κάνα λιανό δίπατο, όλα σχεδόν είναι ορατά από τα ψηλά παράθυρα των ψηλών πλουσιόσπιτων, με βλέμμα αδηφάγο πλονζέ παρατηρούν οι υπηρέτριες και αναμεταδίδουν. Απ’ αυτή τη χιτσκοκική παρατήρηση ανασυντίθενται οι μυστικές δράσεις.
Είναι τα χρόνια πριν από την τηλεόραση. Στις αυλές ακούγονται ραδιοφωνικά σίριαλ, πλένουν σε σκάφες με απορρυπαντικά των σίριαλ, τα παιδάκια διαβάζουν τα βιβλία-δώρα των απορρυπαντικών. Το μεγαλύτερο ραδιόφωνο και το καλύτερο πικάπ, τα έχει η μυθική Σοφία, σκηνοθέτρια θαυμάτων και εκτροπών. Η σαραντάρα Σοφάρα, με κυματιστό μαλλί και μόνιμο τσιγάρο, διευθύνει έναν θίασο ποικιλιών: ο σύζυγός της, Μιμάκος «Πατομπούκαλος», με ψαρίσιο βλέμμα πίσω από γυαλιά υπερμετρωπίας, βοηθός οδηγού στον δήμο· ο εραστής και βοηθός της Χρηστάρας, στεγνός μαυριδερός, λοταριατζής στα καφενεία με ψαρούκλες σφυρίδες ροφούς συναγρίδες, και εποχιακός εργάτης ανασκαφών· η μάνα της, κυρα-Παγώνα, μικροσκοπική πρόσφυγας γραία μαυρομαντιλού, ξενοδουλεύει, μένει στο ημιυπόγειο πνιγμένη από μπουμπουνιέρες και τούλια, μπαγιάτικα κουφέτα, μια μετα-ποπ συλλογή· ο γερο-Ιωνάς, πανέρημος πρόσφυγας από τα βάθη της Ανατολής, εκτροφέας ωδικών πτηνών, καρδερίνες λούγαρα σπίνοι, κατοικεί σ’ ένα κελί γεμάτο κλουβιά, τα μαγεμένα παιδιά τα κερνά κύβους ζάχαρης. Η Παγώνα και ο Ιωνάς μοιράζονται ερωτικά μυστικά. Παντού γάτες, αινιγματικές κυρίαρχες.
Μυστικός βίος
Η Σοφάρα διευθύνει τη χαρτοπαικτική λέσχη της πόλης, την κρυφή, ας πούμε παράνομη. Τις νύχτες μπαινοβγαίνει κόσμος («και χωροφύλακες»), ο Χρηστάρας κρατάει τσίλιες και τους ανοίγει σβέλτα την αυλόπορτα· ο Πατομπούκαλος σερβίρει κονιάκ και στραγάλια· η Σοφάρα μαζεύει την γκανιότα και κουμαντάρει με μάτι τίγρης. Ολοι το ξέρουν, κανείς δεν μιλά.
Το ανώγι ενοικιάζεται σε εργένηδες, υπαξιωματικούς, λιμενοφύλακες, δημοσίους υπαλλήλους. Η Σοφάρα προσφέρει κι άλλες υπηρεσίες στους μπεκιαρέους, πιο σωματικές· οι υπηρέτριες κινηματογραφούν απ’ τα πίσω παράθυρα των μεγάρων. Ολοι ξέρουν, κανείς δεν μιλά.
Η γειτονιά των λαϊκών νοικοκυραίων δεν προσφέρει μόνο ανοχή, προσφέρει αποδοχή και ενσωμάτωση. Η τσιγαρού γατομάνα λεσχιάρχης-μετρέσα Σοφάρα είναι η μόνη που αγοράζει όλα τα περιοδικά Ρομάντσο Ντομινό Βεντέτα ακόμη και Γυναίκα, και τα δανείζει απλόχερα στη γειτονιά· δανείζει έως και το πολύτιμο ραδιογραμμόφωνο Τελεφούνκεν για τις γιορτές των άλλων, εννοείται μαζί με τους δίσκους. Θα είναι η πρώτη που θα βάλει τηλεόραση· τ’ απογεύματα, τα παιδάκια βλέπουν το θαύμα στη σάλα της νυχτερινής χαρτοπαιξίας.
Ολοι ξέρουν
Στη μία άκρη της θεατρικής πλατεΐτσας, στη μεθόριο λαϊκών και αστών, κατοικεί μόνη σε δίπατο η μεγαλοκοπέλα δεσποινίς Ευαγγελία, δημοτική υπάλληλος, τρελά ερωτευμένη με τον αστίατρο. Είναι πολύ μεγαλύτερός της, υπέρβαρος και παντρεμένος. Σαν σκοτεινιάσει ο αστίατρος ασθμαίνων σπρώχνει την ανοιχτή εξώπορτα· όταν βγαίνει ξέπνοος, διασταυρώνεται με τον τσιλιαδόρο Χρηστάρα και τους τζογαδόρους, ψιθυρίζουν έναν χαιρετισμό. Ολοι ξέρουν, η γειτονιά, οι κόρες του, η γυναίκα του, κανείς δεν μιλά.
Στην άλλη άκρη, μαλλιοτραβιούνται και δέρνονται ο ψαρομανάβης με τη γυναίκα του. Κάθε μέρα. Κανείς δεν σχολιάζει, σαν να μην ακούνε. Μόνο ένα έχουν να ιστορούν: όταν η θυελλώδης δημοκρατικιά Μαρουλίνα εξαφάνισε το εκλογικό βιβλιάριο του δεξιού άντρα της, στις εκλογές του ‘63, να μην ψηφίσει ΕΡΕ. Τότε μπήκαν στη μέση, να προλάβουν φονικό. Δεν ψήφισε.
Από ραδιοφώνου
Από το ραδιόφωνο μπήκε τέλος, μια άνω τελεία, σε αυτόν τον κόσμο. Ξημέρωνε απριλιάτικη μέρα δροσερή, παραμονές Πάσχα, η Μαριγώ πλένει στον νεροχύτη τα βραδινά, μπρος στο παράθυρο, σκανάρει τον δρόμο. Απ’ τα πάνω σκαλάκια κατηφορίζει ο κύριος Νίκανδρος, ο ράφτης, Μακρονησιώτης, λιγομίλητος πάντα, ακριβής στο δρομολόγιό του, πάει να πιει καφέ στην αγορά κι έπειτα ν’ ανοίξει το μαγαζί του παραδίπλα. Εχει κι άλλους Μακρονησιώτες η γειτονιά, πρώην αντάρτες, «μετανοημένους» και μη. Ολοι ξέρουν, κανείς δεν μιλά γι’ αυτά.
Καθώς περνά ο ράφτης απ’ το παράθυρο: Κύριε Νίκανδρε, γιατί από νωρίς το ράδιο παίζει μόνο εμβατήρια; Κερώνει: Μαριγώ, αυτό που λες είναι σοβαρό, πολύ σοβαρό, είσαι σίγουρη, Μαριγώ; Μα ναι, άκου - δυναμώνει το τρανζιστοράκι. Ο Νίκανδρος κάνει μεταβολή, σπεύδει στο σπίτι του. Είχε, λένε, πάντα έτοιμο ένα βαλιτσάκι, για τις εξορίες.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας