Το ραδιόφωνο, κυρίες και κύριοι, έχει τους δικούς του κανόνες που, αν δεν τους τηρήσεις, σε εκθέτει. Ενας απ' τους κανόνες αυτούς, ίσως ο πιο βασικός, είναι αυτός που αφορά τις συνεντεύξεις. Κατά τις οποίες, ο δημοσιογράφος πρέπει, σε τακτά διαστήματα, να αναφέρει το όνομα και την ιδιότητα του συνεντευξιαζόμενου -και όχι μόνο μια φορά, στην αρχή της συνέντευξης. Ο λόγος είναι προφανής: Σε αντίθεση με την εφημερίδα ή την τηλεόραση, όπου αυτός που δίνει συνέντευξη φαίνεται και έτσι ξέρουμε ποιος είναι, στο ραδιόφωνο ο συνεντευξιαζόμενος είναι αόρατος. Αν, λοιπόν, δεν αρχίσουμε την ακρόαση απ' την αρχή της συνέντευξης, οπότε ο δημοσιογράφος μάς παρουσιάζει τον συνομιλητή του, αλλά την πιάσουμε απ' τη μέση -διότι τότε ανοίξαμε το ραδιόφωνό μας- καταδικαζόμαστε να ακούμε μια συζήτηση μεταξύ ενός (γνωστού) δημοσιογράφου και ενός (άγνωστου) ανθρώπου.
Μού είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση -καλή εντύπωση- το ότι στις αρχές της «ελεύθερης - ιδιωτικής - ραδιοφωνίας», δηλαδή το 1990-91, δύο νέοι, τότε, δημοσιογράφοι, ο Ν. Χατζηνικολάου και ο Π. Παναγιωτόπουλος, τηρούσαν πάντα τον χρυσό αυτόν κανόνα στις συνεντεύξεις τους: Μετά από κάθε μικρή διακοπή, για διαφημίσεις ή τίτλους ειδήσεων, πάντα υπενθύμιζαν στους ακροατές με ποιον συνομιλούσαν. Δεν γνωρίζω αν το έκαναν από μόνοι τους ή τούς το είχε διδάξει ο τότε διευθυντής του σταθμού «Αθήνα 9,84», Γιάννης Τζαννετάκος. Σημασία έχει ότι οι συνεντεύξεις τους ήταν απολαυστικές.
Δυστυχώς, το παράδειγμά τους δεν ακολουθούν οι περισσότεροι συνάδελφοι που, έπειτα από προϋπηρεσία σε εφημερίδες ή τηλεοράσεις, αποφασίζουν να «κάνουν» και ραδιόφωνο. Θεωρώντας ότι η μέχρι τότε πείρα τους είναι αρκετή για να χειριστούν καλά ένα νέο -γι' αυτούς- μέσο, βουτάνε σε άγνωστα νερά και συνήθως πνίγονται. Το ραδιόφωνο εκδικείται.
Θυμάμαι μια τραγική ραδιοφωνική συνέντευξη, σκέτο παράδειγμα προς αποφυγήν: Η έμπειρη δικαστική ρεπόρτερ συνομιλούσε επί μία ώρα(!) μ' έναν «πρόεδρο», τον οποίο προφανώς είχε παρουσιάσει άπαξ, στην αρχή της συνέντευξης. Μετά ξεχάστηκε και δεν θεώρησε σκόπιμο να ξαναπεί το ονοματάκι του. Ετσι, μετά από κάθε διακοπή, συνέχιζε τη συνέντευξη με ένα «κύριε πρόεδρε». Αντιλαμβάνεστε τον θυμό μου -είναι θαύμα που δεν έσπασα το ραδιοφωνάκι μου.
Το ίδιο συνέβη και προχτές, σε μια πιο μικρής διάρκειας (περίπου 5-6 λεπτών) συνέντευξη της κυρίας Ολγας Κεφαλογιάννη στους συναδέλφους Β. Χιώτη και Νότη Παπαδόπουλο: Δεν την έπιασα απ' την αρχή και, μόνο επειδή η φωνή της υπουργού είναι κάπως χαρακτηριστική, κατάλαβα ποια μιλούσε. Οι δύο καλοί συνάδελφοι αρνήθηκαν -μάλλον ξέχασαν- να κάνουν την -απαραίτητη- «αποφώνηση», δηλαδή να (ξανα)πούν στους ακροατές τους με ποιαν μιλούσαν. Εστω κι αν πρόθεσή τους ήταν να κάνουν μια προεκλογική εξυπηρέτηση στην κυρία Κεφαλογιάννη...
* Η Αλλοπάρ είναι η αγαπημένη μου σκυλίτσα και δεν μού αρέσει να την στεναχωρούν. Γι' αυτό, προτείνω στους συναδέλφους που θέλουν να ασχοληθούν με το ραδιόφωνο, πριν φορέσουν τα ακουστικά τους να ρωτούν κάποιους με πείρα στο ωραίο αυτό μέσο, για να μάθουν τα μυστικά του. Δεν είναι κακό να ρωτάς, όταν δεν ξέρεις.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας